Verbs - Active - Gk to Eng Random Flashcards
ζώ - έζησα -
θα ζήσω
I live
χωρώ - χώρεσα -
θα χωρέσω
I hold/contain/fit
προσπερνάω - προσπέρασα -
θα προσπεράσω
I overtake
χάνω - έχασα -
θα χάσω
I lose/miss
ξέρω - ήξερα -
θα ξέρω
I know
θερίζω - θέρισα -
θα θερίσω
I reap/mow/harvest
κυβερνάω (ω) - κυβέρνησα -
θα κυβερωήσω
I govern/rule
τηλεφωνώ - τηλεφώνησα -
θα τηλεφωνήσω
I phone
μοιράζω - μοίρασα -
θα μοιράσω
I share/divide/distribute
απαγορεύω - απαγόρεψα -
θα απαγορέψω
I forbid
λειτουργώ - λειτούργησα -
θα λειτουργήσω
I function
μαντεύω - μάντεψα -
θα μαντέψω
I guess
ξαφνιάζω - ξάφνιασα -
θα ξαφνιάσω
I surprise/frighten
προστατεύω - προστάτεψα -
θα προστατέψω
I protect/defend
κουτουλάω - κουτούλησα -
θα κουτουλήσω
I butt
μπαίνω - μπήκα -
θα μπω
I enter/go in
εξηγώ - εξήγησα -
θα εξηγήσω
I explain
βελτιώνω - βελτίωσα -
θα βελτιώσω
I improve
κολλώ - κόλλησα -
θα κολλήσω
I stick/glue/fix/attach
βλέπω - είδα -
θα δω
I see
πρέπει - έπρεπε -
θα πρέπει
I have to/must/it is necessary
σκοπεύω/σκοπώ - σκόπευσα -
θα σκοπεύσω
I intend/point/aim
γυρίζω - γύρισα -
θα γυρίσω
I return
εννοώ - εννόησα -
θα εννοήσω
I mean/intend
αγοράζω - αγόρασα -
θα αγοράσω
I buy
συμπληρώνω - συμπλήρωσα -
θα συμπληρώσω
I fill in/add
μετράω - μέτρησα -
θα μετρήσω
I count
τρώω - έφαγα -
θα φάω
I eat
πλησιάζω - πλησίασα -
θα πλησιάσω
I approach/draw near
θρηνώ - θρήνησα -
θα θρηνήσω
I mourn/lament
φυσώ (άω) - φύσηξα -
θα φυσήξω
I blow
βουτώ (άω) - βούτηξα -
θα βουτήξω
I dip/dive/plunge
τιμωρώ - τιμώρησα -
θα τιμωρήσω
I punish
τρέχω - έτρεξα -
θα τρέξω
I run
κοιτάζω - κοίταξα -
θα κοιτάξω
I look at
γυρνάω - γύρισα -
θα γυρίσω
I turn/return/revolve
δηλώνω - δήλωσα -
θα δηλώσω
I declare
φωνάζω - φώναξα -
θα φωνάξω
I shout/summon
ψαρεύω - ψάρεψα -
θα ψαρέψω
I fish
φοράω - φόρεσα -
θα φορέσω
I wear
ταϊζω - τάϊσα -
θα ταϊσω
I feed
σκεπάζω - σκέπασα -
θα σκεπάσω
I cover/conceal/shelter
γέρνω - έγειρα -
θα γείρω
I lean
κλίνω - έκλισα -
θα κλίσω
I bend/lean/conjugate/decline
φεύγω - έφυγα -
θα φύγω
I leave/depart
φυλάω - φύλαξα -
θα φυλάξω
I guard/protect/watch over
αποδοκιμάζω - αποδοκίμασα -
θα αποδοκιμάσω
I disapprove
διώκω - δίωξα -
θα διώξω
I chase/pursue (career)/expel/prosecute
πλημμυρίζω - πλημμύρησα -
θα πλημμυρίσω
I flood
στρώνω - έστρωσα -
θα στρώσω
I spread/lay/cover/make the bed/lay the table
αποφασίζω - αποφάσισα -
θα αποφασίσω
I decide/resolve
αγγίζω - άγγιξα -
θα αγγίξω
I touch
θαυμάζω - θαύμασα -
θα θαυμάσω
I admire/wonder
πνέω - έπνευσα -
θα επνεύσω
I blow/breathe
αναφέρω - ανέφερα -
θα αναφέρω
I mention/report/quote
δικαιολογώ - δικαιολόγησα -
θα δικαιολογήσω
I justify/excuse
αποκτώ - απέκτησα -
θα αποκτήσω
I get/gain/aquire/have children
περιλαμβάνω - περίλαβα -
θα περιλάβω
I include/comprise
ανησυχώ - ανησύχησα -
θα ανησυχήσω
I worry
καρφώνω - κάρφωσα -
θα καρφώσω
I nail
χαλάω - χάλασα -
θα χαλάσω
I spoil/ruin
ζυγίζω - ζύγισα -
θα ζυγίσω
I weigh
τρέφω - έθρεψα -
θα θρέψω
I feed/ nourish
προβάλλω - πρόβαλα -
θα προβάλω
I display/put up
παράγω - παρήγαγα -
θα παραγάγω
I produce/generate
διψώ (άω) - δίψασα -
θα διψάσω
I am thirsty
ράβω - έραψα -
θα ράψω
I sew
κερνώ (άω) - κέρασα -
θα κεράσω
I treat/buy for
αποκρούω - απέκρουσα -
θα αποκρούσω
I reject/repel/repulse
ρίχνω - έριξα -
θα ρίξω
I throw
καπνίζω - κάπνισα -
θα καπνίσω
I smoke
συναντώ (άω) - συνάντησα -
θα συναντήσω
I meet
περνώ - πέρασα -
θα περάσω
I pass/cross/spend time
σηκώνω - σήκωσα -
θα σηκώσω
I lift/raise
δείχνω - έδειξα -
θα δείξω
I show/point/indicate
αναστενάζω - αναστέναξα -
θα αναστενάξω
I sigh
σκίζω - έσκισα -
θα σκίσω
I tear/rip
δένω - έδεσα -
θα δέσω
I tie
βγάζω - έβγαλα -
θα βγάλω
I take/bring/get/take off/remove/put out
εκτελώ - εκτέλεσα -
θα εκτελέσω
I perform/execute/carry out
τρίζω - έτριξα -
θα τρίξω
I creak/squeak/crunch/crackle
υπογράφω - υπέγραψα -
θα υπογράψω
I sign
κολάζω - κόλασα -
θα κολασώ
I punish/explain away
δημιουργώ - δημιούργησα -
θα δημιουργήσω
I create
καταστρέφω - κατέστρεψα -
θα καταστρέψω
I destroy
βαρώ - βάρεσα -
θα βαρέσω
I hit/beat/strike (hard)
σιδερώνω - σιδέρωσα -
θα σιδερώσω
I iron
τηγανίζω - τηγάνισα -
θα τηγανίσω
I fry
πίνω - ήπια -
θα πιώ
I drink
εξετάζω - εξέτασα -
θα εξετάσω
I examine
υπάρχω/ει - υπήρξα/ε -
θα υπάρξω/ει
I exist/it exists
οδηγώ - οδήγησα -
θα οδηγήσω
I drive
αποθέτω - απέθεσα -
θα αποθέσω
I put down/deposit/confide
κρίνω - έκρινα -
θα κρίνω
I judge/consider/reason
μιλάω - μίλησα -
θα μιλήσω
I speak
τονίζω - τόνισα -
θα τονίσω
I emphasise/stress
σαπίζω - σάπισα -
θα σαπίσω
I decay/rot/decompose
απολαμβάνω - απόλαυσα -
θα απολαύσω
I enjoy/relish/gain
δανείζω - δάνεισα -
θα δανείσω
I lend
αποτελώ - αποτέλεσα -
θα αποτελέσω
I form/constitute
μένω - έμεινα -
θα μείνω
I stay/live/remain
σταματάω - σταμάτησα -
θα στματήσω
I stop/cease
δίνω - έδωσα -
θα δώσω
I give
μαζεύω - μάζεψα -
θα μαζέψω
I collect/gather
νανουρίζω - νανούρισα -
θα νανουρίσω
I lull (to sleep - as lullaby)
γελάω - γέλασα -
θα γελάσω
I laugh
φροντίζω - φρόντισα -
θα φροντίσω
I look after/take care of
επανορθώνω - επανόρθωσα -
θα επανορθώσω
I redress/ rectify/ restore
βρίσκω - βρήκα -
θα βρω
I find
αδιαφορώ - αδιαφόρησα -
θα αδιαφορήσω
I ignore/disregard/neglect
υποστηρίζω - υποστήριξα -
θα υποστηρίξω
I support
καλλιεργώ - καλλιέργησα -
θα καλλιεργήσω
I cultivate
γιορτάζω - γιόρτασα -
θα γιορτάσω
I celebrate
αρχίζω - άρχισα -
θα αρχίσω
I begin
χύνω - έχυσα -
θα χύσω
I pour/spill
αποκαλύπτω - αποκάλυψα -
θα αποκαλύψω
I reveal/uncover/divulge
τρίβω - έτριψα -
θα τρίψω
I rub/brush/grind
θυμώνω - θύμωσα -
θα θυμώσω
I get angry
ανακατεύω - ανακάτεψα -
θα ανακατέψω
I stir/mix/mingle
αλλάζω - άλλαξα -
θα αλλάξω
I change
ανεβαίνω - ανέβηκα -
θα ανέβω
I go up/ascend
κλειδώνω - κλείδωσα -
θα κλειδώσω
I lock
επικοινωνώ - επικοινώνησα -
θα επικοινωνήσω
I communicate
εξακολουθώ - εξακολούθησα -
θα εξακολουθήσω
I continue (2)
σκαλώνω - σκάλωσα -
θα σκαλώσω
I climb up/get held up
πηγαίνω/πάω - πήγα -
θα πάω
I go
θεωρώ - θεώρησα -
θα θεωρήσω
I consider/regard/think
ρωτάω - ρώτησα -
θα ρωτήσω
I ask (a question)/inquire
αναλαμβάνω - ανέλαβα -
θα αναλάβω
I undertake/assume
χαϊδεύω - χάϊδεψα -
θα χαϊδέψω
I stroke/caress
προχωρώ - προχώρησα -
θα προχωρήσω
I proceed/go on/advance
θέλω - θέλησα/ήθελα -
θα θελήσω/θέλω
I want
υποχωρώ - υποχώρησα -
θα υποχωρήσω
I retreat/withdraw/back down/give way
καταφέρνω - κατάφερα -
θα καταφέρω
I achieve/manage/succeed/persuade/beat/win
γράφω - έγραψα -
θα γράψω
I write
πηδώ (άω) - πήδηξα -
θα πηδήξω
I jump/leap
συνηθίζω - συνήθισα -
θα συνηθίσω
I get used to
θέτω - έθεσα -
θα θέσω
I put/place/set
απέχω - απείχα -
θα απάσχω
I abstain/be distant from
ρουφώ - ρούφηξα -
θα ρουφήξω
I sip/suck
θαμπώνω - θάμπωσα -
θα θαμπώσω
I amaze/dazzle
βαραίνω - βάρυνα -
θα βαρύνω
I weigh down/burden
τρέπω - έτρεψα -
θα τρέψω
I turn/convert
κόβω - έκοψα -
θα κόψω
I cut
συμπαθώ - συμπάθησα -
θα συμπαθήσω
I like/sympathise
ψηφίζω - ψήφισα -
θα ψιφίσω
I vote for
σφίγγω - έσφιξα -
θα σφίξω
I squeeze/tighten/clasp/grasp
κερδίζω - κέρδισα -
θα κερδίσω
I win/earn/gain/profit
απλώνω - άπλωσα -
θα απλώσω
I spread
συνοδεύω - συνόδεψα -
θα συνοδέψω
I accompany/escort
ωριμάζω - ωρίμασα -
θα ωριμάσω
I ripen/ mature
προσθέτω - πρόσθεσα -
θα προσθέσω
I add
λαλώ - λάλησα -
θα λαλήσω
I talk/speak/play/sing (birds)
ζητάω - ζήτησα -
θα ζητήσω
I ask for/seek/look for
παγώνω - πάγωσα -
θα παγώσω
I freeze
ψωνίζω - ψώνισα -
θα ψωνίσω
I shop
κλαίω - έκλαψα -
θα κλάψω
I cry
ακυρώνω - ακύρωσα -
θα ακυρώσω
I cancel
ζωγραφίζω - ζωγράφισα -
θα ζωγραφίσω
I paint/draw/depict
χρονίζω - χρόνισα -
θα χρονίσω
I take a long time/ drag on
νοικιάζω - νοίκιασα -
θα νοικιάσω
I rent
χειροτερεύω - χειροτέρεψα -
θα χειροτέψω
I deteriorate/get worse
φράζω - έφραξα -
θα φράξω
I enclose/obstruct/block
ονομάζω - ονόμασα -
θα ονομάσω
I name
κανονίζω - κανόνισα -
θα κανονίσω
I arrange/put in order
επιλέγω - επέλεξα -
θα επιλλέξω
I select/choose
καμαρώνω - καμάρωσα -
θα καμαρώσω
I take pride in
χρωστάω - χρωστούσα -
θα χρωστώ
I owe/am in debt
κατοικώ - κατοίκησα -
θα κατοικήσω
I live/reside
υπολογίζω - υπολόγισα -
θα υπολογίσω
I reckon/estimate
λυπώ - λύπησα -
θα λυπήσω
I sadden/distress
λύνω - έλωσα -
θα λύσω
I undo/solve
προτείνω - πρότεινα -
θα προτείνω
I suggest
κυνηγώ - κυνήγησα -
θα κυνηγήσω
I hunt/chase
μαγειρεύω - μαγείρεψα -
θα μαγειρέψω
I cook
κατακαίω - κατάκαψα -
θα κατακάψω
I burn (2)
γεννώ - γέννησα -
θα γεννήσω
I birth (give)/bear/lay eggs
πιάνω - έπιασα -
θα πιάσω
I catch/take/seize
βρέχει - έβρεξε -
θα βρέξει
It rains
στραγγίζω - στράγγισα -
θα στραγγίσω
I strain/drain/become worn out
περιμένω - περίμενα -
θα περιμένω
I wait/expect
πλένω - έπλυνα -
θα πλύνω
I wash
χαμογελάω - χαμογέλασα -
θα χαμογελάσω
I smile
ελπίζω - ήλπισα -
θα ελπίσω
I hope/wish for
παραμιλώ - παραμίλησα -
θα παραμιλήσω
I talk too much/rave
λείπω - έλειψα -
θα λείψω
I miss/am absent
παλεύω - πάλεψα -
θα παλέψω
I struggle/wrestle
ξύνω - έξυσα -
θα ξύσω
I scrape/grate/sharpen
ανεβάζω - ανέβασα -
θα ανεβάσω
I carry/lift up/raise
σπρώχνω - έσπρωξα -
θα σπρώξω
I push
αναγνωρίζω - αναγνώρισα -
θα αναγνωρίσω
I recognise
παρουσιάζω - παρουσίασα -
θα παρουσιάσω
I introduce/present/display
τρέμω - έτρεμα -
θα τρέμω
I tremble/shake/quiver
λατρεύω - λάτρεψα -
θα λατρέψω
I adore/worship
βάφω - έβαψα -
θα βάψω
I paint
ορμώ - όρμησα -
θα ορμήσω
I hurry/dash/rush
διασκεδάζω - διασκέδασα -
θα διασκεδάσω
I amuse someone
πεινάω - πείνασα -
θα πεινάσω
I hunger/am hungry
τυπώνω - τύπωσα -
θα τυπώσω
I print/publish
συγχωρώ - συγχώρησα -
θα συγχωρήσω
I forgive
πεθαίνω - πέθανα -
θα πεθάνω
I die
παίρνω - πήρα -
θα πάρω
I take/receive/get/bring
ελέγχω - έλεγξα -
θα ελέγξω
I check/test/control
κρατάω - κράτησα -
θα κρατήσω
I hold/keep/maintain/rule/book
αγκαλιάζω - αγκάλιασα -
θα αγκαλιάσω
I hug/embrace/cuddle
παθαίνω - έπαθα -
θα πάθω
I suffer/endure/sustain
κυκλοφορώ - κυκλοφόρησα -
θα κυκλοφορήσω
I circulate/go about
κοροϊδεύω - κορόϊδεψα -
θα κοροϊδέψω
I mock/make fun of/cheat
ξυπνάω (ώ) - ξύπνησα -
θα ξυπνήσω
I wake
καλοπερνάω - καλοπέρασα -
θα καλοπεράσω
I enjoy/have fun (2)
συγκινώ - συγκίνησα -
θα συγκινήσω
I move/touch
κάνω - έκανα -
θα κάνω
I do/make
γκρεμίζω - γκρέμισα -
θα γκρεμισώ
I demolish/throw down
περπατάω - περπάτησα -
θα περπατήσω
I walk
παίζω - έπαιξα -
θα παίξω
I play
δουλεύω - δούλεψα -
θα δουλέψω
I work
αγχώνω - άγχωσα -
θα αγχώσω
I worry/stress
προκαλώ - προκάλεσα -
θα προκαλέσω
I provoke/cause/bring about
βελάζω - βέλαξα -
θα βελάξω
I bleat
αργώ - άργησα -
θα αργήσω
I am late
κουβεντιάζω - κουβέντιασα -
θα κουβεντιάσω
I talk/converse
ξηλώνω - ξήλωσα -
θα ξηλώσω
I dismantle
προβάρω - πρόβαρα -
θα προβάρω
I rehearse
χρησιμοποιώ - χρησιμοποίησα -
θα χρησιμοποιήσω
I use
διαφωνώ - διαφώνησα -
θα διαφωνήσω
I disagree
μπερδεύω - μπέρδεψα -
θα μπερδέψω
I confuse/entangle
τραβάω - τράβηξα -
θα τραβήξω
I pull/drag
στρίβω - έστριψα -
θα στρίψω
I turn/twist
ανακοινώνω - ανακοίνωσα -
θα ανακοινώσω
I announce/communicate
σώζω - έσωζα -
θα σώσω
I rescue/save
φρονώ - φρόνησα -
θα φρονήσω
I believe/think
στερώ - στέρησα -
θα στερήσω
I deprive
πλήττω - έπληξα -
θα πλήξω
I am bored (strike/wound/hit?)
ξενυχτώ - ξενύχτησα -
θα ξενυχτήσω
I stay up late
σκοτίζω - σκότισα -
θα σκοτίσω
I darken/confuse/worry
ποτίζω - πότισα -
θα ποτίσω
I water/irrigate
βήχω - έβηξα -
θα βήξω
I cough
λαμβάνω - έλαβα -
θα λάβω
I take/receive
μεταμορφώνω - μεταμόρφωσα -
θα μεταμορφώσω
I transform
στεναχωρώ - στεναχώρησα -
θα στεναχωρήσω
I grieve/distress/upset
δακρύζω - δάκρυσα -
θα δακρύσω
I cry/shed tears
βόσκω - βόσκησα -
θα βοσκήσω
I graze/wander aimlessly
ενοχλώ - ενόχλησα -
θα ενοχλήσω
I bother/disturb/ annoy
καίω - έκαψα -
θα κάψω
I burn
θάβω - έθαψα -
θα θάψω
I bury
προσπαθώ - προσπάθησα -
θα προσπαθήσω
I try
βγαίνω - βγήκα -
θα βγω
I go out
στοιχίζω - στοίχισα -
θα στοιχίσω
I cost
φτιάχνω - έφτιαξα -
θα φτιάξω
I make/put right/arrange/fix
γεμίζω - γέμισα -
θα γεμίσω
I fill/stuff
νομίζω - νόμισα -
θα νομίσω
I think
απορώ - απόρησα -
θα απορήσω
I wonder/am amazed
απομακρύνω - απομάκρυνα -
θα απομακρύνω
I move away from
σκοτώνω - σκότωσα -
θα σκοτώσω
I kill
χτυπώ - χτύπησα -
θα χτυπήσω
I hit/knock/beat
σκαλίζω - σκάλισα -
θα σκαλίσω
I dig over/search/rummage/pick
χειροκροτώ - χειροκρότησα -
θα χειροκροτήσω
I applaud
γερνώ - γέρασα -
θα γεράσω
I get old
διδάσκω - δίδαξα -
θα διδάξω
I teach
τσιμπαώ - τσίμπησα -
θα τσιμπήσω
I bite/peck/nip/have a bite of (food)
ζηλεύω - ζήλεψα -
θα ζηλέψω
I am jealous /envy
ξαπλώνω - ξάπλωσα -
θα ξαπλώσω
I spread out/rest/lie down
καθαρίζω - καθάρισα -
θα καθαρίσω
I clean/clear/settle (account)
σκάβω - έσκαψα -
θα σκάψω
I dig