Ch4 26/2/14 page 86-87 Flashcards
αναζωογονητικός
refreshing
αναζωογόνηση, ανανέωση
refreshment
υποδέχομαι
greet
επευφημίες, ζητωκραυγές
cheering
χαρωπός, πρόσχαρος
cheerful
απρόθυμος
unwilling
ισχυρογνώμων, πεισματάρης
wilful
προθυμία
willingness
άτομο εθισμένο σε κτ
addict
εθιστικός
addictive
εθισμός
addiction
κρατικοποιώ
nationalize
δικαιόχρηση, παραχώρηση αποκλειστικού προνομίου
franchise
έκθεση
exhibition
εκθέτης
exhibitor
κατανοητός
understandable
που δείχνει κατανόηση
understanding
παρεξηγημένος
misunderstood
αυτός που επικοινωνεί/ μεταδίδει κάτι σε άλλους
communicator
άτομο που αμφισβητεί, που δεν εμπιστεύεται
doubter
αναμφισβήτητος
undoubted
ειδικότητα
specialty
ειδίκευση, εξειδίκευση
specialization
ειδικευμένος
specialized
διαπραγματεύομαι
negotiate
που τον σέβονται
respected
εμπορεύμαι
deal
διατηρώ
preserve
κάνω κράτηση, κλείνω
reserve
παρατηρώ
observe
εξοικονομώ, δεν σπαταλώ
conserve
γλωσσάρι
glossary
δρομολόγιο
itinerary
περίληψη
summary
ειδοποιώ
notify
σημαίνω, εννοώ, δείχνω
signify
κατέχω τα απαραίτητα προσόντα για κατι
qualify
παραποιώ, διαστρεβλώνω, νοθεύω
falsify
απώλεια, φθορά
wastage
έλλειψη
shortage
αποθήκευση
storage
σταμάτημα, διακοπή
stoppage
υπεράνω των προσδοκιών
above expectations
διαφημησμένος
publicized
διαφήμηση
publicity
υποχρεωμένος
obliged
εξυπηρετικός, περιποιητικός
obliging
υποχρεωτικός
obligatory
υποχρέωση
obligation
που μπορεί να απασχοληθεί/ να εργαστεί
employable
εντυπωσιακός
impressive
που επηρεάζεται εύκολα
impressionable
ειδικός
specialist
εμπόριο
commerce
εμπορικός
commercial
εμπορευματοποιώ
commercialize
εμπορικοποιήση
commercialism
ασφαλίζω
insure
ηλεκτροδοτώ
electrify
διάκριση, άνιση μεταχείρηση
discrimination
οξυδερκής, που μπορεί να κρίνει σωστά
discriminating
προκατειλημμένος, που κάνει διακρίσεις
discriminatory
κανονίζω, ρυθμίζω
regulare
ρυθμιστής, ρυθμιστικό στοιχείο
regulator
δεσμεύω
commit
αφοσιωμένος
committed
επεξεργάζομαι σε μηχάνημα
machine
μηχανοποιώ
mechanize
μηχανική
mechanics
μηχανοποιήση
mechanization
μηχανουργός
machinist
μηχανοποιημένος
mechanized
χρηματοδοτώ, ενεργώ ως χορηγός
sponsor
αδιάφορος
disinterested
διαφορετικός
dissimilar
κακόφημος
disreputable
που δείχνει έλλειψη πίστης ή αφοσίωσης
disloyal
συμβατικός
conventional
σχετικός με τη συνομιλία
conversational
που αναφέρεται σε ιδρύματα
institutional
διακοσμητικός
ornamental
πόροι
resources
ανασφαλής
insecure
ανεπαρκής
inadequate
που ανοίγει την όρεξη
appetizing
ευρηματικός
enterprising
επικείμενος
impending
που επικρατεί
prevailing