Verbs - Passive - Gk to Eng Random Flashcards
επισκέφτομαι (or π) - επισκέφτηκα -
θα επισκεφτώ
I visit
γεννιέμαι - γεννήθηκα -
θα γεννηθώ
I am born
στενοχωριέμαι - στενοχωρέθηκα (or ήθ) -
θα στενοχωρηθώ
I worry/am worried
ντρέπομαι - ντράπηκα -
θα ντραπώ
I am embarrassed/ shy/ ashamed
παραδέχομαι - παραδέχτηκα -
θα παραδεχτώ
I admit/accept
πρόκειται - -
θα πρόκειται
it is about
ασχολούμαι - ασχολήθηκα -
θα ασχοληθώ
I am occupied/involved/work on
δροσίζομαι - δροσίστηκα -
θα δροσιστώ
I cool down, relieve thirst
συνέρχομαι - συνήλθα -
θα συνέλθω
I recover
γυμνάζομαι - γυμνάστηκα -
θα γυμναστώ
I exercise myself
υπόσχομαι - υποσχέθηκα -
θα υποσχεθώ
I promise
συγχωρούμαι - συγχωρήθηκα -
θα συγχωρηθώ
I excuse myself
θυμάμαι - θυμήθηκα -
θα θυμηθώ
I remember
διασκεδάζομαι - διασκεδάστηκα -
θα διασκεδαστώ
I am amused/ be amused
κοιμάμαι - κοιμήθηκα -
θα κοιμηθώ
I sleep
έρχομαι - ήρθα -
θα ερθώ
I come
αγκυλώνομαι - αγκυλώθηκα -
θα αγκυλωθώ
I get stung
λέγομαι - λέχθηκα -
θα λεχθώ
I am called/named
εξαφανίζομαι - εξαφανίστηκα -
θα εξαφανιστώ
I disappear
ωφελούμαι - ωφελήθηκα -
θα ωφεληθώ
I benefit from
ετοιμάζομαι - ετοιμάστηκα -
θα ετοιμαστώ
I get myself ready
συνεννοούμαι - συνεννοήθηκα -
θα συνεννοηθώ
I agree/come to an understanding
αγαπιέμαι - αγαπήθηκα -
θα αγαπηθώ
I am loved
φαντάζομαι - φαντάστηκα -
θα φανταστώ
I imagine/suppose
ενδιαφέρομαι - ενδιαφέρθηκα -
θα ενδιαφερθώ
I am interested in
ξυρίζομαι - ξυρίστηκα -
θα ξυριστώ
I shave myself
πλένομαι - πλύθηκα -
θα πλυθώ
I wash myself
φαίνομαι - φάνηκα -
θα φάνω
I seem/appear/look
περιποιούμαι - περιποιήθηκα -
θα περιποιηθώ
I tend to/take care of
στηρίζομαι - στηρίχτηκα -
θα στηριχτώ
I rely/ support/ lean on
χρειάζομαι - χρειάστηκα -
θα χρειαστώ
I need
συμβαίνει - συνέβηκε -
θα συμβεί
it happens/occurs
υποδέχομαι - υποδέχτηκα -
θα υποδεχτώ
I receive/ greet
εμφανίζομαι - εμφανίστηκα -
θα εμφανιστώ
I appear/seem
βρίσκομαι - βρέθηκα -
θα βρεθώ
I find myself/am situate
παντρεύομαι - παντρεύτηκα -
θα παντρευτώ
I marry
παραιτούμαι - παραιτήθηκα -
θα παραιτηθώ
I give up/quit/resign
τσακώνομαι - τσακώθηκα -
θα τσακωθώ
I quarrel
δέχομαι - δέχτηκα -
θα δεχτώ
I accept/receive
αφοσιώνομαι - αφοσιώθηκα -
θα αφοσιωθώ
I concentrate/dedicate myself
μπλέκομαι - μπλέχτηκα -
θα μπλεχτώ
I get involved
φοβάμαι - φοβήθηκα -
θα φοβηθώ
I fear
ερωτεύομαι - ερωτεύτηκα -
θα ερωτευτώ
I am loved/be in love with
χτυπιέμαι - χτυπήθηκα -
θα χτυπηθώ
I beat myself up
καθαρίζομαι - καθαρίστηκα -
θα καθαριστώ
I become clean
κρύβομαι - κρύφτηκα -
θα κρυφτώ
I hide myself
ζεσταίνομαι - ζεστάθηκα -
θα ζεσταθώ
I become hot
τακτοποιούμαι - τακτοποιήθηκα -
θα τακτοποιηθώ
I arrange/settle/put in order
κάθομαι - κάθισα -
θα καθίσω (κάτσω)
I sit
συναντιέμαι - συναντήθηκα -
θα συναντηθώ
I meet
αναρωτιέμαι - αναρωτήθηκα -
θα αναρωτηθώ
I ask myself /wonder
λυπάμαι - λυπήθηκα -
θα λυπηθώ
I am sorry
απαγορεύεται - απαγορεύτηκε -
θα απαγορευτεί
It is forbidden (3rd person - it)
ταλαιπωρούμαι - ταλαιπωρήθηκα -
θα ταλαιπωρηθώ
I am distressed
αρνούμαι - αρνήθηκα -
θα αρνηθώ
I deny/refuse
εξαρτιέμαι/ώμαι - εξαρτήθηκα -
θα εξαρτηθώ
I depend on
χτενίζομαι - χτενίστηκα -
θα χτενιστώ
I comb
νικιέμαι - νικήθηκα -
θα νικηθώ
I am defeated
γίνομαι - έγινα -
θα γίνω
I become/happen
μπερδεύομαι - μπερδεύτηκα -
θα μπερδευτώ
I become confused
ικανοποιούμαι - ικανοποιήθηκα -
θα ικανοποιηθώ
I am satisfied
χασμουριέμαι - χασμουρήθηκα -
θα χασμουρηθώ
I yawn
χρησιμοποιούμαι - χρησιμοποιήθηκα -
θα χρησιμοποιηθώ
I use
κλέβομαι - κλέφτηκα -
θα κλεφτώ
I elope
εξυπηρετούμαι - εξυπηρετήθηκα -
θα εξυπηρετηθώ
I am attended/served
ξεχνιέμαι - ξεχάστηκα -
θα ξεχαστώ
I forget myself
διηγούμαι - διηγήθηκα -
θα διηγηθώ
I relate/tell
ξεκουράζομαι - ξεκουράστηκα -
θα ξεκουραστώ
I rest (myself)
στέκομαι - στάθηκα -
θα σταθώ
I stand
σκέφτομαι - σκέφτηκα -
θα σκεφτώ
I think
απασχολούμαι - απασχολήθηκα -
θα απασχοληθώ
I am occupied with
βαριέμαι - βαρέθηκα -
θα βαρεθώ
I am bored
ζαλίζομαι - ζαλίστηκα -
θα ζαλιστώ
I become sea-sick/am dizzy
φοριέται - φορέθηκε -
θα φορεθεί
It is worn
συναισθάνομαι - συναισθάνθηκα -
θα συναισθανθώ
I realise/am aware
γελιέμαι - γελάστηκα -
θα γελαστώ
I am deceived/misled
εύχομαι - ευχήθηκα -
θα ευχηθώ
I wish, give blessing
χαίρομαι - χάρηκα -
θα χαρώ
I am glad
ξαφνιάζομαι - ξαφνιάστηκα -
θα ξαφνιαστώ
I am taken aback
τραβιέμαι - τραβήχθηκα (or κτ) -
θα τραβηχτώ
I am pulled
ρωτιέμαι - ρωτήθηκα -
θα ρωτηθώ
I ask myself
ντύνομαι - ντύθηκα -
θα ντυθώ
I dress
παραπονιέμαι - παραπονέθηκα -
θα παραπονεθώ
I complain
σηκώνομαι - σηκώθηκα -
θα σηκωθώ
I get up
ισχυρίζομαι - ισχυρίστηκα -
θα ισχυριστώ
I claim
χάνομαι - χάθηκα -
θα χαθώ
I get lost/disappear/perish
κουράζομαι - κουράστηκα -
θα κουραστώ
I tire/become tired
ενοχλούμαι - ενοχλήθηκα -
θα ενοχληθώ
I am annoyed/bothered
θλίβομαι - θλιβόμουν -
θα θλίβομαι
I grieve/sadden
ονειρεύομαι - ονειρεύτηκα -
θα ονειρευτώ
I dream
απογοητεύομαι - απογοητεύηκα -
θα απογοητευτώ
I become disappointed
στερούμαι - στερήθηκα -
θα στερηθώ
I am deprived of/lack
αδικούμαι - αδικήθηκα -
θα αδικηθώ
I am wronged
δικαιολογούμαι - δικαιολογήθηκα -
θα δικαιολογηθώ
I excuse myself
γεύομαι - γεύτηκα -
θα γευτώ
I taste/try
συγκινούμαι - συγκινήθηκα -
θα συγκινηθώ
I be moved/touched
αισθάνομαι - αισθάνθηκα -
θα αισθανθώ
I feel/sense
δανείζομαι - δανείστηκα -
θα δανειστώ
I borrow
εργάζομαι - εργάστηκα -
θα εργαστώ
I work
μορφώνομαι - μορφώθηκα -
θα μορφωθώ
I educate myself
βιάζομαι - βιάστηκα -
θα βιαστώ
I am in a hurry
φταρνίζομαι - φταρνίστηκα -
θα φταρνιστώ
I sneeze
ασκούμαι - ασκήθηκα -
θα ασκηθώ
I practise/excercise
πετάγομαι - πετάχτηκα
θα πεταχτώ
I jump up/leap up
σχηματίζομαι - σχηματίστηκα -
θα σχηματιστώ
I am formed/shaped
κολακεύομαι - κολακεύτηκα -
θα κολακευτώ
I am flattered/complimented
επωφελούμαι - επωφελήθηκα -
θα επωφεληθώ
I take advantage of
προσαρμόζομαι - προσαρμόστηκα -
θα ππροσαρμοστώ
I adjust myself to
γαργαλιέμαι - γαργαλήθηκα -
θα γαργαληθώ
I am ticklish
προσποιούμαι - προσποιήθηκα -
θα προσποιηθώ
I pretend/feign
σιχαίνομαι - σιχάθηκα -
θα σιχαθώ
I detest/loathe
αποκοιμάμαι - αποκοιμήθηκα -
θα αποκοιμηθώ
I nod off/go to sleep
περιέχομαι - περιεχόμουν -
θα περιέχομαι
be included/contain
δεσμεύομαι - δεσμεύτηκα -
θα δεσμευτώ
I commit/am committed to/am bound to
εγκλωβίζομαι - εγκλωβίστηκα -
θα εγκλωβιστώ
I get trapped
σέβομαι - σεβάστηκα -
θα σεβαστώ
I respect
αφιερώνομαι - αφιερώθηκα -
θα αφιερωθώ
I am dedicated/devoted to
I dedicate/devote myself to
κουνιέμαι - κουνήθηκα -
θα κουνηθώ
I move/shake myself / get a move on
επανέρχομαι - επανήλθα -
θα επανέλθω
I return/come again
κινούμαι - κινήθηκα -
θα κινηθώ
I move/bestir myself
νοιάζομαι - νοιάστηκα -
θα νοιαστώ
I care
ανακουφίζομαι - ανακουφίστηκα -
θα ανακουφιστώ
I am relieved/comforted/eased
βασίζομαι - βασίστηκα -
θα βασιστώ
I rely on/count on
πηγαινοέρχομαι - πηγαινοερχόμουν -
θα πηγαινοέρχομαι
I come and go
υποψιάζομαι - υποψιάστηκα -
θα υποψιαστώ
I suspect
λιάζομαι - λιάστηκα -
θα λιαστώ
I bask in the sun
συμπεριφέρομαι - συμπεριφέρθηκα -
θα συμπεριφερθώ
I behave
βεβαιώνομαι - βεβαιώθηκα -
θα βεβαιωθώ
I ensure/make certain
βρέχομαι - βράχηκα -
θα βραχώ
I get wet
εμπλουτίζομαι - εμπλουτίστηκα -
θα εμπλουτιστώ
I am enriched
κατευθύνομαι - κατευθύνθηκα -
θα κατευθυνθώ
I turn/go towards
μουσκεύομαι - μουσκεύτηκα -
θα μουσκευτώ
I get soaked
στρέφομαι - στράφηκα -
θα στραφώ
I turn around/face about
συλλαμβάνομαι - συνελήφθην -
θα συλληφθώ
I am arrested
πείθομαι - πείστηκα -
θα πειστώ
I am persuaded
συγκεντρώνομαι - συγκεντρώθηκα -
θα συγκεντρωθώ
I concentrate
εκνευρίζομαι - εκνευρίστηκα -
θα εκνευριστώ
I become irritated
επιβιβάζομαι - επιβιβάστηκα -
θα επιβιβαστώ
I embark
αποβιβάζομαι - αποβιβάστηκα -
θα αποβιβαστώ
I disembark
κατάγομαι - καταγόμουν -
θα κατάγομαι
I originate/come from
μεταφέρομαι - μεταφέρθηκα -
θα μεταφερθώ
I commute/am transported/relocated
ξεφορτώνομαι - ξεφορτώθηκα -
θα ξεφορτνωθώ
I get rid of/dispose of
παράγομαι - παράχθηκα -
θα παραχθώ
I produce/am derived from
περιορίζομαι - περιορίστηκα -
θα περιοριστώ
I am restricted/limited/confined
σχετίζομαι - σχετίστηκα -
θα σχετιστώ
I am acquainted with
τινάζομαι - τινάχτηκα -
θα τιναχτώ
I jerk/dash
μετακινούμαι - μετακινήθηκα -
θα μετακινηθώ
I commute
μουδιάζομαι - μουδιάστηκα -
θα μουδιαστώ
I become numb
περιφέρομαι - περιφέρθηκα -
θα περιφερθώ
I wander about
προέρχομαι - προήλθα -
θα προέλθω
I originate/come from
προσβάλλομαι - προσβλήθηκα -
θα προσβληθώ
I am offended
συνεπάγεται - συνεπαγόταν -
θα συνεπάγεται
I entails/affects/includes/has as a consequence
συγκρατούμαι - συγκρατήθηκα -
θα συγκρατηθώ
I control myself/oneself
εκτρέπομαι - εκτράπτηκα -
θα εκτραπώ
I digress/deviate/am led astray