noun/adj 12 Flashcards
ερμηνευτικος, επεξηγηματικος
explanatory
αυτονητος, προφανης
self-explenatory
obvious
clear
μεταδοση
μεταβιβαση
transferense
αναρμοστη συμπεριφορα, παραπτωμα
misconduct
κατηγορος
εισαγγελεας
διωξη, υποθεση
εισαγγελεια, o κατηγορος
prosecutor
prosecution
the prosecution
σημαντικο/ανοδικο βημα
step up
ικανοτητα
ευχαιρια, γνωση
competence
αδεξιος
uncoordinated
clumsy
ιδιοφυης
ingenious
παραλειψη
omision
οραση
eyesight
αναγνωριση
acclaim
praise
φυλακιση
imprisonment
κακοφημος
disreputable
πληροφοριοδοτης
informant
θεωρω
παρατηρω
αφορω
σεβομαι
regard
στενοχωρω
ταραζω
upset
ελεγχω, ρυθμιζω
regulate
αλφαβητισμος
αναλφαβητος
literacy
inliterate
γρηγορος, γοργος
fast-paced
duration of concentration
attention span
κουραση, κοπωση, εξαντληση
fatigue
εξωτερικος
outer
αντιγραφο
duplicate
replica
(κοινωνικη) προνοια
ευημερια, καλο
welfare
ορμη, δυναμικη
momentum
λεπτολογια
ορολογια
jargon
στοιχειωδης, βασικος
αρχη, basic principle
rudimentary
rudiment
(προσωπικα) στοιχεια
στοιχεια
details
particulars
data
statistics
προστασια, διατηρηση
preservation
απεχθεια, αποστροφη
revulsion
βαρος, φορτωμα, μπελας
imposition
λεκες
stain
οικοπεδο
μεριδιο
κατανομη
allotment
αποζημιωση, επανορθωση
restitution
ανασταση
resurrection
συνεχιση
resumption
αντιποινα
retaliation
αντηχηση
reverberation
προσβλητικος
offensive
διεισδητικος
διαπεραστικος
penetrating
στοχαστικος
pensive
σαφης, ξεκαθαρος
πορνογραφικος
explicit
επηφανειακος
επιφανειακος, ρηχος (μτφ)
superficial
εφαπτομένη
εφαπτομενος
tangent
συμφωνο
φωνηεν
consant
vowel
διαμονη, παραμονη
ειδικοτητα
μονιμη διαμονη
residency
permanent residency
ακυρος
κενος, αδειος
void
το κενο
the void
emptyness
διαβρωτικος,
καταστροφικος
corrosive
γρηγορος, ταχυς, αμεσος
prompt
προσβολη (προς/για)
affront (to)
μοναδικος στο ειδος του
ιδιορυθμος, εκκεντρικος
sui generis
οικουμενικοτητα
universitality
οικουμενικοτητα
universitality
υπενθυμηση, υποδειξη
prompt
απερισκεψια
recklessness
απομνημονευματα
memoir
φορτιο
charge
load
πασαλος
μεριδιο
stake
αγωνια
απελπισια
anguish
με εντονη μυρωδια
redolent
παραξενος τυπος
weirdo
χαχανητο, γελιο
giggle
ξαφνιασμενος
startled
συναντηση
encounter
εξωστρεφης
extrovert
ανεφικτος
unfeasible
τρομος
dread
εντυπωσιακος
stricking
συνειδηση
conscience
εφηβος
εφηβεια
adolescent
adolescence
εμπορος
retailer
merchant
οξυδερκης
εκλρκτικος
discerning
κακουχια
hardship
συγκινητικος
moving
εγχειρημα
venture
απεικονιση
portrayal
αδεξιος
inept
clumsy
αποθεμα
απογραφη
καταλογος
inventory
κοινοτοπος
πεζος
αδιαφορος
mundane
συλλογισμος
reasoning
αδεξιοτητα
clumsiness
διορατικος
insightful
αντιληπτος
perceptive
διαφορετικος
αποκλινων, παρεκλινωμ
divergent
aνωριμος
immature
καθοδηγηση
guidance
εξεγερση
riot
rebellion
uprising
προσαρμοσημος
adaptive
γνωση
acquaintance with
knowledge of
επιτευξη, κατορθωμα
accomplishment
δυσπιστια
distrust
αντιστοιχος
ο καθενας στο δικο του
respective
of each