Verbs - Passive - Gk to Eng Random Flashcards

1
Q

επισκέφτομαι (or π) - επισκέφτηκα -

θα επισκεφτώ

A

I visit

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
2
Q

γεννιέμαι - γεννήθηκα -

θα γεννηθώ

A

I am born

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
3
Q

στενοχωριέμαι - στενοχωρέθηκα (or ήθ) -

θα στενοχωρηθώ

A

I worry/am worried

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
4
Q

ντρέπομαι - ντράπηκα -

θα ντραπώ

A

I am embarrassed/ shy/ ashamed

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
5
Q

παραδέχομαι - παραδέχτηκα -

θα παραδεχτώ

A

I admit/accept

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
6
Q

πρόκειται - -

θα πρόκειται

A

it is about

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
7
Q

ασχολούμαι - ασχολήθηκα -

θα ασχοληθώ

A

I am occupied/involved/work on

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
8
Q

δροσίζομαι - δροσίστηκα -

θα δροσιστώ

A

I cool down, relieve thirst

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
9
Q

συνέρχομαι - συνήλθα -

θα συνέλθω

A

I recover

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
10
Q

γυμνάζομαι - γυμνάστηκα -

θα γυμναστώ

A

I exercise myself

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
11
Q

υπόσχομαι - υποσχέθηκα -

θα υποσχεθώ

A

I promise

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
12
Q

συγχωρούμαι - συγχωρήθηκα -

θα συγχωρηθώ

A

I excuse myself

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
13
Q

θυμάμαι - θυμήθηκα -

θα θυμηθώ

A

I remember

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
14
Q

διασκεδάζομαι - διασκεδάστηκα -

θα διασκεδαστώ

A

I am amused/ be amused

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
15
Q

κοιμάμαι - κοιμήθηκα -

θα κοιμηθώ

A

I sleep

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
16
Q

έρχομαι - ήρθα -

θα ερθώ

A

I come

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
17
Q

αγκυλώνομαι - αγκυλώθηκα -

θα αγκυλωθώ

A

I get stung

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
18
Q

λέγομαι - λέχθηκα -

θα λεχθώ

A

I am called/named

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
19
Q

εξαφανίζομαι - εξαφανίστηκα -

θα εξαφανιστώ

A

I disappear

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
20
Q

ωφελούμαι - ωφελήθηκα -

θα ωφεληθώ

A

I benefit from

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
21
Q

ετοιμάζομαι - ετοιμάστηκα -

θα ετοιμαστώ

A

I get myself ready

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
22
Q

συνεννοούμαι - συνεννοήθηκα -

θα συνεννοηθώ

A

I agree/come to an understanding

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
23
Q

αγαπιέμαι - αγαπήθηκα -

θα αγαπηθώ

A

I am loved

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
24
Q

φαντάζομαι - φαντάστηκα -

θα φανταστώ

A

I imagine/suppose

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
25
ενδιαφέρομαι - ενδιαφέρθηκα - | θα ενδιαφερθώ
I am interested in
26
ξυρίζομαι - ξυρίστηκα - | θα ξυριστώ
I shave myself
27
πλένομαι - πλύθηκα - | θα πλυθώ
I wash myself
28
φαίνομαι - φάνηκα - | θα φάνω
I seem/appear/look
29
περιποιούμαι - περιποιήθηκα - | θα περιποιηθώ
I tend to/take care of
30
στηρίζομαι - στηρίχτηκα - | θα στηριχτώ
I rely/ support/ lean on
31
χρειάζομαι - χρειάστηκα - | θα χρειαστώ
I need
32
συμβαίνει - συνέβηκε - | θα συμβεί
it happens/occurs
33
υποδέχομαι - υποδέχτηκα - | θα υποδεχτώ
I receive/ greet
34
εμφανίζομαι - εμφανίστηκα - | θα εμφανιστώ
I appear/seem
35
βρίσκομαι - βρέθηκα - | θα βρεθώ
I find myself/am situate
36
παντρεύομαι - παντρεύτηκα - | θα παντρευτώ
I marry
37
παραιτούμαι - παραιτήθηκα - | θα παραιτηθώ
I give up/quit/resign
38
τσακώνομαι - τσακώθηκα - | θα τσακωθώ
I quarrel
39
δέχομαι - δέχτηκα - | θα δεχτώ
I accept/receive
40
αφοσιώνομαι - αφοσιώθηκα - | θα αφοσιωθώ
I concentrate/dedicate myself
41
μπλέκομαι - μπλέχτηκα - | θα μπλεχτώ
I get involved
42
φοβάμαι - φοβήθηκα - | θα φοβηθώ
I fear
43
ερωτεύομαι - ερωτεύτηκα - | θα ερωτευτώ
I am loved/be in love with
44
χτυπιέμαι - χτυπήθηκα - | θα χτυπηθώ
I beat myself up
45
καθαρίζομαι - καθαρίστηκα - | θα καθαριστώ
I become clean
46
κρύβομαι - κρύφτηκα - | θα κρυφτώ
I hide myself
47
ζεσταίνομαι - ζεστάθηκα - | θα ζεσταθώ
I become hot
48
τακτοποιούμαι - τακτοποιήθηκα - | θα τακτοποιηθώ
I arrange/settle/put in order
49
κάθομαι - κάθισα - | θα καθίσω (κάτσω)
I sit
50
συναντιέμαι - συναντήθηκα - | θα συναντηθώ
I meet
51
αναρωτιέμαι - αναρωτήθηκα - | θα αναρωτηθώ
I ask myself /wonder
52
λυπάμαι - λυπήθηκα - | θα λυπηθώ
I am sorry
53
απαγορεύεται - απαγορεύτηκε - | θα απαγορευτεί
It is forbidden (3rd person - it)
54
ταλαιπωρούμαι - ταλαιπωρήθηκα - | θα ταλαιπωρηθώ
I am distressed
55
αρνούμαι - αρνήθηκα - | θα αρνηθώ
I deny/refuse
56
εξαρτιέμαι/ώμαι - εξαρτήθηκα - | θα εξαρτηθώ
I depend on
57
χτενίζομαι - χτενίστηκα - | θα χτενιστώ
I comb
58
νικιέμαι - νικήθηκα - | θα νικηθώ
I am defeated
59
γίνομαι - έγινα - | θα γίνω
I become/happen
60
μπερδεύομαι - μπερδεύτηκα - | θα μπερδευτώ
I become confused
61
ικανοποιούμαι - ικανοποιήθηκα - | θα ικανοποιηθώ
I am satisfied
62
χασμουριέμαι - χασμουρήθηκα - | θα χασμουρηθώ
I yawn
63
χρησιμοποιούμαι - χρησιμοποιήθηκα - | θα χρησιμοποιηθώ
I use
64
κλέβομαι - κλέφτηκα - | θα κλεφτώ
I elope
65
εξυπηρετούμαι - εξυπηρετήθηκα - | θα εξυπηρετηθώ
I am attended/served
66
ξεχνιέμαι - ξεχάστηκα - | θα ξεχαστώ
I forget myself
67
διηγούμαι - διηγήθηκα - | θα διηγηθώ
I relate/tell
68
ξεκουράζομαι - ξεκουράστηκα - | θα ξεκουραστώ
I rest (myself)
69
στέκομαι - στάθηκα - | θα σταθώ
I stand
70
σκέφτομαι - σκέφτηκα - | θα σκεφτώ
I think
71
απασχολούμαι - απασχολήθηκα - | θα απασχοληθώ
I am occupied with
72
βαριέμαι - βαρέθηκα - | θα βαρεθώ
I am bored
73
ζαλίζομαι - ζαλίστηκα - | θα ζαλιστώ
I become sea-sick/am dizzy
74
φοριέται - φορέθηκε - | θα φορεθεί
It is worn
75
συναισθάνομαι - συναισθάνθηκα - | θα συναισθανθώ
I realise/am aware
76
γελιέμαι - γελάστηκα - | θα γελαστώ
I am deceived/misled
77
εύχομαι - ευχήθηκα - | θα ευχηθώ
I wish, give blessing
78
χαίρομαι - χάρηκα - | θα χαρώ
I am glad
79
ξαφνιάζομαι - ξαφνιάστηκα - | θα ξαφνιαστώ
I am taken aback
80
τραβιέμαι - τραβήχθηκα (or κτ) - | θα τραβηχτώ
I am pulled
81
ρωτιέμαι - ρωτήθηκα - | θα ρωτηθώ
I ask myself
82
ντύνομαι - ντύθηκα - | θα ντυθώ
I dress
83
παραπονιέμαι - παραπονέθηκα - | θα παραπονεθώ
I complain
84
σηκώνομαι - σηκώθηκα - | θα σηκωθώ
I get up
85
ισχυρίζομαι - ισχυρίστηκα - | θα ισχυριστώ
I claim
86
χάνομαι - χάθηκα - | θα χαθώ
I get lost/disappear/perish
87
κουράζομαι - κουράστηκα - | θα κουραστώ
I tire/become tired
88
ενοχλούμαι - ενοχλήθηκα - | θα ενοχληθώ
I am annoyed/bothered
89
θλίβομαι - θλιβόμουν - | θα θλίβομαι
I grieve/sadden
90
ονειρεύομαι - ονειρεύτηκα - | θα ονειρευτώ
I dream
91
απογοητεύομαι - απογοητεύηκα - | θα απογοητευτώ
I become disappointed
92
στερούμαι - στερήθηκα - | θα στερηθώ
I am deprived of/lack
93
αδικούμαι - αδικήθηκα - | θα αδικηθώ
I am wronged
94
δικαιολογούμαι - δικαιολογήθηκα - | θα δικαιολογηθώ
I excuse myself
95
γεύομαι - γεύτηκα - | θα γευτώ
I taste/try
96
συγκινούμαι - συγκινήθηκα - | θα συγκινηθώ
I be moved/touched
97
αισθάνομαι - αισθάνθηκα - | θα αισθανθώ
I feel/sense
98
δανείζομαι - δανείστηκα - | θα δανειστώ
I borrow
99
εργάζομαι - εργάστηκα - | θα εργαστώ
I work
100
μορφώνομαι - μορφώθηκα - | θα μορφωθώ
I educate myself
101
βιάζομαι - βιάστηκα - | θα βιαστώ
I am in a hurry
102
φταρνίζομαι - φταρνίστηκα - | θα φταρνιστώ
I sneeze
103
ασκούμαι - ασκήθηκα - | θα ασκηθώ
I practise/excercise
104
πετάγομαι - πετάχτηκα | θα πεταχτώ
I jump up/leap up
105
σχηματίζομαι - σχηματίστηκα - | θα σχηματιστώ
I am formed/shaped
106
κολακεύομαι - κολακεύτηκα - | θα κολακευτώ
I am flattered/complimented
107
επωφελούμαι - επωφελήθηκα - | θα επωφεληθώ
I take advantage of
108
προσαρμόζομαι - προσαρμόστηκα - | θα ππροσαρμοστώ
I adjust myself to
109
γαργαλιέμαι - γαργαλήθηκα - | θα γαργαληθώ
I am ticklish
110
προσποιούμαι - προσποιήθηκα - | θα προσποιηθώ
I pretend/feign
111
σιχαίνομαι - σιχάθηκα - | θα σιχαθώ
I detest/loathe
112
αποκοιμάμαι - αποκοιμήθηκα - | θα αποκοιμηθώ
I nod off/go to sleep
113
περιέχομαι - περιεχόμουν - | θα περιέχομαι
be included/contain
114
δεσμεύομαι - δεσμεύτηκα - | θα δεσμευτώ
I commit/am committed to/am bound to
115
εγκλωβίζομαι - εγκλωβίστηκα - | θα εγκλωβιστώ
I get trapped
116
σέβομαι - σεβάστηκα - | θα σεβαστώ
I respect
117
αφιερώνομαι - αφιερώθηκα - | θα αφιερωθώ
I am dedicated/devoted to | I dedicate/devote myself to
118
κουνιέμαι - κουνήθηκα - | θα κουνηθώ
I move/shake myself / get a move on
119
επανέρχομαι - επανήλθα - | θα επανέλθω
I return/come again
120
κινούμαι - κινήθηκα - | θα κινηθώ
I move/bestir myself
121
νοιάζομαι - νοιάστηκα - | θα νοιαστώ
I care
122
ανακουφίζομαι - ανακουφίστηκα - | θα ανακουφιστώ
I am relieved/comforted/eased
123
βασίζομαι - βασίστηκα - | θα βασιστώ
I rely on/count on
124
πηγαινοέρχομαι - πηγαινοερχόμουν - | θα πηγαινοέρχομαι
I come and go
125
υποψιάζομαι - υποψιάστηκα - | θα υποψιαστώ
I suspect
126
λιάζομαι - λιάστηκα - | θα λιαστώ
I bask in the sun
127
συμπεριφέρομαι - συμπεριφέρθηκα - | θα συμπεριφερθώ
I behave
128
βεβαιώνομαι - βεβαιώθηκα - | θα βεβαιωθώ
I ensure/make certain
129
βρέχομαι - βράχηκα - | θα βραχώ
I get wet
130
εμπλουτίζομαι - εμπλουτίστηκα - | θα εμπλουτιστώ
I am enriched
131
κατευθύνομαι - κατευθύνθηκα - | θα κατευθυνθώ
I turn/go towards
132
μουσκεύομαι - μουσκεύτηκα - | θα μουσκευτώ
I get soaked
133
στρέφομαι - στράφηκα - | θα στραφώ
I turn around/face about
134
συλλαμβάνομαι - συνελήφθην - | θα συλληφθώ
I am arrested
135
πείθομαι - πείστηκα - | θα πειστώ
I am persuaded
136
συγκεντρώνομαι - συγκεντρώθηκα - | θα συγκεντρωθώ
I concentrate
137
εκνευρίζομαι - εκνευρίστηκα - | θα εκνευριστώ
I become irritated
138
επιβιβάζομαι - επιβιβάστηκα - | θα επιβιβαστώ
I embark
139
αποβιβάζομαι - αποβιβάστηκα - | θα αποβιβαστώ
I disembark
140
κατάγομαι - καταγόμουν - | θα κατάγομαι
I originate/come from
141
μεταφέρομαι - μεταφέρθηκα - | θα μεταφερθώ
I commute/am transported/relocated
142
ξεφορτώνομαι - ξεφορτώθηκα - | θα ξεφορτνωθώ
I get rid of/dispose of
143
παράγομαι - παράχθηκα - | θα παραχθώ
I produce/am derived from
144
περιορίζομαι - περιορίστηκα - | θα περιοριστώ
I am restricted/limited/confined
145
σχετίζομαι - σχετίστηκα - | θα σχετιστώ
I am acquainted with
146
τινάζομαι - τινάχτηκα - | θα τιναχτώ
I jerk/dash
147
μετακινούμαι - μετακινήθηκα - | θα μετακινηθώ
I commute
148
μουδιάζομαι - μουδιάστηκα - | θα μουδιαστώ
I become numb
149
περιφέρομαι - περιφέρθηκα - | θα περιφερθώ
I wander about
150
προέρχομαι - προήλθα - | θα προέλθω
I originate/come from
151
προσβάλλομαι - προσβλήθηκα - | θα προσβληθώ
I am offended
152
συνεπάγεται - συνεπαγόταν - | θα συνεπάγεται
I entails/affects/includes/has as a consequence
153
συγκρατούμαι - συγκρατήθηκα - | θα συγκρατηθώ
I control myself/oneself
154
εκτρέπομαι - εκτράπτηκα - | θα εκτραπώ
I digress/deviate/am led astray