English to Greek 2 Flashcards
cards
χαρτιά (τα)
cashier’s office/window, cash drawer/register; fund
ταμείο (το)
chest, breast
στήθος (το)
classical
κλασικός, -ή, -ό
cloth, fabric, material
ύφασμα (το)
coffeehouse (L44)
καφενείο (το)
collar
γιακάς (ο)
companion, comrade
σύντροφος (ο/η)
company, friends
συντροφιά (η)
concert
κονσέρτο (το)
continually, continuously
συνεχώς
cotton
βαμβάκι (το)
cross
σταυρός (ο)
daily’s
καθημερινός, -ή, -ό
dangerous
επικίνδυνος, -η, -ο
dark, gloomy, overcast
σκοτεινός, -ή, -ό
deep (adj.)
βαθύς, -ιά, -ύ
depth
βάθος (το)
diet
δίαιτα (η)
each one
καθένας, καθεμία/καθεμιά, καθένα
early in the morning
πρωί
earth
γη (η)
Egypt
Αίγυπτος (η)
elephant
ελέφαντας (ο)
encyclopedia
εγκυκλοπαίδεια (η)
European
ευρωπαϊκός, -ή, -ό
even
ακόμα και
evening’s
βραδινός, -ή, -ό
fashion
μόδα (η)
favor
χάρη (η)
flax, linen
λινάρι (το)
floor (of a building)
όροφος (ο)
for what reason?
Για ποιο λόγο;
formerly, at one time, in the past
άλλοτε
funny
αστείος, -α, -ο
glass (as a material)
γυαλί (το)
grape
σταφύλι (το)
happens, occurs (impers.)
συμβαίνει, συνέβη
harbor, port
λιμάνι (το)
heavy
βαρύς, -ιά, -ύ (also K. βαρύς, -εία, -ύ)
height
ύψος (το)
help, aid
βοήθεια (η)
hippopotamus
ιπποπόταμος (ο)
holiday, celebration
γιορτή (η)
how long?
πόσο καιρό;
how often?
κάθε πόσο καιρό;
however, but
όμως
I advise
συμβουλεύω, συμβούλεψα
I answer the letter
απαντώ στο γράμμα
I become; happen, take place
γίνομαι, έγινα
I become weak, slim; lose weight
αδυνατίζω, αδυνάτισα
I blow
φυσώ (ά), φύσηξα
I borrow
δανείζομαι, δανείστηκα
I break
σπάζω, έσπασα
I call; invite
καλώ (εί), κάλεσα
I can’t decide
δεν αποφασίζω
I catch a cold
κρυολογώ (εί), κρυολόγησα
I celebrate
γιορτάζω, γιόρτασα
I change my mind
αλλάζω γνώμη
I cry
κλαίω, έκλαψα
I cut
κόβω, έκοψα
I do again
ξανακάνω, ξανάκανα/ξαναέκανα
I shop, do my shopping
ψωνίζω, ψώνισα
I exist
υπάρχω, υπήρξα
I fill
γεμίζω, γέμισα
I fly; throw away
πετώ (ά), πέταξα
I get angry
θυμώνω, θύμωσα
I grow up
μεγαλώνω, μεγάλωσα
I haven’t … for
έχω να (+ NC subj.)
I haven’t … since
έχω να (+ NC subj.) από
I hide
κρύβω, έκρυψα
I laugh at the joke
γελώ με το αστείο
I lend
δανείζω, δάνεισα
I look after, take care of, pay attention to
προσέχω, πρόσεξα
I need X
έχω ανάγκη Χ
I pass my time
περνώ την ώρα μου
I persuade
πείθω, έπεισα
I play cards
παίζω χαρτιά
I promise
υπόσχομαι, υποσχέθηκα
I recommend
συστήνω, σύστησα
I resemble, look like
μοιάζω, μοίασα
I search
ψάχνω, έψαξα
Ι send away, dismiss
διώχνω, έδιωξα
I sew
ράβω, έραψα
I smell (s.t.)
μυρίζω, μύρισα
I spread/stretch out, I lay down
ξαπλώνω, ξάπλωσα
I study (at a university)
σπουδάζω, σπούδασα
I swim
κολυμπώ (ά), κολύμπησα
I take again
ξαναπιάνω, ξανάπιασα/ξαναέπιασα
I take aim; intend
σκοπεύω, σκόπευσα
I tear (s.t.)
σχίζω/σκίζω, έσχισα
I tell jokes
λέγω αστεία
I think (about), consider
σκέφτομαι/σκέπτομαι, σκέφτηκα
I throw
ρίχνω, έριξα
I translate
μεταφράζω, μετάφρασα
I wear, put on
φορώ (ά), φόρεσα
I worry
ανησυχώ (εί), ανησύχησα
I’m away, absent, missing
λείπω, έλειψα
I’m doing a favor
κάνω μια χάρη
I’m mad, crazy (about…)
τρελαίνομαι, τρελάθηκα (για …)
ice
πάγος (ο)
if
αν
indisposed
αδιάθετος, -η, -ο
instead of
αντί (να)
invitation
πρόσκληση (η)
it depends (on)
εξαρτάται (από)
it took (me) a half hour
έκανα μισή ώρα
it was about time!
ήταν καιρός!
it’s allowed
επιτρέπεται, επιτράπηκε
(< I allow)
(<επιτρέπω, επέτρεψα)
it’s dangerous (to)
είναι επικίνδυνο (να)
it’s dark
είναι σκοτεινά
it’s impossible (to)
είναι αδύνατο (να)
it’s madness (to)
είναι τρέλα (να)
it’s necessary (to)
είναι ανάγκη (να)
it’s possible (to)
είναι δυνατό (να)
it’s preferable (to)
είναι προτιμότερο (να)
it’s prohibited
απαγορεύεται, απαγορεύτηκε/απαγορεύθηκε
(< I prohibit)
(<απαγορεύω, απαγόρευσα/απαγόρεψα)
it’s strange (to)
είναι παράξενο (να)
it’s terrible (to)
είναι τρομερό (να)
joke
αστείο (το)
just (as), as soon as
μόλις
kilogram
κιλό (το)
kilometer
χιλιόμετρο (το)
kind; species
είδος (το)
last year’s
περσινός, -ή, -ό (K. περυσινός)
length
μήκος (το) -or- μάκρος (το)
let! (colloq.)
άσε /ας (< άφησε)
light (adj.), weak
ελαφρύς, -ιά, -ύ (also D. ελαφρός, -ιά/-ά, -ό)
light (noun)
φως (το, pl. φώτα)
like, such as, just as
όπως
long
μακρύς, -ιά, -ύ
madam
μαντάμ (η, indecl.)
made of cotton
βαμβακερός, -ή, -ό
made of flax (linen)
λινός, -ή, -ό
made of glass
γυάλινος, -η, -ο
made of leather
δερμάτινος, -η, -ο
made of paper
χάρτινος, -η, -ο
made of silk
μεταξωτός, -ή, -ό
made of stone
πέτρινος, -η, -ο
made of wood
ξύλινος, -η, -ο
made of wool
μάλλινος, -η, -ο
map
χάρτης (ο)
medicine
φάρμακο (το)
medium, average
μέτριος, -α, -ο
melon
πεπόνι (το)
mistake
λάθος (το)
month’s
μηνιαίος, -α, -ο
moon (D.)
φεγγάρι (το)
moon (K./scientific)
σελήνη (η)
morning’s
πρωινός, -ή, -ό
motion, movement; traffic
κίνηση (η)
naughty
άταχτος/άτακτος, -η, -ο
necessity (for), need (of)
ανάγκη (η)
night’s
νυχτερινός, -ή, -ό (K. νυκτερινός)
Nile
Nείλος (ο)
noon’s
μεσημεριανός, -ή, -ό
not at all
καθόλου
notebook
τετράδιο (το)
novel, fiction
μυθιστόρημα (το)
nylon
νάιλον (το)
opinion
γνώμη (η)
paper (L15), playing card (L76)
χαρτί (το)
Piraeus
Πειραιάς (ο)
preceding, previous
προηγούμενος, -η, -ο
price
τιμή (η)
rare, uncommon
σπάνιος, -α, -ο
rather than, instead of
παρά (να)
recreation
αναψυχή (η)
regularly
τακτικά (< τακτικός, -ή, -ό)
rendezvous, meeting
ραντεβού (το, indecl.)
right, correct
ορθό (< ορθός, -ή, -ό)
river
ποταμός (ο)
row, turn; series
σειρά (η)
my turn
σειρά μου (η)
sailor
ναύτης (ο)
sand
άμμος (η)
send away, dismiss
διώχνω, έδιωξα
serious
σοβαρός, -ή, -ό
shopping, purchases
ψώνια (τα)
silk
μετάξι (το)
size, measurement
μέγεθος (το)
skin, leather
δέρμα (το)
sleeve
μανίκι (το)
small boy
μικρός (ο)
small girl
μικρή (η)
small-bodied
μικρόσωμος, -η, -ο
smell (noun)
μυρωδιά (η)
space
διάστημα (το)
spaceship, spacecraft
διαστημόπλοιο (το )
spring’s
ανοιξιάτικος, -ή, -ό
still
ακόμα
strange
παράξενος, -η, -ο
stranger (male)
άγνωστος (o, < άγνωστος, -η, -ο)
street kiosk (sells small goods)
περίπτερο (το)
such
τέτοιος, -α, -ο
suitcase
βαλίτσα (η)
summer’s
καλοκαιρινός, -ή, -ό