noun/adj 3 Flashcards
προτιμηση
μεροληψια
partiality
πλησιεστερος
περιπου, σχεδον
proximate
αστειο, φαρσα, καλαμπουρι
gag
περιεργος, που εχει οεριεργεια
απο περιεργεια
curious
εξιδανικευμενος, ωραιοποιημενος
που λατρευεται
glorified
υπαινικτηκος, με υπονοουμενα
suggestive
πολλοι
πολυαριθμος
αφθονος
plentiful
προφορα
τονος
“νοτα”, πινελια
accent
αποφυγη
διαφυγη
evasion
διφορουμενος
που διαφευγει
που υπεκφευγει
evasive
πομπωδης
pompous
περιφραση
circumlocution
κοινοτοπια
banality
(καχ)υποψια
suspicion
ανακωχη
truce
καταστολη
καταπιεση, απωθηση
repression
ισορροπια
αισθηση ισορροπιας
equlibrium
εξορια
exile
μοναδικος, ξεχωριστος, ιδιαιτερος
ενικος(αριθμος)
singular
σπλασχνα
viscera
viscus
αρχαιοδιφης
antiquarian
προσδοκια, ελπιδα
προσμονη
anticipation
εημια, ερημοτοπος
wilderness
αφυσικος, μυστηριωδης, παρακενος
μεταφυσικος
uncanny
παρηγορια
solace
ραγισμενος
cracked
αυθαιρεσια
arbitariness
μακροζωια, μακροβιωτητα
longevity
παραβολη
parable
ευκαιρια
σε τομη ευκαιριας
bargain
θποθετικος
εικασια
φανταστικος
speculative
αμφιεση, περιβολη
προφαση
“προσωπειο”
guise
αιτημα
αιτουμαι
petition
ικεσια
ικετευτικος
pleading
καταλοιπο
residue
κατορθωμα
feat
ονομαστος, περιβοητος
renowned
λειος, στιλπνος
sleek
υγρος
moist
υποσιτισμος
διατροφη
malnutrition
nutrition
σπανιοτητα
scarcity
θεραπεια
remedy
εντονος
intense
γυρη
pollen
βλαστηση
vegentation
ντοπιος
ιθαγενης
indigenous
τεμαχισμενος
segmented
δημος, περιφερεια
municipality
ακαμπτος
rigid
παγιδευω
entrap
απογονος
offspring
δυσαναγνωστος
illegible
ικανοτητα
χωρητικοτητα
ιδιοτητα
capacity
αναποδια
setback
αναπισπαστος
integral
αποφασιστικοτητα
determination
deciveness
οικειοτητα
intimacy
familiarity
αδιακοπος
relentless
επιμονος
persistent
τυχη
luck
fortune
chance
φραση
chunk
εξαετισμος
ventilation
συστημα υδρευσης αποχετευσης
sanitation
μεγεθος, ενταση
magnitude
πανιψηλος
towering
διαρκης, αδιακοπος
perpetual
εγκαταλειμμενος
derelict
αυτοκινητοδρομος
freeway
υφεση
slump
επιμαχος
contentious
παρθενο
pristine
τριξιμο
crackling
διαβρωση
erosion
συγκομιδη
harvest
crop
σοδεια
σκουριασμενος
rusty
διαψευδω
invalidate
φλεβα
vain
μασχαλη
armpit
αναπνευστικος
respiratory
βιαστικος
rush
επαναλαμβανομενος
recurrent
αρθρωση
joint
ελλιπης
deficient
αξιος, ικανος
conpetent
ευγνωμοσυνη
gratitude
κοπωση
fatigue
αυτονοητος
implicit
ακινητος
still
immovable
motionless
ξυπνιος
be awake
θρησκευομενος, που πιστευει στο θεο
religious (man)
αυλη
yard
συνωμοσια
plot
πλοκη
σχεδιο
plot
δυσαρεστος
unpleasant
ευχαριστως, μετα χαρας
ευτυχισμενα
happily
καταφαση
καταφατικος
ναι, μαλιστα
affirmative
ηλιθιος
moron
οχλος, πληθος (αρν)
mob
ραματα
stiches
συνδυασμος
ενωση
συνθετη λεξη
conpound