2-1-2 ADJECTIVES III Flashcards
ἄδικος, ἄδικον
unjust (like ἀθάνατος, ἀθάνατον)
ἀθάνατος, ἀθάνατον
undying, immortal (like ἀθάνατος, ἀθάνατον)
ἀνόσιος, ἀνόσιον
unholy, profane (like ἀθάνατος, ἀθάνατον)
βάρβαρος, βάρβαρον
non-Greek-speaking, foreign; (pejorative) barbarian (οἱ βάρβαροι - foreigners, esp. the Persians) (like ἀθάνατος, ἀθάνατον)
σύμμαχος, σύμμαχον
fighting along with, allied with (οἱ σύμμαχοι - allies) (like ἀθάνατος, ἀθάνατον)
ἐμός, ἐμή, ἐμόν
my, mine (like σοφός, σοφή, σοφόν)
σός, σή, σόν
your, yours (sing.) (like σοφός, σοφή, σοφόν)
ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον
our, ours (like φίλιος, φιλία, φίλιον)
ὑμέτερος, ὑμετέρα, ὑμέτερον
your, yours (plural) (like φίλιος, φιλία, φίλιον)
ἐλεύθερος, ἐλευθέρα, ἐλεύθερον
free; characteristic of a free man (like φίλιος, φιλία, φίλιον)
ἥσυχος, ἥσυχον
quiet, calm, inactive [Hesychast] (like ἀθάνατος, ἀθάνατον)
πικρός, πικρά, πικρόν
sharp, pungent; bitter, painful; spiteful, mean [picrate] (like φίλιος, φιλία, φίλιον)
μέγας, μεγάλη, μέγα
large, tall; great, mighty [megalomania, megabyte] (irreg)
πολύς, πολλή, πολύ
much, many [polychromatic] (οἱ πολλοί the multitude, the greater number [hoi polloi]) (irreg)
μόνος, μόνη, μόνον
alone; only, single (normally in predicate position) (μόνον (adv. acc.) only, solely) (like σοφός, σοφή, σοφόν)