3 - vocabulary Flashcards
1
Q
γαῖα ᾱς ἡ
e; l
A
earth; land
2
Q
γῆ ῆς ἡ
e; l
A
earth; land
3
Q
ξένος ου ὁ
h, g, g-f; s, f
A
host, guest, guest-friend; stranger, foreigner
4
Q
οὐρανός οῦ ὁ
h
A
heaven
5
Q
πόνος ου ὁ
l, t; d, s
A
labor, toil; distress, suffering
6
Q
σύμμαχος ου ὁ
a
A
ally
7
Q
ἄρχω ἄρξω ἤρξα ἦρχα ἦργμαι ἤρχθην (+gen.)
r; (mid.) b
A
rule; (mid.) begin
8
Q
διδάσκω διδάξω ἐδίδαξα δεδίδαχα δεδίδαγμαι ἐδιδάχθην
t; e; (mid.) c (s) t b t
A
teach; explain; (mid.) cause (someone) to be taught
9
Q
ἐθέλω / θέλω ἐθελήσω ἠθέλησα ἠθέληκα — —
b w, w
A
be willing, wish
10
Q
λέγω λέξω ἔλεξα / εἶπον — λέλεγμαι ἐλέχθην
s; s (o), t (o), r; c; m
A
say; speak (of), tell (of), recount; call; mean
11
Q
μέλλω μελλήσω ἐμέλλησα — — —
i, b a, b l (+inf.)
A
intend, be about, be likely (+inf.)
12
Q
παύω παύσω ἔπαυα πέπαυκα πέπαυμαι ἐπαύθην
s (t); (mid.) s (i), c
A
stop (trans.); (mid.) stop (intrans.), cease
13
Q
πείθω πείσω ἔπεισα πέπεικα πέπεισμαι ἐπείσθην
p; (mid.) o; h; b (+dat.)
A
persuade; (mid.) obey; heed; believe (+dat.)
14
Q
πέμπω πέμψω ἔπεμψα πέπομφα πέπεμμαι ἐπέμφθην
s
A
send
15
Q
αἰσχρός ά όν
s; u
A
shameful; ugly