English to Greek1 Flashcards
afternoon
απόγευμα (το)
again
πάλι
all, entire
όλος, -η, -ο
and, too, also
και
basket
καλάθι (το)
beautiful
όμορφος, -η, -ο
beautiful
ωραίος, -α, -ο
behind
πίσω
bicycle
ποδήλατο (το)
big, great (in size or stature), grand
μεγάλος, -η, -ο
black
μαύρος, -η, -ο
blonde
ξανθός, -ή/-ιά, -ό
blue
μπλε
book
βιβλίο (το)
bottle
μπουκάλι (το)
box
κουτί (το)
boy
αγόρι (το)
brown (eyes, hair)
καστανός, -ή, -ό
brown
καφέ
building
κτίριο (το)
bus
λεωφορείο (το)
car
αυτοκίνητο (το)
ceiling
ταβάνι (το)
chair
καρέκλα (η)
cheek
μάγουλο (το)
child
παιδί (το)
chin
πηγούνι (το)
cigarette
τσιγάρο (το)
cinema
σινεμά (το)
clock, watch
ρολόι (το)
coffee
καφές (ο)
cognac
κονιάκ (το)
cold
κρύο (το)
color
χρώμα (το)
come! (sg. familiar)
έλα
come! (sg. formal / pl.)
ελάτε
count! (sg. familiar)
μέτρησε
count! (sg. formal / pl.)
μετρήστε
cupboard, cabinet, wardrobe
ερμάρι (το)
desk; office
γραφείο (το)
door
πόρτα (η)
down
κάτω
dress
φόρεμα (το)
ear
αυτί (το)
eight
οχτώ (also οκτώ)
eighteen
δεκαοχτώ (also δεκαοκτώ)
eleven
ένδεκα (also έντεκα)
evening
βράδυ / βράδι (το)
Excuse me (sg. familiar)
με συγχωρείς
Excuse me (sg. formal / pl.)
με συγχωρείτε
eye
μάτι (το)
face; person
πρόσωπο (το)
far
μακριά
few (neut.)
λίγα
fifteen
δεκαπέντε
finger, toe
δάχτυλο (το)
five
πέντε
floor
πάτωμα (το)
flower
λουλούδι (το)
foot, leg
πόδι (το)
forehead
μέτωπο (το)
fountain pen
πένα / πέννα (η)
four (m/f, n)
τέσσερις, τέσσερα
fourteen (m/f, n)
δεκατέσσερις, δεκατέσσερα
from
από (απ’)
garage
γκαράζ (το)
girl
κορίτσι (το)
glass
ποτήρι (το)
good (adv.)
ωραία
Good evening
Καλησπέρα
Good morning
Καλημέρα
Good night
Καληνύχτα
gray
γκρίζος, -η, -ο
green
πράσινος, -η, -ο
Greetings! Hello!
Χαίρετε
hair
μαλλιά, τα
hand, arm
χέρι (το)
he, she, it; this / this one (m, f, n)
αυτός, -ή, -ό
he/she/it is; they are
είναι
head
κεφάλι (το)
heat
ζέστη (η)
her
της
here is
νά
here
εδώ
Hi, Hello (sg. familiar)
Γεια σου
Hi, Hello (sg. polite / pl.)
Γεια σας
his
του
house, home
σπίτι (το)
How are you? (sg. familiar)
Τι γίνεσαι;
how many? (neut.)
πόσα
how?
πώς
I
εγώ
I am
είμαι
I beg, implore
παρακαλώ
I do, make
κάνω
I forgive, excuse
συγχωρώ
I go
πηγαίνω
I have
έχω
I hear
ακούω
I know
ξέρω
I read
διαβάζω
I repeat
επαναλαμβάνω
I see
βλέπω
I smoke
καπνίζω
I stay, remain
μένω
I think
νομίζω
I turn, return
γυρίζω
I want
θέλω
I write
γράφω
in front
μπροστά
in, on, at, to
σε (σ’)
in, on, at, to the (m, f, n)
στον, στην, στο
in
μέσα
inside of, within
μέσα σε
it’s cold
κάνει κρύο
it’s hot
κάνει ζέστη
jacket
σακάκι (το)
key
κλειδί (το)
left
αριστερός, -ή, -ό
light blue (eyes, sky)
γαλανός, -ή, -ό
little (adv.)
λίγο
magazine
περιοδικό (το)
many (neut.)
πολλά
match
σπίρτο (το)
meter
μέτρο (το)
microphone
μικρόφωνο (το)
mile
μίλι (το)
milk
γάλα (το)
Miss
δεσποινίς (η)
morning
πρωί (το)
mouth
στόμα (το)
Mr.
κύριος (ο)
Mrs.
κυρία (η)
my
μου
near
κοντά
new
καινούριος, -α, -ο
night
νύχτα (η)
nine
εννιά (also εννέα)
nineteen
δεκαεννιά (also δεκαεννέα)
no
όχι
noon
μεσημέρι (το)
nose
μύτη (η)
not
δεν
now
τώρα
number
αριθμός (ο)
old
παλιός, -ά, -ό
on, on top of
πάνω σε
one (m, f, n), a/an
ένας, μία (also μια), ένα
or
ή
other
άλλος, -η, -ο
our
μας
out
έξω
outside of
έξω από
overcoat
παλτό (το)
(pair of) pants
παντελόνι (το)
paper
χαρτί (το)
part, place
μέρος (το, pl. τα μέρη)
pencil
μολύβι (το)
piece
κομμάτι (το)
Please (lit. I beg)
παρακαλώ
put! (sg. familiar)
βάλε
radio
ραδιόφωνο (το)
record player
γραμμόφωνο (τo)
red
κόκκινος, -η, -ο
right
δεξιός, -ά, -ό (N. also δεξί)
room
δωμάτιο (το)
schilling
σελίνι (το)
school
σχολείο (το)
seven
εφτά (also επτά)
seventeen
δεκαεφτά (also δεκαεπτά)
shirt
πουκάμισο (το)
shoe
παπούτσι (το)
six
έξι
sixteen
δεκαέξι
small
μικρός, -ή, -ό
studio
στούντιο (το)
sugar
ζάχαρη (η)
table
τραπέζι (το)
taxi
ταξί (το)
tea
τσάι (το)
telephone
τηλέφωνο (το)
television
τηλεόραση (η)
ten
δέκα
Thank you (lit. I thank)
ευχαριστώ
that / that one (m, f, n)
εκείνος, -η, -ο
the (f.)
η
the (m.)
o
the (neut.)
το
their
τους
there is, there are
έχει
there
εκεί
they / these (m, f, n)
αυτοί, -ές, -ά
thing
πράγμα (το)
thirteen (m/f, n)
δεκατρείς, δεκατρία
this / this one (m, f, n)
αυτός, -ή, -ό
three (m/f, n)
τρεις, τρία
tree
δέντρο (το)
twelve
δώδεκα