University Flashcards
Καταγωγή
Κατάγομαι από την
Origin
(η) Κοινωνία
Κοινωνικός, η, ο
Society
Social
Ημίαιμος, η, ο
Half blood
Ιστοσελίδα
Web page
θετικός, η, ο
Positive
Αρνητικός, η, ο
Negative
(το) προτέρημα
Advantage, asset
(το) ελάττωμα
Defect, fault
Ευγενικός
Polite
Αγενής
Rude
Σιχαίνομαι
Loathe
Μισώ
Hate
Απεχθάνομαι
Dislike
(η) αλληλεπίδραση
Interaction
Σημεία στίξης
Punctuation
Αποσιωπητικά
… dots
Ερωτηματικό
?
Γερός
Strong
(το) διδακτορικό
PHD
Έρευνα
Research
Εφαρμοσμένος
Εφαρμόζω
Applied
Apply
Μόνιμο προσωπικό
Permanent staff
Αισιοδοξία
Αισιόδοξος
Optimism
Optimistic
(η) κατάληξη
Ending
(ο) υπολογιστής
Computer
Κατά τις 10:00
Around 10
Επικοινωνώ
Communicate
(ο) δορυφόρος
Satellite
Σκάω
Overfill, burst
Φύλο
Γένος
Gender, sex
Συστήνομαι
Introduce
(το) υποκοριστικό
Χαϊδευτικό
Small name (trapezaki)
Διάσημος
Famous
Δυς…. δυστύχημα
Prefix to indicate Something very bad
Ευ…. ευτύχημα
Prefix to indicate something good
(η) ανάγνωση
(ο) αναγνώστης
(η) αναγνώστρια
Reading
Reader
(η) αναφορά
Reference, report
Μεταφορά
Transfer
(η) νόημα
Meaning
(ο) συγγραφέας
Author
Διαχρονικός, -η, -ο
Timeless
(η) εξαίρεση
Exception
(ο) ήχος
Ευηχος, η, ο
Sound
Well sounding
(ο) συνθέτης
Composer
Αποτελώ - αποτέλεσα
Make up (create)
Ταυτίζομαι
I identify, associate myself
Εύηχος
Well sounding
Λούζομαι
Λούζω
Wash my head
Στήνω
I set up
(ο) μπελάς
Trouble
(το) σούρουπο
Dusk
(το) χάραμα
(τα) χαράματα
Dawn
(ο, η) συνεπής
Consistent, coming on time
Ευαίσθητος, -η, -ο
Sensitive
Ανεξάρτητος, ανεξάρτητη
Independent
(η) έννοια
Notion
Εννοώ
I mean
Εν - inside; Νους - mind
Κερνάω - κέρασα
I treat someone (for a meal)
Το νόημα
Meaning
δίχως
Without
Γυρεύω - γύρεψα
I look around
(η) έμπνευση
εμπνέω
Inspiration
I inspire
Εν+πνεύμα
ο γιαλός
Shore
Ψυχρός, η, ο
Cold
ο καύσωνας
Hot day
Αστράφτει
Thunder
Καλλιεργώ
Cultivate
Προστάτης
Προστάτιδα
Protector
(η) ανία
(η) πλήξη
Πληκτικός
Boredom
Εκφράζω μια άποψη
Express opinion
Επηρεάζω
Effect, influence
(η) φυλή
Tribe
έγγαμος, -η, -ο
Married
(ο) εργένης
(η) εργένισσα
Bachelor
πολύτεκνος
With many children
Άτεκνος
άκληρος
Childless
Heirless
Άνεργος
(η) ανεργία
Unemployed
Unemployment
(Ο, η) έφηβος
Teenager
εργατικός
Hard working
εργαζόμενος
Employed
Φιλαλήθης
Truthful
(η) αισιοδοξία
Αισιόδοξος
Optimism
Optimistic
(ο, η) πεισματάρης (-α)
ισχυρογνώμων
Ξεροκεφαλος
Stubborn
Headstrong
Δεν συμβιβάζω, δεν υποχωρώ
I don’t reconcile or back up
Ισχυρός
Strong
(ο, η) ενήλικος
Adult
υπηκοότητα
υπήκοος
Citizenship
Citizen
Επαγγελματίας
Professional
(η) θρησκεία
Religion
(η) πίστη
Faith
Μετρίου αναστήματος
Medium height
Σπαστά μαλλιά
Wavy hair
Υφή
Texture
Απαισιόδοξος
Pessimistic
Γενναιόδωρος
Generous
Τσιγκούνης (-a, -ικο)
Φιλάργυρος (-η, -ο)
Cheap, skimpy
Δραστήριος
Δυναμικός
Άμεση δράση
Active
Immediate action
Ανειλικρινής, -ής, -ές
Dishonest
Εξωστρεφής
Εσωστρεφής
Extrovert
Introvert
Αναπλήρωση
Replacement
Ευαίσθητος
Sensitive
(η) αίσθηση
Sense
Συναισθηματικός
Sympathetic
Καλοπροαίρετος
Well-intended, thinks ahead.
Κουτσομπόλης
(το) κουτσομπολιό
Gossiper
Υπερόπτης
Αλαζόνας
Arrogant
σεμνός
Modest, humble
Ψύχραιμος
ψυχρός
Cool, calculated (good meaning)
Cold person (negative meaning)
Ψυχρός δολοφόνος
Cold-blooded killer
Αγχωτικός
Makes someone nervous
Συμμετέχω
Take part
Αγώνας
Competition
Διασχίζω
Pass by
Περνάω από Α στο Β
Πετυχαίνω
I succeed
Ρεαλιστής
Realist
Αφοσιωμένος
Devoted
Αφοσιωμένος στον καριέρα
(η) πειθαρχία
Discipline
Σέβομαι
I respect
Αντίπαλος
Opponent
Στην άλλη ομάδα
Αφιερώνω
I take away
Αφιερώνω χρόνο -spend time (positive meaning)
Ξοδεύω - waist (time)
(η) εκπαίδευση
Education
Το εκπαιδευτικό σύστημα
Ιδανικός, -η, - ο
Ideal
Εύθραυστος, η, ο
Fragile
Όρθιος, -α, -ο
Standing UP
Καθιστός, η, ο - standing
(η) κληρονομικότητα
Heredity
(το) γονίδιο
(τα) γονίδιά
Gens
Πολυμελής, -ης, -ες
Multi-membered (family)
Αναφέρω
I mention
Λέω, παρουσιάζω
(η) ευθύνη
Responsibility
Υπεύθυνος - responsible
Υπ (υπ) - prefix means over, on top
Δήλωση
Statement, declaration
Εκδηλωτικός
Demonstrative
εκ - prefix showing “out” έξω
Εκφράζω
Express
Φιλόδοξος
(η) φιλοδοξία
Ambitious
Ambition
Τολμηρός
(η) τόλμη
Τολμώ
Daring
Boldness
I dare
Μελετηρός
(η) μάθηση
Studious
Learning
Άριστος
Excellent
(ο) παράγοντας
Factor
Ισχύει
Correct/ this stands
Ετεροθαλής αδερφός
Half-brother
Ώριμος, -η, -ο
Mature
Φλύαρος, -η, -ο
Talkative
Εύστροφος
Agile
(η) εξυπνάδα
Intelligent
Πολυμήχανος
Resourceful
(Οι) περίφημες
Attractions
Όλες τις ανέσεις
(η) άνεση
Comforts
(ο) ανεμιστήρας
Fan
Ανταλλάζω
Exchange
Ανατροφή = (το) μεγάλωμα
Growing
(το) αντικείμενο
αντικειμενικός, η, ο (πολλά άτομα)
υποκειμενικός, η, ο (μόνο εγώ)
Object
Objective
Subjective
(το) ερέθισμα
Stimulus
Ευρηματικός, η, ο
Inventive
(ο) ειδικός
Specialist
(η) μοίρα
Degree (measure)
(η) δικαιοσύνη
Justice
(η) νοικοκυρά
Housewife
Απαιτητικός
Demanding
(η) ισορροπία
Balance
Αποτελεσματικός
Effective
Διακριτικός
Distinctive
Πειθαρχημένος
Disciplined
Εκτελώ - εκτέλεσα
Execute, perform
Αγγελιαφόρος
Messenger
(το) γλέντι
Γλεντάω
Celebration
Σοφός
Wise
Ξεφεύγω
Get away
Γονιμότητα
Fertility
(η) θύελλα
Storm
Κουτσός, -η, -ο
Lame
Δεν περπατάει καλά
(ο) οιωνός
Sign, omen
(η) εμπειρία
Ζωής, επαγγελματική
(η) πείρα = σοφια
Experience
Θυσιάζω
Sacrifice
Ιερός, -η, -ο
Sacred
Κηδεία
Funeral
Οργάνωση
Organization
Δεχτώ
Δέχεται ξένους/φιλοξενούμενους
Accept, host
Принимать (гостей)
Παρουσία
Presence
(η) στέγη
Roof
(η) ισότητα
Ισότητα των δυο φύλων
Equality
(το) δικαίωμα
(τα) δικαιώματα
Ίσες ευκαιρίες
Rights
(η) ψήφος
(οι) ψήφοι
Vote
(η) μόρφωση - έχει γνώσεις
(η) διαπαιδαγώγηση - (η) μέθοδος, αποτέλεσμα
(η) εκπαίδευση - το εκπαιδευτικό σύστημα
(η) παιδεία - καλλιέργεια της προσωπικότητας
Education, upbringing
Воспитание as opposed to εκπαίδευση
Επίσημα
Επίσημος
Officially
Formal
(ο) πεθερός
(η) πεθερά
(τα) πεθερικά
In laws
(η) έλλειψη
Έλλειψη βιταμινών
Έλλειψη κατανόησης
Lack of
(ο) βίος
Συμβίωση
Life
Life together
Πληγώνω
(η) πληγή
Hurt, wound
(η) συντροφικότητα
Companionship
(η) Τρυφερότητα
Tenderness
Μαλώνω - του κάνω παρατήρηση
Τσακώνομαι
Καβγαδίζω
Fight
Ανάμεσα μας/ σε/ στους (αιτιατική )
Μεταξύ του/των (γενική)
Among
Εξαρτημένος
Dependent
Συμπεριφέρομαι
Συμπεριφορά
Behave
Behavior
η απιστία
Infidelity
Αστικός
Άστυ = πόλη
Το προάστια
Υπεραστικές συγκοινωνίες
Urban
Θρησκευτικός
Θρησκευτικός γάμος
(η) θρησκεία
Religious
Religion
Ώριμος, η
Mature
(η) αρχή
Να έχει τις ίδιες αρχές
Value
Γοητευτικός, -η, -ο
Charming
Υπομονετικός
Patient
Εκμετάλλευση
Exploitation
(ο) προορισμός
Φτάνω στον προορισμό μου
Destination
(το) επίδομα
Χρηματικό βοήθημα
Allowance
(ο, η, το) πρώην
Former
Υπόσχομαι
Δίνω μια υπόσχεση
I promise
(η) βία
Βιαστής
Violence
(η) εγκληματικότητα
Πολύ βία και εγκληματικότητα στην εποχή μας
Crime
Εναντίον
Against
Προαίσθημα
Premonition
Λαχταρώ
Crave
Άλγος
(το) αναλγητικό = το παυσίπονο
Pain, painkillers
Δέχομαι
(η) υποδοχή
Accept
Reception
(η) ανθοδέσμη
Small bouquet
(το) κουφέτα
Candy
(η) βέρα
Wedding band
Γαμήλιο πάρτι = δεξίωση
Τελετή γάμου
Wedding party = reception
Wedding ceremony
Καθώς
Την ώρα που
While, as
Στραβό
Δεν είναι ίσιο
Wrong
Αθεράπευτος
Χωρίς θεραπεία
Without cure
Αθεράπευτη αγάπη
Μίγμα
Mixture
(η) νοοτροπία
Mentality
Βελτιώνω
Improve
(η) σύγκριση
Comparison
Απολύτως # εντελώς
Έχεις απολύτως δίκιο
Completely # at all
Εν μέρει
Partially
Αλλά, όμως, ωστόσο
But
(το) σημείο
Point, place
Έργο τέχνης
Work of art
Νυφικό πέπλο
Vail
(το) έθιμο
(τα) έθιμα
Custom
Κάνω ποδαρικό = φέρνω καλή τύχη/γούρι
Bring good luck
Προληπτικός, -η, -ο
Preventive
(η) προίκα
Dowry
(η) ευλογία
Blessing
Ομοφυλόφιλος
Homosexual
(ο) έλεγχος
Control
(η) αγνότητα
Purity
(οι) νεόνυμφοι
Newlyweds
Αρρένων - θηλέων
Male- female
(το) θρανίο
Student’s desk
Συγκοινωνία
Transportation
(η) εκπομπή
Εκ+ πέμπω = στείλω κάτι έξω
Episode
(το) δοκιμαστήριο
Changing room
Παραδίδω
Deliver
(το) σκάκι
Chess
(η) νίκη # (η) ήττα
Win # defeat
(η) περιουσία
Possession, property
(το) τρελοκομείο
Insane asylum
(ο) εφιάλτης
Nightmare
Καθοριστικός, η, ο
Καθορίζω
Crucial, important
To determine
Στύβω
Squeeze
Αλείφω
(η) αλοιφή
Spread
Ointment, salve
(ο) θησαυρός
Treasure
Θάβω
Bury
(το) σημείο
Point
Μπλέκω
Entangle
(η) συγκέντρωση
Meeting
Καταλήγω
Ο άρρωστος κατέληξε
(η) λήξη, κατάληξη
Ο διαιτητής έληξε το παιχνίδι
Ended up
Τελετή έναρξης # λήξης Ολυμπιακών Αγώνων
Σώζω
(η) σωτηρία
Χριστο - ο σωτήρας του κόσμου
Save
Salvation
Πειθώ, πειστικός
Πιέσω - έπεισα (η) πίεση
Convince
Push
Δύω
(ο) δύτης (η) κατάδυση
Dive Погружаюсь
Diver Ныряльщик
Погружение
Κατά = εναντίον
Κατά = σύμφωνα
Κατά του πολέμου
Κατά τα λεγόμενα σου = σύμφωνα
Εφευρίσκω = ανακαλύπτω
(η) ανακάλυψη
Discover
Κάδο απορριμμάτων
Trash can
(η) συγκέντρωση
Concentration
(ο) βοσκός
Shepherd
(η) πεζοπορία
Hike
Απρόσμενος
Απροσδόκητος
Unexpected
Βραβεύω
(το) βραβείο
To award
award, prize
Βραβείο Νόμπελ
Ελέγχω
Control, check
Στριμώχνω
Corner (someone)
Βάζω πολύ κόσμο σε έναν μικρό χώρο
Αράζω
Το πλοίο αράζει
Moor (a boat), dock
Ταράζω
Agitate
Παιδεύω
Pester
κουράζω
Ξοδεύω
Spend, waste
(η) διαθεσιμότητα
Availability
Σπάταλος
Wasteful
(ο) ρατσισμός
Racism
(ο) κόμπος
Knot
Εξιχνιάζω
Solve
Εξιχνιάζω έναν φόνο
(η) υπηρεσία
Η πυροσβεστική υπηρεσία
Service
Εκδηλωτικός
Demonstrative
(ο) τερματοφύλακας
(ο) διαιτητής
Goalkeeper
Referee
Σφύζω
(ο) σφυγμός
(ο) σφιγκτήρας
Pulse rate
Clamp
(η) λάμψη
Glamour, spark
(η) ενημέρωση
Update
(η) παύση
Ανάπαυση
Pause
Rest
Κατεύθυνση
Direction
Βουρκώνω
Cloud
Τα μάτια μου βουρκώνουν από τα δάκρυα
(το) φέρσιμο
(η) συμπεριφορά
Behavior
(το) κουρέλι
Rag
Είμαι κομμάτια
Χυμάω - χύμηξα
= ορμάω
Fall with force
Επαινώ - επαίνεσα
(ο) έπαινος
Praise
With excellent grades
Εφαρμογή
Execute, effect
Θέτω ένα συμβόλαιο σε εφαρμογή/ σε ισχύ
Εξαπατώ
Cheat
Γελάω κάποιον = τον κοροϊδεύω, τον εξαπατώ
Σχολάω - σχόλασα (ποτέ σχολάς από δουλειά)
Σχολιάζω (κάποιον για κάτι)
Finish
Criticize
Η θανατική ποινή
Capital punishment
μεθώ - μέθυσα
Μεθυσμένος
Drunk
(η) νάρκωση
Sedation
(η) δικαιολογία
Excuse
(το) εγχειρίδιο
Manual
Σκηνή ζηλοτυπίας
Scene of jealousy
Κατάθλιψη
Depression
(η) περίληψη
Summary
Αναφέρομαι
Refer
Το τραγούδι αυτό αναφέρεται σε μια …
Παρατάω
Abandon, quit
Προτείνω - πρότεινα = συστήνω
Suggest, offer
Λαμβάνω - έλαβα
Παραλαμβάνω
Receive, take
Take into hands
Έλαβα ένα μήνυμα
Απολαμβάνω
(η) απόλαυση
Enjoy
Απαρηγόρητος
Παρήγορων κάποιον
Inconsolable
Εύσωμος
Full-bodied
Αφηρημένος
Abstract, inattentive
Ανεύθυνος
Irresponsible
Προσκύνημα
Pilgrimage
(τα) γενιά
(το) μούσι
Beard
Αφήσω γένια
Αργκό
Slang
Απειλώ
(η) απειλή
Threaten
Threat
Παρηγορώ
Απαρηγόρητος
Console
Inconsolable
Ξένοιαστος
έγνοια
Carefree
Problem
ξε εκ έγνοια
Το αδέσποτο ζώο
Άστεγος άνθρωπος (η) στέγη
Homeless animal
Homeless person
Άπταιστα
Without errors
Μιλάω με άνεση/ έχω ευφράδεια λόγου, με ακρίβεια, άπταιστα
Fluent
Προσαρμόζομαι, προσαρμόζω
η προσαρμογή
Adapt, adjust
Συνηθίζω για την καινούργια …
Προσαρμόζω το λεξιλόγιο μου στο επίπεδο σας
(η) πρόσβαση
προσβάσιμος, η, ο
Access
Γέννημα θρέμμα
Born and raised
(η) λατρεία
Worship
(η) πορεία
(η) πρωτοπορία
Πρωτοπόρος
Course
Avant-garde
Pioneer
(το) γεγονός
Fact, factor
Άλλωστε - εξάλλου
Besides
Ιδανικός, η, ο
Ideal
Διεύθυνση
Οργάνωση διοίκηση
Business administration
(η) ομοιότητα
Similarity
(η) εκδοχή
Version
(η) έριδα
Dispute
(η) εξουσία
Power, authority
(η) ικανότητα
Skill
Η δυνατότητα να κάνει κανείς κάτι
Τάζω - έταξα
Promise, vow
Αντικρίζω
I face
Άψογος, η, ο
Perfect, flawless
Κοινός, κοινή, κοινό
Κοινά
Common
Commonalities