Chapter 11 Flashcards
αποθνήσκω, αποθανουμαι, απέθανον
I die
αιτέω, αιτήσω, ήτησα
I ask, I ask for
δακρύω, δακρύσω, εδάκρυσα
I cry, weep
δοκει, δόξει, έδοξε(ν)
It seems (good)
δοκει μοι
It seems good to me
εισάγω, εισάξω, εισήγαγον
I lead in, I take in
έφη
He/she said
κομίζω, κομιω, εκόμισα
I bring/take
κόπτω, κόψω, έκοψα
I knock/strike (on a door)
λαμβάνω, λήψομαι, έλαβον
I take, I sieze, I take hold of
λείπω, λειψω, έλιπον
I leave
μανθάνω, μαθήσομαι, έμαθον
I learn, I understand
πάσχω, πείσομαι, έπαθλν
I suffer, inexperience
σκοπέω, σκέψομαι, εσκεψάμεν
I look at, I examine, I consider
ό αδελφός, του αδελφου
Brother
ό ιατρός, του ιατρου
Doctor
ό λόγος, του λόγου
Word/story
σοφός, σοφή, σοφόν
Skilled wise, clever
τυφλός, τυφλή, τυφλόν
Blind
παρά + acc.
(Of persons): to
αύριον
Tomorrow
ει
If, whether
καλως έχω
I am well
πως έχεις;
How are you
αίρέω, αίρήσω, είλον
I take
δοκει, δόξει, έδοξε(ν)
It seems (good)
δοκει αυτοις σπεύδειν
It seems good to them to hurry, they decide to hurry
έρχομαι, είμι, ήλθον
I come, I go
λέξω, ερω
λέξω: 1st per
ερω: 2nd per
Will say/speak
ειπον
I said
νοσέω, νοδήσω, ενόσησα
I am sick, ill
όράω, όψομαι, ειδον
I see
ωφελέω, ωφελήσω, ωφέλησα
I help, I benefit
τό αργύριον, του αργυρίου
Silver, money
ή δραχμή, της δραχμης
Drachma (silver coin)
ό μισθός, του μισθου
Reward/pay
ό οβολός, του οβολου
Obol (silver coin, basic currency)
πρός + dat.
At/near/by
πρός + acc.
To/toward/against
οίμοι
Alas!
κατά θάλατταν
By sea