Vocab μ - ο Flashcards
μακρος -α -ον
long
μαλα
very
μαλιστα
especially
μαλλον
more (adv), rather
μανθανω
I learn
μανια ἡ
madness
μαντειον το
oracle (place or response)
μαντις ὁ
prophet
μαρτυς ὁ
witness
ματην
in vain
μαχη ἡ
fight, battle
μαχομαι
I fight
μεγας μεγαλη μεγα
great, big
μεγεθος το
size, magnitude
μεγιστος -η -ον
greatest, biggest (superlative of μεγας)
μεθυω
I am drunk
μειζων
greater, bigger (comparative of μεγας)
μελας
black
μελει
it is a source of care to X (dat), X cares about.
μελλω
I intend, I hesitate
μεμνημαι
I remember (+gen)
μεμφομαι
I blame, I find fault with
μεν…δε
(contrast)
μεντοι
however, certainly
μενω
I remain, I await
μερος το
part, share
μεσος -η -ον
middle, middle
μετα
(+ acc) after
(+ gen) with
μεταπεμπομαι
I send for
μετεχω
I have a share of (+gen)
μετοικος ὁ
metic
μετρις -α -ον
moderate
μεχρι
until, as far as (+ gen, or as conj)
μη
not
μηδαμου
nowhere
μηδαμως
in no way
μηδε
and not, not even, nor
μηδεις
no-one
μηδεποτε
never
μηκετι
no longer
μηκυνω
I extend
μην ὁ
month
μην
indeed
μηποτε
never
μητε…μητε
neither… nor
μητηρ ἡ
mother
μηχαναομαι
I devise
μηχανη ἡ
device, trick
μια
one
μικρος -α -ον
small
μισεω
I hate
μισθος ὁ
reward, fee
μισθοω
I hire out
μισος το
hatred
μνημη ἡ
memory
μολις
with difficulty
μονον
only (adv)
μονος -η -ον
alone, only (adj)
Μουσα ἡ
Muse
μυθος ὁ
story, word
μυριοι -αι -α
10,000
μυριος -α -ον
countless
μων
surely….not?
μυρος -α -ον
foolish, stupid
ναι
yes
ναυμαχεω
I fight a sea battle
ναυμαχια ἡ
sea battle