ETIMOLÓGICO (a) Flashcards
abad
= ηγούμενος, αββάς
ábaco
άβαξ
abadía
= μοναστήρι, αββαείον
abajo
= κάτω
abalanzar, ~se
= ισορροπώ, αντισταθμίζω |
εκτοξεύω ||
~ ορμώ
abalorio
= glass bead
χάντρα;
abanderado
= standard-bearer
1)σημαιοφόρος, 2) outstanding leader
abanderar
=
abandonar
= εγκαταλείπω,
αφίνω
abanico
= βεντάλια
> abanicar = αερίζω με β.
abaratar
= υποτιμώ,
ελαττώνω τιμή
abarcar
= αγκαλιάζω,
ασπάζομαι,
εναγκαλίζομαι
abarrotar
= to pack (sala, teatro)
> abarrotado, -a = crammed, packed
abarrotes
= groceries ≈ comestibles || grocery store (grocer s)
abarrotero
= μπακάλης, παντοπώλης
abastecer
= εφοδιάζω,
προμηθεύω,
χορηγώ
abasto
= εφόδιο,
προμήθεια
abatir, ~se
= to knock down (e.g. muro, edificio),
to bring down (e.g. pájaro, avión) ||
~ get depressed (=deprimirse)
abdicar
= απαρνούμαι |
παραιτούμαι |
αφήνω
abdomen
= κοιλιά,
υπογάστριο (επί ζώων)
abducción
=
abecé
= αλφαβήτα
abecedario
= αλφάβητ(αριο)
abedul
= συμήδα
=birch
abeja
= μέλισσα
aberración
= παρέκκλιση |
διάθλαση
aberrar
= παρεκκλίνω
abertura
= άνοιγμα |
ειλικρίνεια
abeto
= ελάτη
=fir, fir tree
abierto
= open
abigarrado
= multicolored
abigeo
=
abismo
= abyss
abjurar
= to abjure
e.g. abjuró de su herejía = he recanted his heresy
ablación
=
ablandar
= to soften,
to tenderize
(=απαλύνω, μαλακώνω | μετριάζω)
ablativo
= αφαιρετική
ablución
= ablution
(=
abnegación
= self-denial,
abnegation
(= αυτοθυσία, απάρνηση)
abnegar
=
abobar
=
ηλίθιος, βλάκας = abobado
abocar
=
abocarse = dedicarse, dirigirse
abocinar
=
abochornar
= θερμαίνω
abofetear
= χαστουκίζω,
κολαφίζω ||
πασαλείβω
abogacía
ejercer la abogacía = to practice law
abogado
= lawyer, solicitor (en general)
ante un tribunal superior :
attorney (US)
barrister (UK)
abolengo
= ancestry,
descent
e.g. de rancio abolengo = of noble ancestry
abolición
= κατάργηση
abolir
= καταργώ
abollar
= βαθουλώνω |
οδοντώνω |
γλύφω
to dent
abomaso
=
abominable
= abominable
απεχθής, φρικτός
abominar
= βδελύσσομαι,
σιχαίνομαι
to detest, abominate
abonado
= subscriber |
consumer |
season-ticket holder
abonar
= πιστώνω, ενεργώ πληρωμή,
to pay, to credit ||
to fertilize
abonarse
= to subscribe to
abordar
= πατώ, επιβαίνω (επί πλοίου) ||
πλησιάζω ||
αναλαμβάνω
to tackle, deal with
aborigen
= aboriginal,
indigenous
aborrecer
= απεχθάνομαι,
αποτροπιάζομαι,
μισώ
to detest, loathe
abortar
= miscarry |
have an abortion
aborto
= miscarriage
abortion
abotonar
= to button up
do up
abrasar
= καίω, (απο)ξηραίνω
to burn (quemar)