Verbs - Passive - Eng to Gk - Α to Z Flashcards
I accept/receive
δέχομαι - δέχτηκα -
θα δεχτώ
I adjust myself to
προσαρμόζομαι - προσαρμόστηκα -
θα ππροσαρμοστώ
I admit/accept
παραδέχομαι - παραδέχτηκα -
θα παραδεχτώ
I agree/come to an understanding
συνεννοούμαι - συνεννοήθηκα -
θα συνεννοηθώ
I am acquainted with
σχετίζομαι - σχετίστηκα -
θα σχετιστώ
I am annoyed/bothered
ενοχλούμαι - ενοχλήθηκα -
θα ενοχληθώ
I am arrested
συλλαμβάνομαι - συνελήφθην -
θα συλληφθώ
I am attended/served
εξυπηρετούμαι - εξυπηρετήθηκα -
θα εξυπηρετηθώ
I am bored
βαριέμαι - βαρέθηκα -
θα βαρεθώ
I am born
γεννιέμαι - γεννήθηκα -
θα γεννηθώ
I am called/named
λέγομαι - λέχθηκα -
θα λεχθώ
I am deceived/misled
γελιέμαι - γελάστηκα -
θα γελαστώ
I am dedicated/devoted to
I dedicate/devote myself to
αφιερώνομαι - αφιερώθηκα -
θα αφιερωθώ
I am defeated
νικιέμαι - νικήθηκα -
θα νικηθώ
I am deprived of/lack
στερούμαι - στερήθηκα -
θα στερηθώ
I am distressed
ταλαιπωρούμαι - ταλαιπωρήθηκα -
θα ταλαιπωρηθώ
I am embarrassed/ shy/ ashamed
ντρέπομαι - ντράπηκα -
θα ντραπώ
I am enriched
εμπλουτίζομαι - εμπλουτίστηκα -
θα εμπλουτιστώ
I am excused
συγχωρούμαι - συγχωρήθηκα -
θα συγχωρηθώ
I am flattered/complimented
κολακεύομαι - κολακεύτηκα -
θα κολακευτώ
I am formed/shaped
σχηματίζομαι - σχηματίστηκα -
θα σχηματιστώ
I am glad
χαίρομαι - χάρηκα -
θα χαρώ
I am in a hurry
βιάζομαι - βιάστηκα -
θα βιαστώ
I am interested in
ενδιαφέρομαι - ενδιαφέρθηκα -
θα ενδιαφερθώ
I am loved
αγαπιέμαι - αγαπήθηκα -
θα αγαπηθώ
I am loved/be in love with
ερωτεύομαι - ερωτεύτηκα -
θα ερωτευτώ
I am occupied with
απασχολούμαι - απασχολήθηκα -
θα απασχοληθώ
I am occupied/involved/work on
ασχολούμαι - ασχολήθηκα -
θα ασχοληθώ
I am persuaded
πείθομαι - πείστηκα -
θα πειστώ
I am produced/derived from
παράγομαι - παράχθηκα -
θα παραχθώ
I am pulled
τραβιέμαι - τραβήχθηκα (or κτ) -
θα τραβηχτώ
I am relieved/comforted/eased
ανακουφίζομαι - ανακουφίστηκα -
θα ανακουφιστώ
I am restricted/confined/limited
περιορίζομαι - περιορίστηκα -
θα περιοριστώ
I am satisfied
ικανοποιούμαι - ικανοποιήθηκα -
θα ικανοποιηθώ
I am sorry
λυπάμαι - λυπήθηκα -
θα λυπηθώ
I am taken aback
ξαφνιάζομαι - ξαφνιάστηκα -
θα ξαφνιαστώ
I am ticklish
γαργαλιέμαι - γαργαλήθηκα -
θα γαργαληθώ
I am wronged
αδικούμαι - αδικήθηκα -
θα αδικηθώ
I am amused/ be amused
διασκεδάζομαι - διασκεδάστηκα -
θα διασκεδαστώ
I appear/seem
εμφανίζομαι - εμφανίστηκα -
θα εμφανιστώ
I arrange/settle/put in order
τακτοποιούμαι - τακτοποιήθηκα -
θα τακτοποιηθώ
I ask myself
ρωτιέμαι - ρωτήθηκα -
θα ρωτηθώ
I bask in the sun
λιάζομαι - λιάστηκα -
θα λιαστώ
I am moved/touched
συγκινούμαι - συγκινήθηκα -
θα συγκινηθώ
I beat myself up
χτυπιέμαι - χτυπήθηκα -
θα χτυπηθώ
I become clean
καθαρίζομαι - καθαρίστηκα -
θα καθαριστώ
I become confused
μπερδεύομαι - μπερδεύτηκα -
θα μπερδευτώ
I become disappointed
απογοητεύομαι - απογοητεύηκα -
θα απογοητευτώ
I become hot
ζεσταίνομαι - ζεστάθηκα -
θα ζεσταθώ
I become irritated
εκνευρίζομαι - εκνευρίστηκα -
θα εκνευριστώ
I become numb
μουδιάζομαι - μουδιάστηκα -
θα μουδιαστώ
I become sea-sick/am dizzy
ζαλίζομαι - ζαλίστηκα -
θα ζαλιστώ
I become/happen
γίνομαι - έγινα -
θα γίνω
I behave
συμπεριφέρομαι - συμπεριφέρθηκα -
θα συμπεριφερθώ
I benefit from
ωφελούμαι - ωφελήθηκα -
θα ωφεληθώ
I borrow
δανείζομαι - δανείστηκα -
θα δανειστώ
I care
νοιάζομαι - νοιάστηκα -
θα νοιαστώ
I claim
ισχυρίζομαι - ισχυρίστηκα -
θα ισχυριστώ
I comb
χτενίζομαι - χτενίστηκα -
θα χτενιστώ
I come
έρχομαι - ήρθα -
θα ερθώ
I come and go
πηγαινοέρχομαι - πηγαινοερχόμουν -
θα πηγαινοέρχομαι