Greek to English2 Flashcards
επιβάτης (ο)
passenger
έπιπλο (το)
piece of furniture
έπιπλα (τα)
furniture
εργάζομαι
I work
εργασία (η)
work
έρχομαι
I come
εστιατόριο (το)
restaurant
ετοιμάζω
Ι prepare
έτοιμος, -η, -ο
ready
έτσι
so, thus
Ευρώπη (η)
Europe
ζευγάρι (το)
pair, couple
θέατρο (το)
theater
θέση (η)
place, seat
ίδιος, -α, -ο
same
ισπανικός, -ή, -ό
Spanish (thing)
ιταλικός, -ή, -ό
Italian (thing)
κάθισε
sit! (sg. familiar)
καθίστε
sit! (sg. polite / pl.)
κάθομαι
I sit
κάλτσα (η)
sock, stocking
κάρτα (η)
card, postcard
καταλαβαίνω
I understand
κατάστημα (το)
store
καφενείο (το)
coffee house
κέικ (το)
cake
κέντρο (το)
center
κινηματογράφος (ο)
cinema, movies, movie theater
κομμωτήριο (το)
hairdresser’s shop, beauty salon
κονιάκ (το)
cognac
κοστούμι (το)
suit
κοτόπουλο (το)
chicken
κουδούνι (το)
bell
κουζίνα (η)
kitchen; cuisine
κουρτίνα (η)
curtain
κουτάλι (το)
spoon (for soup)
κουταλάκι (το)
little spoon (for tea/coffee)
κρατώ
I hold
κρέας (το)
meat
κρυολόγημα (το)
cold (illness), chill
λαχανικά (τα)
vegetables
λέξη (η)
word
λέω / λέγω
I say
λίρα (η)
lira; pound sterling (£)
λίστα (η)
list
λογαριασμός (ο)
bill; account
μα
but
μαζί
together with
μαχαίρι (το)
knife
μετρώ
I count, measure
μισθός (ο)
salary, wage, pay
μόνος, -η, -ο
alone, only
μουσείο (το)
museum
μουσική (η)
music
μπαμπάς (ο)
papa
μπάνιο (το)
bath; bathroom
μπίρα (η)
beer
μπριζόλα (η)
steak
νοσοκομείο (το)
hospital
ντύνομαι
I dress myself, put my clothes on
ξενοδοχείο (το)
hotel
ξυπναώ
I wake up
ξυρίζομαι
I shave myself
ονομάζομαι
I’m named, call myself
ούζο (το)
ouzo
πάμε
let’s go!
Παρίσι (το)
Paris
πάρτι (το)
party
πατάτα (η)
potato
πάτωμα (το)
floor
πάω (πηγαίνω)
I go
πεινάω
I’m hungry
πέρα
beyond
περασμένος, -η, -ο
previous, last
περιμένω
I wait for
περνώ
I pass, spend time
περνώ από
I pass by; stop by
πέρσι (K. πέρυσι)
last year
πιατάκι (το)
saucer
πιάτο (το)
plate
πίνω
I drink
πιπέρι (το)
pepper
πιρούνι (το)
fork
πλένομαι
I wash myself
πληρώνω
I pay
πλοίο (το)
ship
πόλη (η)
city
πολυκατοικία (η)
apartment house/building, block of flats
πονόδοντος (ο)
toothache
πονοκέφαλος (ο)
headache
πόνος (ο)
pain
πονάω
I hurt, feel pain
ποτό (το)
drink
πρεσβεία (η)
embassy
προάστιο (το)
suburb
προτιμώ
I prefer
πρώτα
first (adv.)
πυρετός (ο)
fever
ραδιοφωνικός σταθμός (ο)
radio station
ρούχα (τα)
clothes
Ρώμη (η)
Rome
ρωσικός, -ή, -ό
Russian (thing)
σαλάτα (η)
salad
σαλόνι (το)
living room
σαπούνι (το)
soap
σηκώνομαι
I get up, stand up
Σουηδία (η)
Sweden
σουηδικός, -ή, -ό
Swedish (thing)
σούπα (η)
soup
στα αριστερά
on the left
στα δεξιά
on the right
σταθμός (ο)
station
στέκομαι
I stand
συναντώ
I meet
ταβέρνα (η)
restaurant-bar, tavern, pub
ταξιδεύω
I travel
ταχυδρόμος (ο)
postman, mailman
τηγανιτός, -ή, -ό
fried
τίποτα άλλο
nothing else; anything else?
Tουρκία (η)
Turkey
τουρκικός, -ή, -ό
Turkish (thing)
τραπεζαρία (η)
dining room
τρώω / τρώγω
I eat
τυρί (το)
cheese
υπνοδωμάτιο (το)
bedroom
φαγητό (το)
food, meal
φέρε
bring! (sg. familiar)
φέρτε
bring! (sg. polite / pl.)
φέτος (K. εφέτος)
this year
φιλώ
I kiss
φλιτζάνι (το)
cup
φλιτζάνι του καφέ (το)
coffee cup
φλιτζάνι του τσαγιού (το)
teacup
φορά (η)
time
φτηνός, -ή, -ό (K. φθηνός)
inexpensive, cheap
χαιρετώ
I greet
χαλί (το)
carpet
χολ (το)
hall(way)
χτενίζομαι
I comb myself
χτυπώ
I hit, knock, ring
χωριό (το)
village
χωρίς
without
ψάρι (το)
fish
ψητό (το)
roast
ψητός, -ή, -ό
roasted
ψυγείο (το)
refrigerator
ψωμί (το)
bread
αγορά (η)
market; purchase
αεροδρόμιο (το)
airport
ακάθαρτος, -η, -ο
dirty, unclear
-άκι/-τάκι (το)
(N. diminutive suffix)
άλλες φορές
other times
αλλού
elsewhere
αμέσως
at once
απαντώ
I answer
αποφασίζω
I decide
απρόσεχτος, -η, -ο (K. απρόσεκτος)
careless, inattentive
απρόσεχτα (K. απρόσεκτα)
carelessly
αργά (< αργός, -ή, -ό slow)
late; slowly
αργώ
I am late (habitually)
άργησα
I am/was late (once)
ασπιρίνη (η)
aspirin
βήχας (ο)
cough
βιάζομαι
Ι hurry
βιαστικός, -ή, -ό
hurried
βιαστικά
hurriedly
βρίσκω
I find
γάτα (η)
cat
για αυτό
for this (reason)
γνωρίζω
I’m acquainted with
γρήγορος, -η, -ο
quick, fast
γρήγορα
quickly, fast
δεν … κανένας
no(body), no(one)
δεν … ποτέ
never
δεν … πουθενά
nowhere
διακόσια (διακόσιοι, -ες, -α)
200
δισεκατομμύριο (το)
the billion
ένα δισεκατομμύριο
1.000.000.000
εισιτήριο (το)
ticket
εκατό
100
εκατομμύριο (το)
the million
ένα εκατομμύριο
1.000.000
εκδρομή (η)
picnic, outing, excursion
ελπίζω
I hope
εννιακόσια (εννιακόσιοι, -ες, -α)
900
εντάξει
all right; OK
εξακόσια (εξακόσιοι, -ες, -α)
600
επίσης
also
επτακόσια (επτακόσιοι, -ες, -α)
700
ερχόμενος, -η, -ο
next
ευχαριστημένος, -η, -ο
pleased
ευχάριστος, -η, -ο
pleasant
ευχαρίστως
with pleasure
ζηταώ
I ask for, look for
ημερολόγιο (το)
calendar
θαυμάσιος, -α, -ο
wonderful
θείος (ο)
uncle
θεία (η)
aunt
θυμάμαι
I remember
καθαρός, -ή, -ό
clean, clear, pure; net
καλωσόρισες / καλώς όρισες
welcome!
κανένας, καμία/καμιά, κανένα
any(body), any(one)
κάνω μπάνιο
I have a bath, bathe
κάπιος, κάποια, κάποιο
somebody, someone
κάπνισμα (το)
smoking
κάποτε
sometimes
κάπου
somewhere
κάτι
something
κλίμα (το)
climate
κοιμάμαι / κοιμούμαι
I sleep
λαιμός (ο)
throat
λεμόνι (το)
lemon
λεφτά (τα)
money (colloq.)
λίγος, -η, -ο
a little
λίγοι, -ες, -α
few
λυπάμαι / λυπούμαι
I’m sorry
μανταρίνι (το)
tangerine
μερικές φορές
some times
μερικοί, -ές, -ά
some
μη
not (neg. commands); non-, un-
μήλο (το)
apple
μου φαίνεται
he/she/it seems to me
μου φαίνονται
they seem to me
νέα (τα)
news
νωρίς
early
ξεκινώ
I start, begin, commence, set off (on a trip)
οδηγός (ο)
driver
οδηγώ
Ι drive
οκτακόσια (οκτακόσιοι, -ες, -α)
800
όλοι, όλες, όλα
all, everybody, everything
ομιλία (η)
speech
όταν
when, whenever
πάει μπροστά
It’s (running) fast
πάει πίσω
It’s (running) slow
πάντοτε / πάντα
always, every time
παντού
everywhere
πεντακόσια (πεντακόσιοι, -ες, -α)
500
περνώ καλα
I have a good time
πλαγιάζω
I lie down, I go to bed
πολλοί, -ές, -ά
many
πολύς, πολλή, πολύ
a lot (of)
ποντικός (ο)
mouse
πορτοκάλι (το)
orange
πόσοι, -ες, -α
how many? (countable)
πόσος, -η, -ο
how much? (non-countable)
ποτέ
ever
πουθενά
anywhere
πριν λίγο
a short while ago
προσεχτικός, -ή, -ό
careful, attentive
προσεχτικά
carefully
προσέχω
I’m careful, pay attention, watch out
προσοχή (η)
attention, notice, care
πρωθυπουργός (o/η)
prime minister
πως
how, that
ρωτώ
I ask
σάντουιτς (το)
sandwich
σελίδα (η)
page
σιγά
slowly; quietly
σοκολάτα (η)
chocolate
σπάνια (ς, -α, -ο)
seldom
σταματώ
I stop
στέλνω (K. στέλλω)
I send
στην υγειά σου
to your health
στην ώρα
on time
στιγμή (η)
moment
Συμβαίνει τίποτα;
Is something the matter?
συμβαίνει, συμβαίνουν
happens, happen
συμφωνώ
I agree
συνήθως
usually
συρτάρι (το)
drawer
συχνά (ς, -ή, -ό)
often, frequently
τελευταία
lastly; recently
τετρακόσια (τετρακόσιοι, -ες, -α)
400
τηλεφωνώ
I phone
Τι λες (για … );
What do you say (about …)?
Τι συμβαίνει;
What’s the matter?
τουρίστας (ο)
tourist
τρέχω
Ι run
τριακόσια (τριακόσιοι, -ες, -α)
300
τώρα τελευταία
recently
ύπνος
sleep
υπουργός (ο/η)
govt. minister
φαίνομαι
I appear, seem
φέρνω
I bring
φοβάμαι / φοβούμαι
I’m afraid
φτάνω
I arrive, reach
Χαίρω πολύ
How do you do?, Glad to meet you.
χαμηλός, -ή, -ό
low (things)
χίλια (χίλιοι, -ες, -α)
1000
χιλιάδα (η)
the thousand
δύο χιλιάδες
2000
τρεις χιλιάδες (G. τριών χιλιάδων)
3000
τέσσερις χιλιάδες (G. τεσσάρων χιλιάδων)
4000
χορεύω
Ι dance
χορός (ο)
dance
χρόνου (του)
next year
ώρα για + acc.
time for …
ώρα του φαγητού (η)
lunchtime
αγγουράκι (το)
cucumber
αδύνατος, -η, -ο
weak, thin, slim; impossible
αλήθεια (η)
truth
αλήθεια;
really?
αλλάζω, άλλαξα
I change
ανάβω, άναψα
I light, turn, switch on
ανατέλλω, ανάτειλα
Ι rise, appear
ανατολή (η)
east (noun)
ανατολή του ήλιου
sunrise
αναψυκτικό (το)
soft drink, soda, refreshment
ανεβαίνω, ανέβηκα
I go up, climb, get into
ανεβοκατεβαίνω, ανεβοκατέβηκα
I go up, then come down
αρκετά
enough (adv.)
αρκετός, -ή, -ό
enough, sufficient
αφήνω, άφησα
I leave, let, allow
αφού
since (because)
βγάζω, έβγαλα
I take out/off
βγαίνω, βγήκα
I come out, exit
βεβαίως
certainly
γαλατάς (ο)
milkman
γατάκι (το)
kitten
γέρος (ο)
old man
γριά (η)
old woman
γλιστρώ (ά), γλίστρησα
I slip, slide
γονείς (οι)
parents
δεν πρέπει να
must not, should not
διάλογος (ο)
dialogue
δοκιμάζω, δοκίμασα
I try (find out; taste)
δόντι (το)
tooth
δυνατός, -ή, -ό
strong; possible
δύση (η)
west (noun)
δύση του ήλιου (η)
sunset
δύσκολος, -η, -ο
difficult
δυστυχώς
unfortunately
δύω, έδυσα
Ι decline, fade
είσοδος (η)
entrance, entry
έκθεση (η)
exhibition, display
ελεύθερος, -η, -ο
free; single
ενδιαφέρομαι, ενδιαφέρθηκα
I’m interested
εξαιρετικά (ς, -ή, -ό)
exceptionally
έξοδος (η)
exit
έξυπνος, -η, -ο
clever, smart
επαναλαμβάνετε
repeat!
έπεσα
I fell
εύκολος, -η, -ο
easy
ευτυχώς
fortunately
ζω (εί)
I live
ζωή (η)
life
ζώο (το)
animal
Ηρακλής (o)
Hercules
ήσυχος, -η, -ο
quiet (adj)
ησυχία (η)
quiet (noun)
θα ‘θελα / θάθελα (θα ήθελα)
I would like
θέα (η)
view
θέαμα (το)
sight
θέμα (το)
subject
θόρυβος (ο)
noise
ίδιος, -α, -ο
same
ίσως
perhaps (wishful)
καθαρίζω, καθάρισα
I clean
καθηγητής (ο)
professor (m.)
καθηγήτρια (η)
professor (f.)
και εγώ το ίδιο
me too
και λοιπά (κ.λπ. / κλπ)
etc., and so forth
κατεβαίνω, κατέβηκα
I come down, descend, get out
κορυφή (η)
top
κοστίζω
I cost
κουβέντα (η)
chat
κουβεντιάζω, κουβέντιασα
I chat
κουρασμένος, -η, -o
tired
κρεοπώλης (ο, g.pl. -ών)
butcher
κύριος, -α (K. κυρία), -ο
main, chief
κύριος δρόμος (ο)
main street
κυρία είσοδος (η)
main entrance
λεμονάδα (η)
lemonade
λιγότερο + adj.
less …
μαγειρεύω, μαγείρεψα
I cook
μαζεύω, μάζεψα
I collect
μάλλον
rather
μανάβης (ο)
greengrocer
με τη βδομάδα
in weekly installments
με τον μήνα
in monthly installments
μελετώ, μελέτησα
I study (book, lesson)
μεσάνυχτα (τα)
midnight
μέση (η)
middle; waist
μοντέρνος, -α, -ο
modern
μπαινοβγαίνω, μπαινοβγήκα
I go in, then come out
μπαίνω, μπήκα
I go in, enter
μπορώ (εί), μπόρεσα
I can
μπροστά
in advance
νέος (ο)
young man
νέα (η)
young woman
νιάου (το)
meow
ντομάτα (η)
tomato
ξάδερφος / ξάδελφος (ο)
cousin (m.)
ξαδέρφη / ξαδέλφη (η)
cousin (f.)
ξεχνώ (ά), ξέχασα
I forget
ο ήλιος ανατέλλει
the Sun rises
ο ήλιος δύει
the Sun sets
o οποίος, η οποία, το οποίο
(who, which)
ο/η/το πιο …
the most …
όρεξη (η)
appetite
-ότατος, -η, -ο
(absolute superlative – a very high degree of)
-ότερος, -η, -ο
more …
παίζω, έπαιξα
I play
παίρνω (or βγάζω) φωτογραφίες
I take photos
παιχνίδι (το)
game, toy
πανεπιστήμιο (το)
university
παντρεμένος, -η, -ο
married
πάρα πολύ
(absolute superlative – a very high degree of)
παρακαλώ (ά/εί), παρακάλεσα
I beg
πεθαίνω, πέθανα
I die
περίπου το ίδιο
about the same
περνώ κάποιον
I’m ahead of someone
πέτρα (η)
stone
πιο … (από + acc.)
more … (than …)
πιο + adj.
more …
πιο μεγάλος
older
πιο μικρός
younger
πιστεύω, πίστεψα
I believe
πλάι (+ gen.)
next to
πλένω, έπλυνα
I wash
ποτίζω, πότισα
I water
πολύ πολύ
(absolute superlative – a very high degree of)
που
(relative pronoun - who, that, which, whose)
πουλί (το)
bird
πρέπει να
must, has/have to; should, ought
προς το παρόν
for the time being
προσκαλώ (εί), προσκάλεσα
I invite
προσπαθώ (εί), προσπάθησα
I try (attempt, make an effort)
προσφέρω, πρόσφερα
I offer
προτιμώ (A) από (B)
I prefer (A) to (B)
σαν (+ past cont.)
while
σαν
as, like
σβήνω, έσβησα
I extinguish; turn/switch off
σκληρός, -ή, -ό
hard, stiff (adj.)
σκληρά
hard (adv.)
συγυρίζω, συγύρισα
I tidy up
συγχωρώ (εί), συγχώρεσα
I excuse, forgive
συλλογή (η)
collection
σύντομος, -η, -ο
brief, short
σύντομα
briefly, soon
σχεδόν
nearly, almost
ταχυδρομώ (εί), ταχυδρόμησα
I mail, post
τηλεγραφείο (το)
telegraph office
τηλεγράφημα (το)
telegram
τηλεφώνημα (το)
telephone call
την ώρα εκείνη
at that time
την ώρα που
at the time when
το ίδιο (με)
the same (as)
τον περνώ στα χρόνια
I’m older than him
τουλάχιστο(ν)
at least
τους χαιρετισμούς
regards
τροφή (η)
food
τυχερός, -ή, -ό
lucky
φοιτητής (ο)
university student (m.)
φοιτήτρια (η)
university student (f.)
φύλλο (το)
leaf; sheet (paper, foil, pastry)
φωνάζω, φώναξα
I shout, yell, call out
φως (το)
light
φωτογραφίζω, φωτογράφισα
I photograph
φωτογραφική (μηχανή) (η)
camera
φωτογράφος (ο/η)
photographer
χάμω
on the ground, down
χάνω, έχασα
I lose
χασάπης (ο, pl. χασάπηδες)
butcher
χόμπι (το, indecl.)
hobby
χόρτα (τα)
grass, weeds
χορτάρι (το)
lawn
χρειάζομαι, χρειάστηκα
I need
χρήσιμος, -η, -ο
useful
ψωμάς (ο, pl. ψωμάδες)
baker
ως συνήθως
as usual
άγνωστος ( -η, -ο)
stranger (male)
αδιάθετος, -η, -ο
indisposed
αδυνατίζω, αδυνάτισα
I become weak, slim; lose weight
Αίγυπτος (η)
Egypt
ακόμα
still
ακόμα και
even, yet
Αλεξάνδρεια (η)
Alexandria
αλλάζω γνώμη
I change my mind
άλλοτε
formerly, at one time, in the past
Αμαζόνιος (ο)
Amazon River
άμμος (η)
sand
αν
if
ανάγκη (η)
necessity (for), need (of)
αναψυχή (η)
recreation
άνεμος (ο)
wind
ανησυχώ (εί), ανησύχησα
I worry
ανοιξιάτικος, -ή, -ό
spring’s
αντί (να)
instead of
απαγορεύεται, απαγορεύτηκε/απαγορεύθηκε
it’s prohibited
απαγορεύω, απαγόρευσα/απαγόρεψα
I prohibit
απαντώ στο γράμμα
I answer the letter
απογευματινός, -ή, -ό
afternoon’s
άσε / ας (
let!
αστείο (το)
joke
αστείος, -α, -ο
funny
αστροναύτης (ο/η, g.pl. -ών)
astronaut