mes mots - S5 Flashcards
maladroit(e) # adroit
αδέξιος, άγαρμποσ
gonfler
διογκώνω / μπαφιάζω
où se recruite la majorité
où l’on trouve la majorité
tranche (la)
φέτα / ηλικιακή μερίδα
la montée en puissance
η δυναμική άνοδος
avec des cadeaux à la clé
cadeaux inclus
qui plus est
κατά το πλείστον
affirmer
διαβεβαιώνω
de la première heure
από την πρώτη στιγμή
surabondance (la)
αφθονία
aînés
οι μεγαλύτεροι
ils se repèrent vite
βρίσκουν το δρόμο τους / προσονατολίζονται
point de repère
σημείο αναφοράς
se servir de
χρησιμοποιώ
alimenter
τροφοδοτώ
la lubie
caprice / folie
engouement
enthousiasme
interminable
ατελείωτος
abriter
στεγάζω
quels que soient
όποιοι κι αν είναι
s’isoler
απομονώνομαι
faire l’apprentissage
μαθαίνω
à la fois seuls derrière leur écran et ensemble sur le Net
ταυτόχρονα…
édicter
θεσπίζω / ορίζω
lors de leurs discussions
κατά τη διάρκεια των …
les liens sociaux
κοινωνικοί δεσμοί
notamment
κυρίως
se forcer / j’ai de problème
ζορίζομαι
mettre l’accent sur
τονίζω
à l’instar = à l’exemple
ακολουθώντας το παράδειγμα
remarque (la)
παρατήρηση
commentaire (le)
σχόλιο
convoquer / convoqué
καλώ κάποιον
j’ai du mal à comprendre
δυσκολεύομαι να καταλάβω
manifester
διαδηλώνω, εκδηλώνω
manifestant
διαδηλωτής
faire d’une pierre deux coups
μ’ένα σμπάρο 2 τριγόνια
caissier / caissière
ταμίας
grande surface = grande distribution
πολυκαταστήματα
un cours de soutien / des cours privés / particuliers
φροντιστηριακό μάθημα, ιδιαίτερο
passer un coup de fil = téléphoner
τηλεφωνώ
expulser un élève
αποβάλλω μαθητή
avorter
αποβάλλω κύηση
elle a fait une fausse couche
απέβαλε
crèche (la) = berceau (le)
κούνια
proviseur (le)
λυκειάρχης
principal (le)
γυμνασιάρχης
avoir confiance en lui / faire confiance à lui
εμπιστεύομαι
profiter de l’instant présent
.
Le seul vrai luxe que je me sois accordé dans la vie; c’est de prendre mon temps
.
perpétuel / perpétuelle
συνεχής, αέναος
ce texte évoque le manque de temps
Αυτό το κείμενο θίγει…
un artiste en herbe
αναδυόμενος καλλιτέχνης
unanime
ομόθυμος, ομόφωνος
en faveur du plan
υπέρ
scinder
μοιράζω, χωρίζω, διανέμω, διαιρώ, διχάζω