Mounce Chap 34 Flashcards
δίδωμι
*δο (415)
I give; entrust
(ἐδίδουν), δώσω, ἔδωκα, δέδωκα, δέδομαι, ἐδόθην
ἔθνος, -ους, τό
*ἐθνες (162)
singular: nation
plural: the gentiles
λοιπός, -ή, -όν
*λοιπο (55)
adjective: remaining
noun: (the) rest
adverb: for the rest, henceforth
Μωϋσῆς, -έως, ὁ
*μωϋση (80)
Moses
Μωϋσῆς has an irregular declension pattern: Μωϋσῆς, Μωϋσέως, Μωϋσεῖ, Μωϋσῆν.
παραδίδωμι
παρά + *δο (119)
I deliver, entrust; hand over
(παρεδίδουν), παραδώσω, παρέδωκα, παραδέδωκα, παραδέδομαι, παρεδόθην
πίπτω
*πετ (90)
I fall
(ἔπιπτον), πεσοῦμαι, ἔπεσον or ἔπεσα, πέπτωκα, ——, ——
πίπτω has both a second (ἔπεσον) and a first (ἔπεσα) aorist.
ὑπάρχω
ὑπό + *ἀρχ (60)
I am; exist
(ὑπῆρχον), ——, ——, ——, ——, ——
τά ὑπάρχοντα means “one’s belongings.” ὑπάρχω can take a predicate nominative, like εἰμί and γίνομαι.