English to Greek 3 Flashcards
expensive
ακριβός, -ή, -ό
fever
πυρετός (ο)
first (adv.)
πρώτα
fish
ψάρι (το)
floor
πάτωμα (το)
food, meal
φαγητό (το)
for, about
για
fork
πιρούνι (το)
French (thing)
γαλλικός, -ή, -ό
fried
τηγανιτός, -ή, -ό
from there on, thereafter
απ’ εκεί και πέρα
full
γεμάτος, -η, -ο
German (thing)
γερμανικός, -ή, -ό
gift
δώρο (το)
hairdresser’s shop, beauty salon
κομμωτήριο (το)
hall(way)
χολ (το)
headache
πονοκέφαλος (ο)
holidays
διακοπές (οι fem.)
hospital
νοσοκομείο (το)
hotel
ξενοδοχείο (το)
I comb myself
χτενίζομαι
I come
έρχομαι
I count, measure
μετρώ
I dress myself, put my clothes on
ντύνομαι
I drink
πίνω
I eat
τρώω / τρώγω
I get up, stand up
σηκώνομαι
I go
πάω (colloq. for πηγαίνω)
I greet
χαιρετώ
I help
βοηθώ
I hit, knock, ring
χτυπώ
I hold
κρατώ
I hurt, feel pain
πονώ / πονάω
I kiss
φιλώ
I meet
συναντώ
I pass, spend time
περνώ
I pass by; stop by
περνώ από
I pay
πληρώνω
I prefer
προτιμώ
I prepare
ετοιμάζω
I rent
ενοικιάζω
I say
λέω / λέγω
I shave myself
ξυρίζομαι
I sit
κάθομαι
I stand
στέκομαι
I travel
ταξιδεύω
I understand
καταλαβαίνω
I wait for
περιμένω
I wake up
ξυπνώ
I wash myself
πλένομαι
I work
εργάζομαι
I’m hungry
πεινώ
I’m named, call myself
ονομάζομαι
I’m thirsty
διψώ
inexpensive, cheap
φτηνός, -ή, -ό (K. φθηνός)
it doesn’t matter
δεν πειράζει
Italian (thing)
Ιταλικός, -ή, -ό
kitchen; cuisine
κουζίνα (η)
knife
μαχαίρι (το)
last year
πέρσι (K. πέρυσι)
let’s go
πάμε
lira; pound sterling (£)
λίρα (η)
list
λίστα (η)
little spoon (for tea/coffee)
κουταλάκι (το)
living room
σαλόνι (το)
lunch; meal
γεύμα (το)
mama
μαμά (η, pl. μαμάδες)
manager (female)
διευθύντρια (η)
marmalade, jam
μαρμελάδα (η)
meat
κρέας (το, gen. κρέατος)
museum
μουσείο (το)
music
μουσική (η)
nothing else; anything else?
τίποτα άλλο
on the left
στα αριστερά
on the right
στα δεξιά
ouzo
ούζο (το)
package, parcel
δέμα (το)
pain
πόνος (ο)
pair, couple
ζευγάρι (το)
papa
μπαμπάς (ο, pl. μπαμπάδες)
Paris
Παρίσι (το)
party
πάρτι / πάρτυ (το)
passenger
επιβάτης (ο)
pepper
πιπέρι (το)
piece of furniture
έπιπλο (το)
furniture
έπιπλα (τα)
place, seat
θέση (η)
plate
πιάτο (το)
police (the)
αστυνομία (η)
police station
αστυνομικός σταθμός (ο)
policeman
αστυνομικός (ο/η)
postman, mailman
ταχυδρόμος (ο)
potato
πατάτα (η)
previous, last
περασμένος, -η, -ο
quite, considerably
αρκετά
radio station
ραδιοφωνικός σταθμός (ο)
ready
έτοιμος, -η, -ο
refrigerator
ψυγείο (το)
rent
ενοίκιο (το)
restaurant
εστιατόριο (το)
restaurant-bar, tavern, pub
ταβέρνα (η)
riddle
αίνιγμα (το)
right (noun)
δίκιο (το)
roast
ψητό (το)
roasted
ψητός, -ή, -ό
Rome
Ρώμη (η)
Russian (thing)
ρωσικός, -ή, -ό
salad
σαλάτα (η)
salary, wage, pay
μισθός (ο)
salt
αλάτι (το)
same
ίδιος, -α, -ο
saucer
πιατάκι (το)
ship
πλοίο (το)
shop window
βιτρίνα (η)
sick
άρρωστος, -η, -ο
sit! (sg. familiar)
κάθισε
sit! (sg. polite / pl.)
καθίστε
so, thus
έτσι
soap
σαπούνι (το)
sock, stocking
κάλτσα (η)
soup
σούπα (η)
Spanish (thing)
ισπανικός, -ή, -ό
spoon (for soup)
κουτάλι (το)
station
σταθμός (ο)
steak
μπριζόλα (η)
store
κατάστημα (το)
suburb
προάστιο (το)
suit
κοστούμι (το)
Sweden
Σουηδία (η)
Swedish (thing)
σουηδικός, -ή, -ό
Switzerland
Ελβετία (η)
teacup
φλιτζάνι του τσαγιού (το)
theater
θέατρο (το)
this year
φέτος (K. εφέτος)
tie
γραβάτα (η)
time
φορά (η)
together with
μαζί
toilet (WC)
αποχωρητήριο (το)
tonight
απόψε
toothache
πονόδοντος (ο)
Turkey
Tουρκία (η)
Turkish (thing)
τουρκικός, -ή, -ό
vegetables
λαχανικά (τα)
village
χωριό (το)
waiter
γκαρσόν (το) / γκαρσόνι (το)
without
χωρίς
word
λέξη (η)
work
εργασία (η)
wrong
άδικο (το)
100
εκατό
200
διακόσια (διακόσιοι, -ες, -α)
300
τριακόσια (τριακόσιοι, -ες, -α)
400
τετρακόσια (τετρακόσιοι, -ες, -α)
500
πεντακόσια (πεντακόσιοι, -ες, -α)
600
εξακόσια (εξακόσιοι, -ες, -α)
700
επτακόσια (επτακόσιοι, -ες, -α)
800
οκτακόσια (οκτακόσιοι, -ες, -α)
900
εννιακόσια (εννιακόσιοι, -ες, -α)
1000
χίλια (χίλιοι, -ες, -α)
the thousand
χιλιάδα (η)
2000
δύο χιλιάδες
3000
τρεις χιλιάδες (G. τριών χιλιάδων)
4000
τέσσερις χιλιάδες (G. τεσσάρων χιλιάδων)
the million
εκατομμύριο (το)
1000000
ένα εκατομμύριο (G. ενός εκατομμυρίου)
the billion
δισεκατομμύριο (το)
1000000000
ένα δισεκατομμύριο (G. ενός δισεκατομμυρίου)
a little
λίγος, -η, -ο
a lot (of)
πολύς, πολλή, πολύ
a short while ago
πριν λίγο
airport
αεροδρόμιο (το)
all right; OK
εντάξει
all, everybody, everything
όλοι, όλες, όλα
also
επίσης
always, every time
πάντοτε / πάντα
any(body), any(one)
κανένας, καμία/καμιά, κανένα
anywhere
πουθενά
apple
μήλο (το)
aspirin
ασπιρίνη (η)
at once
αμέσως
attention, notice, care
προσοχή (η)
aunt
θεία (η)
calendar
ημερολόγιο (το)
careful, attentive
προσεχτικός, -ή, -ό (K. προσεκτικός)
carefully
προσεχτικά (K. προσεκτικά)
careless, inattentive
απρόσεχτος, -η, -ο (K. απρόσεκτος)
carelessly
απρόσεχτα (K. απρόσεκτα)
cat
γάτα (η)
chocolate
σοκολάτα (η)
clean, clear, pure; net
καθαρός, -ή, -ό
clearly
καθαρά
climate
κλίμα (το)
cough
βήχας (ο)
dance
χορός (ο)
dirty, unclear
ακάθαρτος, -η, -ο
drawer
συρτάρι (το)
driver
οδηγός (ο)
early
νωρίς
elsewhere
αλλού
ever
ποτέ
everywhere
παντού
few
λίγοι, -ες, -α
for this (reason)
για αυτό
govt. minister
πουργός (ο/η)
happens, happen
συμβαίνει, συμβαίνουν
he/she/it seems to me
μου φαίνεται
How do you do?, Glad to meet you.
Χαίρω πολύ
how much? (non-countable)
πόσος, -η, -ο
how many? (countable)
πόσοι, -ες, -α
how, that
πως
hurried
βιαστικός, -ή, -ό
hurriedly
βιαστικά
I agree
συμφωνώ
I am late (habitually)
αργώ
I am/was late (once)
άργησα
I answer
απαντώ
I appear, seem
φαίνομαι
I arrive, reach
φτάνω (K. φθάνω)
I ask
ρωτώ
I ask for, look for
ζητώ
I bring
φέρνω
I dance
χορεύω
I decide
αποφασίζω
I drive
οδηγώ
I find
βρίσκω
I have a bath, bathe
κάνω μπάνιο
I have a good time
περνώ καλά
I hope
ελπίζω
I hurry
βιάζομαι
I lie down, I go to bed
πλαγιάζω
I phone
τηλεφωνώ
I remember
θυμάμαι / θυμούμαι
I run
τρέχω
I send
στέλνω (K. στέλλω)
I sleep
κοιμάμαι / κοιμούμαι
I start, begin, commence, set off (on a trip)
ξεκινώ
I stop
σταματώ
I’m acquainted with
γνωρίζω
I’m afraid
φοβάμαι / φοβούμαι
I’m careful, pay attention, watch out
προσέχω
I’m sorry
λυπάμαι / λυπούμαι
Is something the matter?
Συμβαίνει τίποτα;
It’s (running) fast
πάει μπροστά
It’s (running) slow
πάει πίσω
lastly; recently
τελευταία
late; slowly
αργά (< αργός, -ή, -ό slow)
lemon
λεμόνι (το)
low (things)
χαμηλός, -ή, -ό
lunchtime
ώρα του φαγητού (η)
many
πολλοί, -ές, -ά
market; purchase
αγορά (η)
moment
στιγμή (η)
money (colloq.)
λεφτά (τα)
mouse
ποντικός (ο)
(N. diminutive suffix)
-άκι/-τάκι (το)
never
δεν … ποτέ
news
νέα (τα)
next
ερχόμενος, -η, -ο
next year
χρόνου (του)
no(body), no(one)
δεν … κανένας
not (neg. commands); non-, un-
μη
nowhere
δεν … πουθενά
often, frequently
συχνά (< συχνός, -ή, -ό)
on time
στην ώρα
orange
πορτοκάλι (το)
other times
άλλες φορές
page
σελίδα (η)
picnic, outing, excursion
εκδρομή (η)
pleasant
ευχάριστος, -η, -ο
pleased
ευχαριστημένος, -η, -ο
prime minister
πρωθυπουργός (o/η)
quick, fast (adj.)
(γρήγορος, -η, -ο)
quickly, fast (adv.)
γρήγορα
recently
τώρα τελευταία
sandwich
σάντουιτς (το)
seldom
σπάνια (< σπάνιος, -α, -ο)
(sleep)
(o ύπνος)
slowly; quietly
σιγά
smoking
κάπνισμα (το)
some
μερικοί, -ές, -ά
some times
μερικές φορές
somebody, someone
κάπιος, κάποια, κάποιο
something
κάτι
sometimes
κάποτε
somewhere
κάπου
speech
ομιλία (η)
tangerine
μανταρίνι (το)
they seem to me
μου φαίνονται
throat
λαιμός (ο)
ticket
εισιτήριο (το)
time for …
ώρα για + acc.
to your health
στην υγειά σου
tourist
τουρίστας (ο)
uncle
θείος (ο)
usually
συνήθως
welcome!
καλωσόρισες / καλώς όρισες
What do you say (about …)?
Τι λες (για … );
What’s the matter?
Τι συμβαίνει;
when, whenever
όταν
with pleasure
ευχαρίστως
wonderful
θαυμάσιος, -α, -ο
about the same
περίπου το ίδιο
(absolute superlatives – a very high degree of)
πάρα πολύ, πολύ πολύ, -ότατος, -η, -ο
animal
ζώο (το)
appetite
όρεξη (η)
as usual
ως συνήθως
as, like
σαν
at least
τουλάχιστο(ν)
at that time
την ώρα εκείνη
at the time when
την ώρα που
baker
ψωμάς (ο, pl. ψωμάδες)
bird
πουλί (το)
brief, short
σύντομος, -η, -ο
briefly, soon
σύντομα
butcher
κρεοπώλης (ο, g.pl. -ών)
butcher
χασάπης (ο, pl. χασάπηδες)
camera
φωτογραφική (μηχανή) (η)
certainly
βεβαίως (K.)
chat
κουβέντα (η)
clever, smart
έξυπνος, -η, -ο
collection
συλλογή (η)
cousin (m.)
ξάδερφος / ξάδελφος (ο)
cousin (f.)
ξαδέρφη / ξαδέλφη (η)
cucumber
αγγουράκι (το)
dialogue
διάλογος (ο)
difficult
δύσκολος, -η, -ο
east (noun)
ανατολή (η)
easy
εύκολος, -η, -ο
enough (adv.)
αρκετά
enough, sufficient
αρκετός, -ή, -ό
entrance, entry
είσοδος (η)
etc., and so forth
και λοιπά (κ.λπ. / κλπ) και τα λοιπά (κ.τ.λ. / κτλ)
exceptionally
εξαιρετικά (< εξαιρετικός, -ή, -ό)
exhibition, display
έκθεση (η)
exit
έξοδος (η)
food
τροφή (η)
for the time being
προς το παρόν (< παρών, παρούσα, παρόν) ευτυχώς
fortunately
ευτυχώς
free; single
ελεύθερος, -η, -ο
game, toy
παιχνίδι (K. παιγνίδι) (το)
grass, weeds
χόρτα (τα)
greengrocer
μανάβης (ο, pl. μανάβηδες)
hard, stiff (adj.)
σκληρός, -ή, -ό
hard (adv.)
σκληρά
Hercules
Ηρακλής (ο)
hobby
χόμπι (το, indecl.)
I beg
παρακαλώ (ά/εί), παρακάλεσα
I believe
πιστεύω, πίστεψα
I can
μπορώ (εί), μπόρεσα
I change
αλλάζω, άλλαξα
I chat
κουβεντιάζω, κουβέντιασα
I clean
καθαρίζω, καθάρισα
I collect
μαζεύω, μάζεψα
I come down, descend; get out of a vehicle
κατεβαίνω, κατέβηκα
I come out, exit
βγαίνω, βγήκα
I cook
μαγειρεύω, μαγείρεψα
I cost
κοστίζω
Ι decline, fade
δύω, έδυσα
I die
πεθαίνω, πέθανα
I excuse, forgive
συγχωρώ (εί), συγχώρεσα
I extinguish; turn/switch off
σβήνω, έσβησα
I fell
έπεσα
I forget
ξεχνώ (ά), ξέχασα
I go in, enter
μπαίνω, μπήκα
I go in, then come out
μπαινοβγαίνω, μπαινοβγήκα
I go up, climb; get into a vehicle
ανεβαίνω, ανέβηκα
I go up, then come down
ανεβοκατεβαίνω, ανεβοκατέβηκα
I invite
προσκαλώ (εί), προσκάλεσα
I leave (s.t.); let, allow
αφήνω, άφησα
I light; turn/switch on
ανάβω, άναψα
I live
ζω (εί)
I lose
χάνω, έχασα
I mail, post
ταχυδρομώ (εί), ταχυδρόμησα
I need
χρειάζομαι, χρειάστηκα
I offer
προσφέρω, πρόσφερα
I photograph
φωτογραφίζω, φωτογράφισα
I play
παίζω, έπαιξα
I prefer (A) to (B)
προτιμώ (A) από (B)
Ι rise, appear
ανατέλλω, ανάτειλα (K. ανέτειλα)
I shout, yell, call out
φωνάζω, φώναξα
I slip, slide
γλιστρώ (ά), γλίστρησα
I study (book, lesson)
μελετώ, μελέτησα
I take out/off
βγάζω, έβγαλα
I take photos
παίρνω (or βγάζω) φωτογραφίες
I tidy up
συγυρίζω, συγύρισα
I try (attempt, make an effort)
προσπαθώ (εί), προσπάθησα
I try (find out; taste)
δοκιμάζω, δοκίμασα
I wash
πλένω, έπλυνα
I water
ποτίζω, πότισα
I would like
θα ‘θελα / θάθελα (= θα ήθελα)
I’m ahead of someone
περνώ κάποιον
I’m interested
ενδιαφέρομαι, ενδιαφέρθηκα
I’m older than him
τον περνώ στα χρόνια
in advance
μπροστά
in monthly installments
με τον μήνα
in weekly installments
με τη βδομάδα
kitten
γατάκι (το)
lawn
χορτάρι (το)
leaf; sheet (paper, foil, pastry)
φύλλο (το)
lemonade
λεμονάδα (η)
less …
λιγότερο + adj.
life
ζωή (η)
light
φως (το)
lucky
τυχερός, -ή, -ό
main, chief
κύριος, -α (K. κυρία), -ο
main entrance
κυρία είσοδος (η)
main street
κύριος δρόμος (ο)
married
παντρεμένος, -η, -ο
me too
και εγώ το ίδιο
meow
νιάου (το)
middle; waist
μέση (η)
midnight
μεσάνυχτα (τα)
milkman
γαλατάς (ο, pl. γαλατάδες)
modern
μοντέρνος, -α, -ο
more … (than …)
πιο … (από + acc.)
more …
πιο + adj. -ότερος, -η, -ο
must, has/have to; should, ought
πρέπει να
must not, should not
δεν πρέπει να
nearly, almost
σχεδόν
next to
πλάι (+ gen.)
noise
θόρυβος (ο)
old man
γέρος (ο)
old lady
γριά (η)
older
πιο μεγάλος
on the ground, down
χάμω
parents
γονείς (οι)
perhaps (wishful)
ίσως
photographer
φωτογράφος (ο/η)
professor (m.)
καθηγητής (ο)
professor (f.)
καθηγήτρια (η)
quiet (adj)
ήσυχος, -η, -ο
quiet (noun)
ησυχία (η)
rather
μάλλον
really?
αλήθεια;
regards
τους χαιρετισμούς
(relative pronoun - who, that, which, whose)
που
(relative pronoun - who, which)
o οποίος, η οποία, το οποίο
repeat!
επαναλαμβάνετε
same
ίδιος, -α, -ο
sight
θέαμα (το)
since (because)
αφού
soft drink, soda, refreshment
αναψυκτικό (το)
stone
πέτρα (η)
strong; possible
δυνατός, -ή, -ό
subject
θέμα (το)
sunrise
ανατολή του ήλιου (η)
sunset
δύση του ήλιου (η)
telegram
τηλεγράφημα (το)
telegraph office
τηλεγραφείο (το)
telephone call
τηλεφώνημα (το)
the most …
ο/η/το πιο …
the same (as)
το ίδιο (με)
the Sun rises
ο ήλιος ανατέλλει
the Sun sets
ο ήλιος δύει
tired
κουρασμένος, -η, -o
tomato
ντομάτα (η), also τομάτα
tooth
δόντι (το)
top
κορυφή (η)
truth
αλήθεια (η)
unfortunately
δυστυχώς
university
πανεπιστήμιο (το)
university student (m.)
φοιτητής (ο)
university student (f.)
φοιτήτρια (η)
useful
χρήσιμος, -η, -ο
view
θέα (η)
weak, thin, slim; impossible
αδύνατος, -η, -ο
west (noun)
δύση (η)
while
σαν (+ past cont.)
young man
νέος (ο)
young woman
νέα (η)
younger
πιο μικρός
acquaintance (male)
γνωστός (ο , < γνωστός, -ή, -ό)
afternoon’s
απογευματινός, -ή, -ό
again, once again
ξανά
agreement
συμφωνία (η)
aim, intention
σκοπός (ο)
Alexandria
Αλεξάνδρεια (η)
Amazon River
Αμαζόνιος (ο)
ask
παρακαλώ (L8)
astronaut
αστροναύτης (ο/η, g.pl. -ών)
Attica
Αττική (η)
autumn’s
φθινοπωρινός, -ή, -ό
baby, infant
βρέφος (το)
before (+ NC subj.)
προτού
before (+ NC subj.); formerly (+ impf.)
πριν
big/large-bodied
μεγαλόσωμος, -η, -ο
body
σώμα (το)
bookstore
βιβλιοπωλείο (το)
Brazil
Βραζιλία (η)
bus stop
στάση (του λεωφορείου, η)
button
κουμπί (το)
by mistake, mistakenly
κατά λάθος
Cairo
Κάιρο (το, gen. Καΐρου)
candle
κερί (το)
candy, sweets
γλυκά (τα)