Verbs Flashcards
to kiss
φιλώ
to consider
e.g. I consider him the best.
θεωρώ
Θεωρώ ότι είναι ο καλύτερος.
to drive
οδηγώ
to explain
εξηγώ
to clean
καθαρίζω
to play
παίζω
to work
δουλεύω
to shower
κάνω ντους
to have lunch
παίρνω μεσημεριανό
to wash my car
πλένω το αυτοκίνητό μου
to get up
σηκώνομαι
to wash oneself
πλένομαι
to have dinner
παίρνω βραδινό
to read a book
διαβάζω ένα βιβλίο
to have breakfast
παίρνω πρωινό
to go to sleep
πηγαίνω για ύπνο
to get dressed
ντύνομαι
to brush my teeth
πλένω τα δόντια μου
to take a break
κάνω διάλειμμα
to clean the house
καθαρίζω το σπίτι
to go to the cinema
πηγαίνω στο σινεμά
to go to the theater
πηγαίνω στο θέατρο
to go on vacation
πηγαίνω διακοπές
to take the train
παίρνω το τρένο
to come
έρχομαι
to drink coffee
πίνω καφέ
to go out
βγαίνω έξω
to play piano
παίζω πιάνο
to play violin
παίζω βιολί
to play guitar
παίζω κιθάρα
to begin
(2)
αρχίζω
ξεκινάω
to cure
θεραπεύω
to paint
ζωγραφίζω
to arrive
φτάνω
to open
ανοίγω
to play ball
παίζω μπάλα
to drive
οδηγώ
to be hungry
πεινάω
to answer
απαντάω
to invite
προσκαλώ
to call [on the phone] (2)
τηλεφωνώ
παίρνω τηλέφωνο
to be thirsty
διψάω
to be sleepy
νυστάζω
to be cold
κρυώνω
to take a job
παίρνω δουλειά
to teach
διδάσκω
to suggest
προτείνω
to combine
συνδυάζω
to look (at)
κοιτάζω
(2)
ψάχνω
γυρεύω
Πρέπει να _____ από τον αγώνα.
(& root)
αποχωρήσω
(αποχωρώ)
to make a mistake
κάνω λάθος
accept
δέχομαι
To reflect on
Αναλογίζομαι
To accomplish
Κατορθώνω
to need
(2)
χρειάζομαι
έχω ανάγκη από
to advise
συμβουλεύω
to set aside / to leave behind
αφήνω κατά μέρος
to be disappointed
απογοητεύομαι
to be compelled
αναγκάζομαι
to choose
διαλέγω
to serve / to be of use
χρησιμεύω
to have gotten lost
έχω χαθεί
to meet
συναντάω
to enter / to start
μπαίνω
to break
σπάω
to brace oneself
προετοιμάζομαι
to succeed
πετυχαίνω
to remain
απομένω
to be hit
χτυπίεμαι
to consider / to look at
περιεργάζομαι
to manage
καταφέρνω
to discourage
αποθαρρύνω
to repeat
επαναλαμβάνω
to dare
τολμάω
to obey
υπακούω
to study
σπουδάζω
μελετώ
to react
αντιδρώ
to be rejected
απορρίπτομαι
to be in a hurry
βιάζομαι
to hurry through
ξεπετάω
to light up
φωτίζομαι
to fall asleep
αποκοιμάμαι
to improve
βελτιώνω
to keep
φυλάω
to happen/chance to
τυχαίνω
to recoil, bounce, hop
αναπηδάω
«______ την κοιλιά μου!»
(& root)
τρίψε
(τρίβω)
to be responsible / to be at fault
φταίω
to die
πεθαίνω
to catch
πιάνω
to smile
χαμογελάω
________ να είμαι μία γιατρός.
Τυχαίνει
Η Leslie Knope _________ σαν κένταυρος.
απεικονίζεται
Πρέπει να ______ το φαγητό σου πριν να μιλήσεις.
(& root)
καταπιείς
(καταπίνω)
Ο σκύλος ____ ξανά τις παντόφλες μου!
(& root)
μάσησε
(μασώ)
Τα σκυλιά μας πάντα _____ τις ουρές τους όταν γυρίσουμε στο σπίτι από τη δουλειά.
(& root)
κουνάνε
(κουνάω)
Η ταίνια ______ τρεις ώρες.
(& root)
διαρκεί
(διαρκώ)
‘Εχεις _________ την δύσκολη θέση μου;
(& root)
αναλογιστεί
(αναλογίζομαι)
Για να _______ το απίθανο, πρέπει να δοκιμάσεις το παράλογο.
(& root)
κατορθώσεις
(κατορθώνω)
Κάποιες φορές ________ τον Τιμ στο ντους.
τρομάζω
Ο πίνακας ______ ένα αγόρι να φάει το μεσημεριανό του.
(& root)
απεικονίζει
(απεικονίζω)
Η Λούσι _______ τους φίλους της για πολλά ζητήματα.
(& root)
συμβουλεύει
(συμβουλεύω)
Σίγουρα είναι δύσκολο για κάθε οικογένεια να ________ το σπίτι τους.
(& root)
εγκαταλείψει
(εγκαταλείπω)
Το κορίτσι _________ ότι απότυχε το τεστ.
(& root)
απογοητεύθηκε
(απογοητεύομαι)
Η Λίμα _______ να εγκατελείψει την σπίτι της όταν ερχόταν ο τυφώνας.
(& root)
αναγκάστηκε
(αναγκάζομαι)
Όταν ήμουν νέα, συχνά ονειρευόμουν ότι θα μπορούσα να ______.
(& root)
πετάξω
(πετάω)
Πώς μπορώ να σε ______;
(& root)
χρησιμεύσω
(χρησιμεύω)
Που να _______ την μία από την άλλη;
(& root)
ξεχωρίσω
(ξεχωρίζω)
Το ν’ακούς μπορεί να _______ και μια σχέση.
(& root)
βελτιώσει
(βελτιώνω)
Δίνουμε τα χέρια μας όταν _______ ένα νέο άτομα.
(& root)
συναντήσουμε
(συναντάω)
Ο σκίουρος _____ τους καρπούς του για το χειμώνα.
(& root)
φυλάει
(φυλάω)
to enter, go into
μπαίνω
to bend over
σκύβω
to lose (misplace)
χάνω
to utter
εκστομίζω
to discover, reveal
αποκαλύπτω
to fall
(2)
πέφτω
πίπτω
to burst, explode
σκάω
to irritate, annoy
εκνευρίζω
to shout, yell
φωνάζω
to desire, want, miss
επιθυμώ
to add
προσθέτω
to originate, come from
προέρχομαι
to guess, divine, predict
μαντεύω
to sink
βυθίζομαι
to hold, keep, maintain
κρατάω
to dedicate oneself (to something)
αφιερώνομαι
to be surprised, weirded out
to puzzle over
παραξενεύομαι
to tie, bind, fasten, connect
δένω
to observe, comment, remark
παρατηρώ
to shock, astonish
σοκάρω
to contemplate, ponder
συλλογίζομαι
to save
σώζω
to be late
αργώ
to present, display, introduce, exhibit
παρουσιάζω
to take care of
to observe, pay attention
to be careful
προσέχω
to pass, come, drop by
περνάω
to arrange, plan, schedule, organize
κανονίζω
to descent, go down
to disembark
κατεβαίνω
to proceed, advance
προχωρώ
to park
παρκάρω
to smell
μυρίζω
to greet, to say farewell
χαιρετάω
to hope
ελπίζω
to check
τσεκάρω
to follow
παρακολουθώ
to forget
ξεχνάω
to sneeze
φτερνίζομαι
to rise, climb, ascend, increase
ανεβαίνω