2-1-2 ADJECTIVES II Flashcards
αἰσχρός, αἰσχρά, αἰσχρόν
ugly; shameful, base, disgraceful (of deeds or things) (like φίλιος, φιλία, φίλιον)
ἀνδρεῖος, ἀνδρεία, ἀνδρεῖον
brave (like φίλιος, φιλία, φίλιον)
δίκαιος, δικαία, δίκαιον
just, fair (like φίλιος, φιλία, φίλιον)
μωρός, μωρά, μωρόν
stupid (like φίλιος, φιλία, φίλιον)
ἄξιος, ἀξία, ἄξιον
worth; worthy, deserving of (takes a genitive
complement: e.g., ἄξιος τιμῆς, worthy of honor) [axiom] (like φίλιος, φιλία, φίλιον)
μακρός, μακρά, μακρόν
long, tall, large; far [macroscopic] (like φίλιος, φιλία, φίλιον)
μῑκρός, μῑκρά, μῑκρόν
small, little [microscopic, microcomputer] (like φίλιος, φιλία, φίλιον)
πονηρός, πονηρά, πονηρόν
worthless; knavish; evil, base (like φίλιος, φιλία, φίλιον)
φίλιος, φιλία, φίλιον
friendly, friendly to (+ dat. of person); beloved (like φίλιος, φιλία, φίλιον)
ἱερός, ἱερά, ἱερόν
holy, consecrated (τὸ ἱερόν - holy place, shrine)
(τὰ ἱερά - offerings; omens obtained by sacrifice; sacred rites) [Hieronymus (Jerome), hierarchy] (like φίλιος, φιλία, φίλιον)
πλούσιος, πλουσία, πλούσιον
wealthy, rich (οἱ πλούσιοι - rich men) (like φίλιος, φιλία, φίλιον)
πολέμιος, πολεμία, πολέμιον
hostile; belonging to war (οἱ πολέμιοι - the enemy) (like φίλιος, φιλία, φίλιον)
ὅσιος, ὁσία, ὅσιον
hallowed (of things, acts); pious, pure (of persons) (like φίλιος, φιλία, φίλιον)
ῥᾴδιος, ῥᾳδία, ῥᾴδιον
easy (like φίλιος, φιλία, φίλιον)
Ἀθηναῖος, Ἀθηναία, Ἀθηναῖον
Athenian (οἱ Ἀθηναῖοι - the Athenians) (like φίλιος, φιλία, φίλιον)