ADJECTIVES Flashcards
More than enough
υπεραρκετός
Prefect
τέλειος
Funny
αστείος
wonderful
υπέροχος
alive
ζωντανός
unbelievable, incredible
απίστευτος
happy
ευτυχισμένος
pregnant
έγκυος
remaining
υπόλοιπος
Reasonable
It was reasonable assumption based on the evidence
Λογικός
ήταν λογική υπόθεση , βασισμένη στα στοιχεία
Cheerful
χαρούμενος
Guilty
The jury found her guilty on all charges.
ένοχος
Οι ένορκοι την έκριναν ένοχη για όλες τις κατηγορίες.
urgent (αδ)
επείγων, επειγουσα, επειγον
Full, Complete
πλήρης
personal
private
facial
προσωπικός
Manual Labor
χειρωνακτική εργασία
Active, energetic, vigorous
δραστήριος
Unemployed
άνεργος, η
Proud
proud of
περήφανος
… για
Pleased, content, satisfied
ευχαριστημένος
irritating, nerve racking
εκνευριστικός
severe, intense, strong
έντονος
Tender, affectionate
Bonnie has always been an affectionate person; she loves to hug and hold hands with people.
τρυφερός
Η Μπόνι ήταν πάντοτε ένα τρυφερό άτομο. Λατρεύει να αγκαλιάζει τους άλλους και να κρατιούνται χέρι χέρι.
Dear, beloved
αγαπητός
Concerned
The concerned parent talked to the teacher.
ανήσυχος
Ο ανήσυχος γονιός μίλησε με τον δάσκαλο.
loose, relaxed
χαλαρός
Educational, instructional
διδακτικός
Antagonistic, combative
ανταγωνιστικός
Huge
τεράστιος
Elected
The government consists of elected politicians and unelected administrative bureaucrats
Η κυβέρνηση αποτελείται από εκλεγμένους πολιτικούς και μη εκλεγμένους διοικητικούς γραφειοκράτες.
Ridiculous
Ludicrous
It’s ludicrous to think that anyone will agree with you.
γελοίος
Είναι γελοίο να πιστεύεις ότι οποιοσδήποτε θα συμφωνήσει μαζί σου.
dangerous
επικίνδυνος
necessary
απαραίτητος
Vexatious, Annoying
σπαστικός
Rude
Don’t appear rude
αγενής
Μην φαίνεσαι αγενής
Dissatisfied, discontented unhappy, disappointed
δυσαρεστημένος
Rare
σπάνιος
Brave, courageous
θαρραλέος
strange (adj)
παράξενος, η, ο
Extremely satisfied, pleased, happy
ικανοποιημένος
Aggressive.
Colin was worried about the student, who was aggressive and often got into fights on the playground.
επιθετικός
Η Κολίν ανησυχούσε για τον μαθητή που ήταν επιθετικός και συχνά έμπλεκε σε καυγάδες στην παιδική χαρά.
Disgruntled,Disappointed
απογοητευμένος
Annoying
ενοχλητικός
Sexual
ερωτικός
Bleeding
πληγωμενος
Unknown
άγνωστος
Further
απώτερος
Demanding (adjective)
απαιτητικός
The Body Fat Weak Slender Slight Flabby Fit Tall short
Το Σώμα χοντρό αδύνατο λεπτοκαμωμένο λεπτό πλαδαρό γυμνασμένο ψηλό κοντό
Straight (Decline)
ευθύς, ευθεία, ευθύ
ευθεος,ευθειας, ευθεος
ευθυ, ευθεια, ευθυ
ευθεις, ευθεις, ευθεα
ευθεων, ευθεων, ευθεων
ευθεις, ευθεις, ευθεα
Disgusting
αηδιασμένος
Shy
The girl was so shy that she would hide behind her mother’s legs when someone talked to her.
ντροπαλός
το κορίτσι ήταν τόσο ντροπαλό, που κάθε φορά που της μιλούσαν κρυβόταν πίσω απ’ τα πόδια της μητέρας της.
The Face Oval circular Rectangular Square
Το Πρόσωπο οβάλ στρογγυλό μακρόστενο τετράγωνο
Angry
Θυμωμένος
EMPTY
άδειος - α - ο
Frightened
φορισμένος
Full,Satisfied
χορτασμένος
Engaged (marriage)
αρραβωνιασμένος
Curious
περίεργος
Focused, Gathered, assembled
συγκεντρωμένος
honest, frank
ειλικρινής, ειλικρινά, ειλικρινικό
POLITE
ευγενικός - η - ο
Friendly
φιλικός
Colorful
παρδαλός
agile
ευκινητος
calm
ήρεμος
Boring
βαρετός
Attire Modern Classic elegant light heavy simple
Το Ντύσιμο μοντέρνο κλασικό κομψό λεπτό βαρύ απλό
Lazy
τεμπέλης, τεμπέλα, τεμπέλικο
Flattering, complimentary
The girl blushed at her date’s complimentary remark
κολακευτικός
Το κορίτσι κοκκίνησε με την κολακευτική παρατήρηση του συνοδού της.
Hair straight curly/frizzy/wavy (3) short long black blond brown Light Brown white gray
Τα Μαλλία ίσια σπαστά, σγουρά, κατσαρά κοντά μακριά μαύρα ξανθά καστανά καστανόξανθα άσπρα γκρίζα
Chaotic
χαοτικός , η , ο
enthusiastic
ενθουσιασμένος
sad
θλιβερός, η, ο
complicated
μπερδευμένος
nuclear
πυρηνικός, η, ο
religious
θρησκευόμενος
filling, man-sized
χορταστικός, η, ο
disagreeable
αντιπαθητικός
nice, likeable
συμπαθητικός
rude (DECLINE)
αγενής, αγενη, αγενη, αγενείς, αγενών, αγενείς
virgin, pristine
παρθένος
charming
γοητευτικός
wide open
γουρλωμένος
pleased as punch (extremely satisfied)
κατευχαριστημένος
spacious
ευρύχωρος
handmade
χειροποίητος
isolated
απομονωμένος
tiny / delicate
μικροκαμωμένος
exhausted
εξαντλημένος
full
γεμάτος
charming
γοητευτικός
wide open
γουρλωμένος
impressive
εντυπωσιακός
annoyed
ενοχλημένος
single, only
μοναχός
wooden
ξύλινος
Είναι ______ να δουλεύεις τόσο σκληρά.
κουραστικό
Τα παιδιά θα ήταν ________ να γνωρίσουν το Μίκυ Μάους
κατευχαριστημένα
strange, paradoxical
παράδοξος
flabbergasted
εμβρόντητος
impressive
εντυπωσιακός
old
(2)
παλιός
γέρικος
proud
(2)
περήφανος
υπερήφανος
melancholy
(adj)
μελαγχολικός
formal, official
επίσημος
not bad, alright, so-so
καλούτσικος
wide
φαρδύς
winter (adj)
χειμωνιάτικος
quiet
ήσυχος
wild
άγριος
immortal
αθάνατος
Turkish (thing)
τουρκικός
international
sing / pl
m / f / n
διεθνής
διεθνής / διεθνείς
διεθνής / διεθνείς
διεθνές / διεθνή
dressed
ντυμένος
elegant
κομψός
substantial, essential, real
ουσιαστικός
exquisite, extraordinary, excellent
εξαίσιος
annoyed
ενοχλημένος
sad
(i.e. causing sadness)
(2)
θλιβερός
στενάχωρος
faithful, loyal
accurate, perfect
πιστός
same, similar, alike
(2)
όμοιος
ίδιος
safe, secure
ασφαλής
crazy
τρελός
toxic
τοξικός
wise
σοφός
fun
(2)
διασκεδαστικός
ευχάριστος
auxiliary, ancillary, helpful
βοηθητικός
aimless, needless, pointless
άσκοπος
coordinated, orchestrated
συντονισμένος
last, final, ultimate
latest, most recent
τελευταίος
consecutive, continuous
συνεχόμενος