Adjectives Flashcards
happy
(2)
χαρούμενος
ευτυχισμένος
next
επόμενος
ugly
άσχημος
Greek (thing)
Ελληνικός
favorite/dear
αγαπημένος
nice
ωραίος
smart
έξυπνος
generous
γενναιόδωρος
short
κοντός
good
καλός
brave
γενναίος
large
μεγάλος
young
νέος
small
μικρός
sad
στενοχωρημένος
new
καινούριος
clean
καθαρός
tall
ψηλός
old (objects)
παλιός
beautiful
όμορφος
bad
κακός
bright
φωτεινός
American (thing)
Αμερικανικός
spacious
ευρύχωρος
personal
προσωπικός
wooden
ξύλινος
furnished
επιπωμένος
lucky
τυχερός
sick
άρρωστος
full
γεμάτος
empty
άδειος
true
αληθινός
fake
ψεύτικος
stupid
χαζός
fast
γρήγορος
slow
αργός
Important
Σημαντικός
Natural
Φυσικός
Long
Μακρύς
προηγούμενος
sick
άρρωστος
handmade
χειροποίητος
free/available
ελεύθερος
Wonderful
Θαυμάσιος
virgin, pristine
παρθένος
tiring
κουραστικός
serious
σοβαρός
pleased as punch (extremely satisfied)
κατευχαριστημένος
isolated
απομονωμένος
tiny / delicate
μικροκαμωμένος
charming
γοητευτικός
wide open
γουρλωμένος
exhausted
εξαντλημένος
lost
χαμένος
impressive
εντυπωσιακός
annoyed
ενοχλημένος
single, only
μοναχός
Από το δωμάτιό μου έχω ________ θέα στη θάλασσα.
θαυμάσια
Είναι ______ να δουλεύεις τόσο σκληρά.
κουραστικό
Τα παιδιά θα ήταν ________ να γνωρίσουν το Μίκυ Μάους
κατευχαριστημένα
dangerous
επικίνδυνος
strange, bizarre
(2)
περίεργος
παράξενος
strange, paradoxical
παράδοξος
flabbergasted
εμβρόντητος
old
(2)
παλιός
γέρικος
narrow
στενός
proud
(2)
περήφανος
υπερήφανος
melancholy
(adj)
μελαγχολικός
formal, official
επίσημος
not bad, alright, so-so
καλούτσικος
wide
φαρδύς
winter (adj)
χειμωνιάτικος
quiet
ήσυχος
wild
άγριος
immortal
αθάνατος
Turkish (thing)
τουρκικός
international
sing / pl
m / f / n
διεθνής
διεθνής / διεθνείς
διεθνής / διεθνείς
διεθνές / διεθνή
dressed
ντυμένος
elegant
κομψός
substantial, essential, real
ουσιαστικός
exquisite, extraordinary, excellent
εξαίσιος
sad
(i.e. causing sadness)
(2)
θλιβερός
στενάχωρος
strong
possible
loud
δυνατός
faithful, loyal
accurate, perfect
πιστός
hesitant, reluctant
διστακτικός
same, similar, alike
(2)
όμοιος
ίδιος
shy
ντροπαλός
safe, secure
ασφαλής
crazy
τρελός
toxic
τοξικός
wise
σοφός
boring
βαρετός
fun
(2)
διασκεδαστικός
ευχάριστος
auxiliary, ancillary, helpful
βοηθητικός
aimless, needless, pointless
άσκοπος
coordinated, orchestrated
συντονισμένος
last, final, ultimate
latest, most recent
τελευταίος
consecutive, continuous
συνεχόμενος
ideal
ιδανικός
organized
οργανωμένος
mighty, terrible, formidable
δεινός
portable
φορητός
necessary, required, essential
απαραίτητος