Verbs - Active - Gk to Eng - A to Ω Flashcards
αγαπώ - αγάπησα -
θα αγαπήσω
I love
αγγίζω - άγγιξα -
θα αγγίξω
I touch
αγκαλιάζω - αγκάλιασα -
θα αγκαλιάσω
I hug/embrace/cuddle
αγκυλώνω - αγκύλωσα -
θα αγκυλώσω
I sting/prick
αγνοώ - αγνόησα -
θα αγνοήσω
I ignore
αγοράζω - αγόρασα -
θα αγοράσω
I buy
αγχώνω - άγχωσα -
θα αγχώσω
I worry/stress
αδειάζω - άδειασα -
θα αδειάσω
I empty/unpack/evacuate
αδιαφορώ - αδιαφόρησα -
θα αδιαφορήσω
I ignore/disregard/neglect
αδυνατίζω - αδυνάτισα -
θα αδυνατίσω
I weaken/fail (in health)
αδυνατώ - αδυνατούσα -
θα αδυνατώ
I am incapable/unable
ακολουθώ - ακολούθησα -
θα ακολουθήσω
I follow
ακουμπώ - ακούμπησα -
θα ακουμπήσω
I place/stand/lean/touch
ακούω - άκουσα -
θα ακούσω
I hear/listen
ακυρώνω - ακύρωσα -
θα ακυρώσω
I cancel/invalidate
αλείφω - άλειψα -
θα αλείψω
I wipe/grease/smear/spread
αλλάζω - άλλαξα -
θα αλλάξω
I change
αλληλογραφώ - αλληλογράφησα -
θα αλληλογραφήσω
I correspond/write to
αμφιβάλλω - αμφέβαλα -
θα αμφιβάλω
I doubt
αναβοσβήνω - αναβόσβησα -
θα αναβοσβήσω
I turn on and off/flicker
ανάβω - άναψα -
θα ανάψω
I ignite/light/turn on
αναγκάζω - ανάγκασα -
θα αναγκάσω
I force/oblige/compel
αναγνωρίζω - αναγνώρισα -
θα αναγνωρίσω
I recognise
αναθαρρεύω - αναθάρρεψα -
θα αναθαρρέψω
I am encouraged
αναθέτω - ανέθεσα -
θα αναθέσω
assign/allocate/delegate
αναθεωρώ - αναθεώρησα -
θα αναθεωρήσω
review/revise
ανακαλύπτω - ανακάλυψα -
θα ανακαλύψω
I discover/find out
ανακατεύω - ανακάτεψα -
θα ανακατέψω
I stir/mix/mingle
ανακινώ - ανακίνησα -
θα ανακινήσω
I agitate/stir/mix up/wobble
ανακοινώνω - ανακοίνωσα -
θα ανακοινώσω
I announce/communicate
αναλαμβάνω - ανέλαβα -
θα αναλάβω
I undertake/assume (take on)
αναμένω - ανέμενα -
θα αναμείνω
I expect/wait
αναπτύσσω - ανέπτυξα -
θα ανεπτύξω
I develop/unfold
αναστατώνω - αναστάτωσα -
θα αναστατώσω
I mess up/ruffle/upset/disrupt
αναστενάζω - αναστέναξα -
θα αναστενάξω
I sigh
ανατινάζω - ανατίναξα -
θα ανατινάξω
I blow up/blast
ανατριχιάζω - ανατρίχιασα -
θα ανατριχιάσω
I shiver/shudder
αναφέρω - ανέφερα -
θα αναφέρω
I mention/report/quote
αναχωρώ - αναχώρησα -
θα αναχωρήσω
I leave/depart
ανεβάζω - ανέβασα -
θα ανεβάσω
I raise/carry/lift up
ανεβαίνω - ανέβηκα -
θα ανέβω
I go up/ascend
ανησυχώ - ανησύχησα -
θα ανησυχήσω
I worry
ανθίζω - άνθισα -
θα ανθίσω
I blossom/bloom/flourish/thrive
ανοίγω - άνοιξα -
θα ανοίξω
I open
ανταλλάζω - αντάλλαξα -
θα ανταλλάξω
I exchange/swap
ανταμείβω - αντάμειψα -
θα ανταμείψω
I reward/compensate/remunerate
ανταμώνω - αντάμωσα -
θα ανταμώσω
I meet/come across
αντέχω - άντεξα -
θα αντέξω
I bear/endure/hold/resist
αντιγράφω - αντέγραψα -
θα αντιγράψω
I copy/duplicate
αντιθέτω - αντέθεσα -
θα αντιθέσω
I oppose/object/contrast
αντικρίζω - αντίκρισα -
θα αντικρίσω
I face/front/stand opposite
αντιπαθώ - αντιπάθησα -
θα αντιπαθήσω
I dislike
αντιπροσωπεύω - αντιπροσώπευσα -
θα αντιπροσωπεύσω
I represent
αξίζω - άξιζα -
θα αξίζω
I deserve/am worth
απαγγέλλω - απήγγειλα -
θα απαγγείλω
I recite
απαγορεύω - απαγόρεψα -
θα απαγορέψω
I forbid/ban/prohibit
απαιτώ - απαίτησα -
θα απαιτήσω
I demand/claim
απαντάω - απάντησα -
θα απαντήσω
I answer/reply
απασχολώ - απασχόλησα -
θα απασχολήσω
I distract
απειλώ - απείλησα -
θα απειλήσω
I threaten/menace
απέχω - απείχα -
θα απάσχω
I abstain/be distant from
απλώνω - άπλωσα -
θα απλώσω
I spread/stretch out/extend/hang out the washing
αποβιβάζω - αποβίβασα -
θα αποβιβάσω
I disembark
απογοητεύω - απογοήτεψα -
θα απογοητέψω
I disappoint/fail
αποδοκιμάζω - αποδοκίμασα -
θα αποδοκιμάσω
I disapprove/dislike
αποθέτω - απέθεσα -
θα αποθέσω
I put down/deposit/confide
αποκαλύπτω - αποκάλυψα -
θα αποκαλύψω
I reveal/uncover/divulge
αποκρούω - απέκρουσα -
θα αποκρούσω
I reject/repel/repulse
αποκτώ - απέκτησα -
θα αποκτήσω
I get/gain/aquire/have children
απολαμβάνω - απόλαυσα -
θα απολαύσω
I enjoy/relish/gain
απολύω - απέλυσα -
θα απολύσω
I dismiss/fire/sack
απομακρύνω - απομάκρυνα -
θα απομακρύνω
I move away from
απομονώνω - απομόνωσα -
θα απομονώσω
I isolate
απορώ - απόρησα -
θα απορήσω
I wonder/be amazed
αποτελώ - αποτέλεσα -
θα αποτελέσω
I form/constitute
αποφασίζω - αποφάσισα -
θα αποφασίσω
I decide/resolve
αποφεύγω - απέφυγα -
θα αποφύγω
I avoid/escape
αργώ - άργησα -
θα αργήσω
I am late
αρέσω - άρεσα -
θα αρέσω
I am liked
αρπάζω - άρπαξα -
θα αρπάξω
I snatch/grab/seize/carry off
αρχίζω - άρχισα -
θα αρχίσω
I begin
αυξάνω - αύξησα -
θα αυξήσω
I increase/augment
αφαιρώ - αφαίρεσα -
θα αφαιρέσω
I remove/subtract
αφήνω - άφησα -
θα αφήσω
I let/allow/leave
αφιερώνω - αφιέρωσα -
θα αφιερώσω
I dedicate/devote
βαδίζω - βάσισα -
θα βαδίσω
I step/stride/pace/march
βάζω - έβαλα -
θα βάλω
I put/place
βαραίνω - βάρυνα -
θα βαρύνω
I weigh down/burden
βαρώ - βάρεσα -
θα βαρέσω
I hit/beat/strike (hard)
βάφω - έβαψα -
θα βάψω
I paint
βγάζω - έβγαλα -
θα βγάλω
I put out/put off/remove
βγαίνω - βγήκα -
θα βγω
I go out
βεβαιώνω - βεβαίωσα -
θα βεβαιώσω
I confirm/assure/affirm
βελάζω - βέλαξα -
θα βελάξω
I bleat
βελτιώνω - βελτίωσα -
θα βελτιώσω
I improve
βήχω - έβηξα -
θα βήξω
I cough
βιάζω - βίασα -
θα βιάσω
I force/compel/assault/rape
βλάπτω - έβλαψα -
θα βλάψω
I harm/hurt/damage
βλέπω - είδα -
θα δω
I see
βοηθώ - βοήθησα -
θα βοηθήσω
I help
βολεύω - βόλεψα -
θα βολέψω
I fit in /settle/accommodate/make do
βόσκω - βόσκησα -
θα βοσκήσω
I graze/wander aimlessly
βοτανίζω - βοτάνισα -
θα βοτανίσω
I weed
βουτώ (άω) - βούτηξα -
θα βουτήξω
I dip/dive/plunge
βράζω - έβρασα -
θα βράσω
I boil
βρέχει - έβρεξε -
θα βρέξει
It rains / gets wet
βρίζω - έβρισα -
θα βρίσω
I insult/abuse/swear/call names
βρίσκω - βρήκα -
θα βρω
I find
γαβγίζω - γάβγισα -
θα γαβγίσω
I bark
γαληνεύω - γαλήνεψα -
θα γαληνέψω
I smooth
γαργαλώ - γαργάλησε -
θα γαργαλήσω
I tickle
γαρνίρω - γαρνίρισα - θα γαρνίρω
I garnish
γδέρνω - έγδαρα -
θα γδάρω
I scratch/scrape/skin
γελάω - γέλασα -
θα γελάσω
I laugh
γεμίζω - γέμισα -
θα γεμίσω
I fill/stuff
γεννώ - γέννησα -
θα γεννήσω
I birth (give)/bear/lay eggs
γερνώ - γέρασα -
θα γεράσω
I get old
γέρνω - έγειρα -
θα γείρω
I lean/sag/incline
γιατρεύω - γιάτρεψα -
θα γιατρέψω
I cure/heal
γιορτάζω - γιόρτασα -
θα γιορτάσω
I celebrate
γκρεμίζω - γκρέμισα -
θα γκρεμισώ
I demolish/throw down
γκρινιάζω - γκρίνιαξα -
θα γκρινιάξω
I grumble/nag
γλείφω - έγλειψα -
θα γλείψω
I lick
γλεντάω - γλέντησα -
θα γλεντήσω
I celebrate/have fun
γλιστρώ - γλίστρησα -
θα γλιστρήσω
I slide/slip
γνωρίζω - γνώρισα -
θα γνωρίσω
I know/meet/be aquainted with
γοητεύω - γοήτεψα -
θα γοητέψω
I charm/attract
γράφω - έγραψα -
θα γράψω
I write
γυρεύω - γύρεψα -
θα γυρέψω
I search for/look for/seek (2)
γυρίζω - γύρισα -
θα γυρίσω
I return
γυρνάω - γύρισα -
θα γυρίσω
I turn/return/revolve
δαγκώνω - δάγκωσα -
θα δαγκώσω
I bite
δακρύζω - δάκρυσα -
θα δακρύσω
I cry/shed tears
δανείζω - δάνεισα -
θα δανείσω
I lend
δείχνω - έδειξα -
θα δείξω
I show/point/indicate
δένω - έδεσα -
θα δέσω
I tie/bind/link
δέρνω - έδειρα -
θα δειρώ
I beat/strike/whip
δηλώνω - δήλωσα -
θα δηλώσω
I declare/proclaim/state
δημιουργώ - δημιούργησα -
θα δημιουργήσω
I create/construct
διαβάζω - διάβασα -
θα διαβάσω
I read
διαβαίνω - διάβηκα -
θα διαβώ
I pass/cross
διαγράφω - διέγραψα -
θα διαγράψω
I delete/erase/cross out
διαθέτω - διέθεσα -
θα διαθέσω
I use/afford/ bequeath/dispose
διαιρώ - διαίρεσα -
θα διαιρέσω
I divide/part/split/distribute
διακόπτω - διέκοψα -
θα διακόψω
I interrupt/break off
διαλέγω - διάλεξα -
θα διαλέξω
I choose/select/pick
διανυκτερεύω - διανυκτέρευσα -
θα διανυκτερεύσω
I stay up all night/spend the night
διαπιστώνω - διαπίστωσα -
θα διαπιστώσω
I realise/ascertain/make sure of
διαρκώ - διάρκεσα -
θα διαρκέσω
I last/endure/continue/carry on
διασκεδάζω - διασκέδασα -
θα διασκεδάσω
I amuse someone
διατηρώ - διατήρησα -
θα διατηρήσω
I keep/hold/maintain/preserve
διαφέρω - διέφερα -
θα διαφέρω
I am different
διαφημίζω - διαφήμισα -
θα διαφημίσω
I advertise/make known
διαφωνώ - διαφώνησα -
θα διαφωνήσω
I disagree
διδάσκω - δίδαξα -
θα διδάξω
I teach
δικαιολογώ - δικαιολόγησα -
θα δικαιολογήσω
I justify/excuse
δικαιώνω - δικαίωσα -
θα δικαιώσω
I vindicate/side with/justify
δίνω - έδωσα -
θα δώσω
I give
διοργανώνω - διοργάνωσα -
θα διοργανώσω
I organise
διορθώνω - διόρθωσα -
θα διορθώσω
I correct/fix
διπλώνω - δίπλωσα -
θα διπλώσω
I fold/wrap
διστάζω - δίστασα -
θα διστάσω
I hesitate/doubt
διψώ (άω) - δίψασα -
θα διψάσω
I am thirsty
διώκω - δίωξα -
θα διώξω
I chase/pursue(career)/expel/persecute
διώχνω - έδιωξα -
θα διώξω
I expel/send away/dismiss/shoo/chase away
δοκιμάζω - δοκίμασα -
θα δοκιμάσω
I try on/taste
δολοφονώ - δολοφόνησα -
θα δολοφονήσω
I murder (2)
δουλεύω - δούλεψα -
θα δουλέψω
I work
δυσπιστώ - δυσπιστούσα -
θα
I distrust
δωρίζω - δώρισα -
θα δωρίσω
I donate/offer
εγκαθιστώ - εγκατέστηρα -
θα εγκαταστίσω
I install
ειδοποιώ - ειδοποίησα -
θα ειδοποιήσω
I inform/notify
είμαι - ήμουν -
θα είμαι
I am / (to be)
εκδηλώνω - εκδήλωσα -
θα εκδηλώσω
I show/express/display/manifest
εκνευρίζω - εκνεύρισα -
θα εκνευρίσω
I irritate
εκτελώ - εκτέλεσα -
θα εκτελέσω
I perform/execute/carry out
εκτρέπω - εξέτρεψα -
θα εκτρέψω
I divert/deflect/deviate
εκφράζω - έκφρασα -
θα εκφράσω
I express/reveal
ελέγχω - έλεγξα -
θα ελέγξω
I check/test/control
ελπίζω - ήλπισα -
θα ελπίσω
I hope/wish for
εμπλουτίζω - εμπλούτισα -
θα εμπλουτίσω
I enrich
εμποδίζω - εμπόδισα -
θα εμποδίσω
I prevent/hinder/obstruct
εμφανίζω - εμφάνισα -
θα εμφανίσω
I show/present/reveal
ενημερώνω - ενημέρωσα -
θα ενημερώσω
I inform/update
ενθυμίζω - ενθύμισα -
θα ενθυμίσω
I remind/bring to mind
ενισχύω - ενίσχυσα -
θα ενισχύσω
I reinforce/confirm/strengthen
εννοώ - εννόησα -
θα εννοήσω
I mean/intend
ενοχλώ - ενόχλησα -
θα ενοχλήσω
I bother/disturb/ annoy
εντυπωσιάζω - εντυπωσίασα -
θα εντυπωσιάσω
I impress
ενώνω - ένωσα -
θα ενώσω
I join/unite
εξακολουθώ - εξακολούθησα -
θα εξακολουθήσω
I continue/go on
εξαπατάω - εξαπάτησα -
θα εξαπατήσω
I cheat/deceive
εξαργυρώνω - εξαργάρωσα -
θα εξαργυρώσω
I cash/redeem
εξασφαλίζω - εξασφάλισα -
θα εξασφαλίσω
I make certain/ensure/book/reserve
εξαφανίζω - εξαφάνισα -
θα εξαφανίσω
I eliminate/make disappear
εξερευνώ - εξερεύνησα -
θα εξερευνήσω
I explore
εξετάζω - εξέτασα -
θα εξετάσω
I examine
εξηγώ - εξήγησα -
θα εξηγήσω
I explain
εξοικονομώ - εξοικονόμησα -
θα εξοικονομήσω
I save/economise
εξορίζω - εξόρισα -
θα εξορίσω
I banish/exile
εξυπηρετώ - εξυπηρέτησα -
θα εξυπηρετήσω
I serve/assist/be of help
επαναλαμβάνω - επανέλαβα -
θα επαναλάβω
I repeat
επανορθώνω - επανόρθωσα -
θα επανορθώσω
I redress/ rectify/ restore/make up for
επιβεβαιώνω - επιβεβαίωσα -
θα επιβεβαιώσω
I confirm
επιβιώνω - επιβίωσα -
θα επιβιώσω
I survive
επιδεικνύω - επέδειξα -
θα επιδείξω
I show off
επικοινωνώ - επικοινώνησα -
θα επικοινωνήσω
I communicate
επιλέγω - επέλεξα -
θα επιλλέξω
I select/choose
επιμένω - επέμεινα -
θα επιμείνω
I insist/persist
επισκευάζω - επισκεύασα -
θα επισκευάσω
I repair/mend
επιστρέφω - επέστρεψα -
θα επιστρέψω
I return/come back/give back
επιτρέπω - επέτρεψα -
θα επιτρέψω
I allow /permit
ερευνώ - ερεύνησα -
θα ερευνήσω
I investigate/inquire/research
ετοιμάζω - ετοίμασα -
θα ετοιμάσω
I get ready/prepare/plan
έχω - είχα -
θα έχω
I have
ζεσταίνω - ζέστανα -
θα ζεστάνω
I warm/heat
ζηλεύω - ζήλεψα -
θα ζηλέψω
I am jealous /envy
ζητάω - ζήτησα -
θα ζητήσω
I look for/seek/ask for
ζυγίζω - ζύγισα -
θα ζυγίσω
I weigh
ζώ - έζησα -
θα ζήσω
I live
ζωγραφίζω - ζωγράφισα -
θα ζωγραφίσω
I paint/draw/depict
ηχογραφώ - ηχογράφησα -
θα ηχογραφήσω
I record (sound)
θάβω - έθαψα -
θα θάψω
I bury
θαμπώνω - θάμπωσα -
θα θαμπώσω
I amaze/dazzle
θαυμάζω - θαύμασα -
θα θαυμάσω
I admire/wonder
θέλω - θέλησα/ήθελα -
θα θελήσω/θέλω
I want
θερίζω - θέρισα -
θα θερίσω
I reap/mow/harvest
θέτω - έθεσα -
θα θέσω
I put/place/set
θεωρώ - θεώρησα -
θα θεωρήσω
I consider/regard/think
θρηνώ - θρήνησα -
θα θρηνήσω
I mourn/lament
θρυμματίζω - θρυμμάτισα -
θα θρυμματίσω
I shatter/break into pieces
θυμίζω - θύμισα -
θα θυμίσω
I remind
θυμώνω - θύμωσα -
θα θυμώσω
I get angry
ιδρώνω - ίδρωσα -
θα ιδρώσω
I perspire
ικανοποιώ - ικανοποιήσα -
θα ικανοποιήσω
I satisfy
ιχνηλατώ - ιχνηλατούσα -
θα ιχνηλατώ
I track down
καθαρίζω - καθάρισα -
θα καθαρίσω
I clean/clear/settle (account)
καίω - έκαψα -
θα κάψω
I burn
καλλιεργώ - καλλιέργησα -
θα καλλιεργήσω
I cultivate
καλοπερνάω - καλοπέρασα -
θα καλοπεράσω
I enjoy/have fun
καλοπιάνω - καλόπιασα -
θα καλοπιάσω
I coax/cajole/humour/get around/wheedle
καλώ - κάλεσα -
θα καλέσω
I invite
καμαρώνω - καμάρωσα -
θα καμαρώσω
I take pride in
κανονίζω - κανόνισα -
θα κανονίσω
I arrange/settle/regulate
κάνω - έκανα -
θα κάνω
I do/make
καπνίζω - κάπνισα -
θα καπνίσω
I smoke
καρφώνω - κάρφωσα -
θα καρφώσω
I nail
καταθέτω - κατέθεσα -
θα καταθέσω
I deposit/put down/testify
κατακαίω - κατάκαψα -
θα κατακάψω
I burn
καταλαβαίνω - κατάλαβα -
θα καταλάβω
I understand
καταλήγω - κατέληξα -
θα καταλήξω
I end in/result in/ terminate
καταναλώνω - κατανάλωσα -
θα καταναλώσω
I consume
καταπίνω - κατάπια -
θα καταπιώ
I swallow/gulp down
καταστρέφω - κατέστρεψα -
θα καταστρέψω
I destroy/ruin
κατατρώγω - κατέφαγα -
θα καταφάω
I erode/eat away
καταφέρνω - κατάφερα -
θα καταφέρω
I achieve/manage/succeed/persuade/beat/win
κατεβαίνω - κατέβηκα -
θα κατεβώ
I descend/go down
κατευθύνω - κατεύθυνα -
θα κατευθύνω
I direct/guide
κατηγορώ - κατηγόρησα -
θα κατηγορήσω
I accuse/blame/criticise
κατοικώ - κατοίκησα -
θα κατοικήσω
I live/reside/stay/inhabit
κατσουφιάζω - κατσούφιασα -
θα κατσουφιάσω
I sulk/frown/scowl
κελαηδώ - κελάηδησα -
θα κελαηδήσω
I sing/twitter/warble
κερδίζω - κέρδισα -
θα κερδίσω
I win/gain/earn/profit
κερνώ (άω) - κέρασα -
θα κεράσω
I treat/buy for