Mounce Chap 35 Flashcards
ἁγιάζω
*ἁγιαδ (28)
I consecrate, sanctify
——, ἡγίασα, ——, ἡγίασμαι, ἡγιάσθην
ἁμαρτάνω
*ἁμαρτ (43)
I sin
ἁμαρτήσω, ἥμαρτον or ἡμάρτησα, ἡμάρτηκα, ——, ——
ἁμαρτωλός, -όν
*ἁμαρτωλο (47)
adjective: sinful
noun: sinner
ἀνάστασις, -εως, ἡ
*ἀναστασι̯ (42)
resurrection
ἀπαγγέλλω
ἀπό + *ἀγγελ (45)
I report; tell
(ἀπήγγελλον), ἀπαγγελῶ, ἀπήγγειλα, ——, ——, ἀπηγγέλην
διακονέω
*διακονε (37)
I serve
(διηκόνουν), διακονήσω, διηκόνησα, ——, ——, διηκονήθην
διακονία, -ας, ἡ
*διακονια (34)
service
δικαιόω
*δικαιο (39)
I justify; vindicate
δικαιώσω, ἐδικαίωσα, ——, δεδικαίωμαι, ἐδικαιώθην
θλῖψις, -εως, ἡ
*θλιψι̯ (45)
affliction, tribulation
ἱλαστήριον, -ου, τό
*ἱλαστηριο (2)
propitiation, expiation, place of atonement
σταυρόω
*σταυρο (46)
I crucify
σταυρώσω, ἐσταύρωσα, ——, ἐσταύρωμαι, ἐσταυρώθην
σωτήρ, -ῆρος, ὁ
*σωτηρ (24)
savior; deliverer
σωτηρία, -ας, ἡ
*σωτηρια (46)
salvation; deliverance
φανερόω
*φανερο (49)
I reveal, make known
φανερώσω, ἐφανέρωσα, ——, πεφανέρωμαι, ἐφανερώθην
φόβος, -ου, ὁ
*φοβο (47)
fear; reverence