Chapter 9, vocabulary Flashcards
ἀμαθία, ἀμαθίας, ἡ
ignorance, stupidity
ἀνδρεία, ἀνδρείας, ἡ
manliness; courage
δικαιοσύνη, δικαιοσύνης, ἡ
justice
σωφροσύνη, σωφροσύνης, ἡ
moderation
τρόπος, τρόπου, ὁ
manner; habit; pl. character
τέλος, τέλους, τό
end, purpose; power
φρόνησις, φρονήσεως, ἡ
intelligence, understanding
τίς, τί
who, what; which (interrogative pron./ adj.)
τις, τι
someone, something; anyone, anything; some, any (indef. pron. / adj.)
διαφθείρω, διαφθερῶ, διέφθειρα, διέφθαρκα / διέφθορα, διέφθαρμαι, διεφθάρην
destroy (utterly); corrupt, ruin
ἕπομαι, ἕψομαι, ἑσπόμην, — , — , — (+ dat.)
follow (+ dat.)
λαμβάνω, λήψομαι, ἔλαβον, ἔληφα, ἔιλημμαι, ἐλήφθην
take, seize; understand; receive; middle, take hold (of) (+ gen.)
δίκην λαμβάνειν
to exact punishment
ὑπολαμβάνω, ὑπολήψομαι, ὑπέλαβον, ὑπείληφα, ὑπείλημμαι, ὑπελήφθην
take up, reply; suppose
μένω, μενῶ, ἔμεινα, μεμένηκα, — , —
remain, stay; trans. await