Vocabulario Griego V Vocabulario Alfa Flashcards
άγαλλιάω
regocijarse
άγανακτέω, ___, ἠγανάκτησα
indignarse
άγαπάω, άγαπήσω, ἠγάπησα, ἠγάπηκα, ἠγάπημμαι, ἠγαπήθην
amar
άγγαρεύω, άγγαρεύσω, άἠγγάρευσα
obligar
άγγέλλω, άγγελῶ, ἤγγειλα, ἤγγελκα, ἤγγελμμαι, ἠγγέλην
anunciar
ἁγιάζω, ___, ἡγίασα, ___, ἡγίασμμαι, ἡγιάσθην
santificar
ἁγνίζω, ___, ἣγνισα, ἣγνικα, ἣγνισμμαι, ἡγνίσθην
purificar
ἁγνοέω, ___, ἠγνόησα
desconocer
ἁγοράζω, ___, ἠγόρασα, ___, ἠγόρασμμαι, ἠγοράσθην
comprar
ἁγρεύω, ___, ἤγρευσα
atrapar
ἄγω, ἄξω, ἤγαγον (ἦξα), ἦχα, ἦμμαι, ἤχθην
traer, conducir
ἁδικέω, ἁδικήσω, ἠδίκησα, ___, ___, ἠδικήθην
hacer mal
ἁδυνατέω, δυνατήσω
ser imposible
ἁθετέω, ἁθετήσω, ἠθέτησα
rechazar
αἰνέω, αἰνέσω, ᾔνεσα
alabar
αἱρέω, αἱρήσω, εἷλον (εἷλα), ᾕρηκα, ᾕρημμαι, ᾑρέθην
llevar
αἴρω,, ρῶ, ἦρα, ἦρκα, ἦρμμαι, ἤρθην
levantar
αἰσθάνομμαι,, ___, ᾐσθόμμην
percibir
αἰσχύνω,, ___, ___, ___, ___, ᾐσχύνθην
avergonzarse
αἰτέω, αἰτήσω, ᾔτησα, ᾔτηκα, ᾔτημμαι, ᾐτήθην
pedir
άκολουθέω, άκολουθήσω, ἠκολούθησα, ἠκολούθηκα
seguir
άκούω, άκούσω, ἤκουσα, κήκοα, ἤκουσμμαι, ἠκούσθην
oír
άλείφω, άλείψω, ἤλειψα
ungir
άλλάσσω, άλλάξω, ἤλλαξα, ἤλλαχα, ἤλλαγμμαι, ἠλλάγην
cambiar
ἁμαρτάνω, ἁμμαρτήσω, ἡμμάρτησα (ἣμμαρτον), ἡμμάρτηκα
pecar
άμμελέω, ___, ἠμμέλησα
descuidar
άμφιένυμι, ἠμμφίεσμαι
vestir
άναγκάζω, ἠγάγκασα, ἠναγκάσθην
obligar, forzar
άναθεματίζω, άνεθεμάτισα
maldecir
άναλίσκω, άνήλωσα, άνηλώθην
consumir
άνατέλλω, άνέτειλα, άνατέταλκα
salir, resplandecer, amanecer
άνοίγω, άνοίξω, ἤνοιξα (άνεῳξα, ἠνέῳχα), άνέῳγα, άνέῳγμμαι (ἠνέῳγμμαι),
ἠνοίχθην (άνεῴχθην, ἠνεῴχθην)
abrir
άντλέω, ἤντλησα, ἤντληκα
sacar (agua)
άξιόσω, άξιώσω, ἠξίωσα, ἠξίωκα, ἠξίωμμαι, ἠξιώθην
considerar digno
άπαντάω, άπαντήσω, άπήντησα, άπήντηκα, άπήντημαι, άπηντήθην
encontrar
άπατάω, ἠπατήθην
engañar
άπειθέω, ἠπείθησα
no creer
άπειλέω, άπειλήσω, ἠπείλησα
amenazar
άπιστέω, ἠπίστησα
no creer
άποκεφαλίζω, άπεκεφάλισα
decapitar
άποκτείνω, άποκτενῶ, άπέκτεινα, άπεκτάνθην
matar
άπόλλυμι, άπολέσω (άπολῶ), άπώλεσα, άπολώλεκα (άπόλωλα)
destruir
άπολογέομμαι, άπελογησάμμην, άπελογήθην
defenderse
άποστερέω, άπεστέρησα, άπεστέρημμαι
estafar
ἅπτω, ἧψα
encender, tocar
άπωθέω, άπωσάμην
rechazar, hacer a un lado
άρέσκω, ἤρεσα
agradar
άριθμμέω, ἠρίθμμησα, ___, ἠρίθμμημμαι
contar
άριστάω, ἠρίστησα
comer
ἁρμμόζω, ἣρμμοσα
juntar, juntarse, dar en matrimonio
ἁνέομμαι, ἁρνήσομμαι, ἠρνησάμμην, ἤρνημμαι, ἠρνήθην
negar
ἁρπάζω, ἁρπάσω, ἣρπασα, ἣρπακα, ___, ἡρπάσθην (ἡρπάγην)
agarrar
ἄρχω, ἄρξω, ἦρξα
regir (med. empezar)
ἁσεβέω, ἠσέβησα
ser impío
ἁσθενέω, ἠσθένησα, ἠσθενηκα
estar enfermo, débil
ἁσπάζομαι, ἠσπασάμην
saludar
ἁστοχέω, ἠστόχησα
errar, fallar
ἁστράπτω, ἤστραψα
resplandecer, brillar
ἁσφαλίζω, ἠσφαλισάμμην, ἠσφαλίσθην
asegurar, sujetar
ἁτακτέω, ἠτάκτησα
ser incorregible, perezoso
ἁτενίζω, ἠτένισα
fijar los ojos en
ἁτιμάζω, ἠτίμασα, ἠτιμάσθην
deshonrar
αὐγάζω, ηὔγασα
brillar
αὐλέω, ηὔλησα
tocar la flauta
αὐλίζομμαι, ηὐλίσθην
pasar la noche
αὐξάνω, αὐξήσω, ηὔξησα, ηὐξήθην
crecer
ἁφορίζω, ἁφορίσω, ἁφώρισα, ἁφώρικα, ἁφώρισμμαι, ἁφωρίσθην
separar