Vocabulary (Station) Flashcards
das Fazit
συμπέρασμα
die Werbung, bewerben
διαφήμιση, διαφημίζω
die Eigenschaft
ιδιότητα
der Besitz, besitzen A
κατοχή, κατέχω
der Bestandteil, -e
συστατικό
die Wahrnehmung, wahrnehmen
αντίληψη, αντιλαμβάνομαι
dicht
πυκνός
der Mehrwert
υπεραξία
fördern A
προωθώ
ursprünglich
γνήσιος, φυσικός
der Einheimische, -n
ντόπιος
aus/bauen
βελτιώνω, αναπτύσσω
auf/kommen*
αναπτύσσομαι
die Betrübnis
λύπη, στεναχώρια
die Nachfrage
ζήτηση
erhalten* A
διατηρώ (αναλλοίωτο)
sich wehren
αντιδρώ, αντιστέκομαι
entwerfen* A
σχεδιάζω
die Umfrage, -n
έρευνα, δημοσκόπηση
ergeben* A
δείχνω (κάτι ως αποτέλεσμα)
die Veranlagung
προδιάθεση
demnach
συνεπώς
beunruhigend
ανησυχητικός
die Belastung, -en
επιβάρυνση
der Einsatz
χρήση, προσθήκη
das Gegenmittel
αντίδοτο
der Betroffene, -n
θιγόμενος
rasant
ραγδαίος
der Ausbildungsstand
μορφωτικό επίπεδο
merkwürdig
παράξενος, περίεργος
der Forscher
ερευνητής
Entdeckung, entdecken A
ανακάλυψη
jeweils
εκάστοτε
der Unterschied, -e
διαφορά
der Anteil, -e
μερίδιο, ποσοστό
schätzen A auf A
εκτιμώ, υπολογίζω κάτι σε
möglicherweise
πιθανώς
allerdings
ωστόσο
liefern A
παρέχω
die Feststellung, -en
διαπίστωση
der Stellenwert
σημασία
zudem
εκτός αυτού, επιπλέον
die Zerrissenheit
ανισορροπία
der Schöpfer
δημιουργός
erschöpft
εξαντλημένος, exhausted/knackered
erschaffen* A
δημιουργώ
der Bereich, -e
τομέας
in Berührung kommen* mit D
έρχομαι σε επαφή με κάτι
frühzeitig
νωρίς
der Einsatz, Einsätze
χρήση, χρησιμοποίηση
andersartig
διαφορετικός
erlangen A
αποκτώ
vernachlässigen A
παραμελώ
auf/passen auf A
προσέχω κάτι
ausgewogen
ισορροπημένος
momentan
τη στιγμή αυτή, προς το παρόν
unbezahlbar
πανάκριβος
betreffen* A
αφορώ
bezweifeln A
αμφισβητώ κάτι
der Nutzen
όφελος
angeblich
τάχα
widerlegen A
αναιρώ, καταρρίπτω
die Zeitverschwendung
σπατάλη χρόνου
beschäftigen A mit D
απασχολώ κάποιον με κάτι
entsprechend ausgebildet
κατάλληλα εκπαιδευμένος
wesentlich
ουσιαστικός
die Umgebung
περιβάλλον
bereits
ήδη
die Leichtigkeit
ευκολία
die Sorglosigkeit
ανεμελιά
sich konzentrieren auf A
συγκεντρώνομαι σε κάτι
gleichzeitig
ταυτόχρονα
das Einüben
εξάσκηση
die Grundfertigkeit, -en
βασική δεξιότητα
vordringlich / dringend
ιδιαίτερα επείγων (pressing)
die Anwendung, -en
χρήση
es mangelt an D / mangelnd
υπάρχει έλλειψη σε κάτι / ελλιπής
im Übrigen
κατά τα άλλα
dazugehörig
αντίστοιχος
die Anschaffung
προμήθεια
das Ungleichgewicht
ανισορροπία
vorhanden sein*
είμαι διαθέσιμος
wertvoll
πολύτιμος
ab/laden* A
αδειάζω
letzlich
σε τελευταία ανάλυση, τελικά
sinnvoll
λογικός
das Kupfer
χαλκός
hochwertig
υψηλής ποιότητας
demnächst
σύντομα, προσεχώς
fachgerecht
όπως πρέπει, σύμφωνα με τις προδιαγραφές
entsorgen A, Entsorgung
πετώ κάτι στα σκουπίδια, αποκομιδή
die Branche, -n
κλάδος (οικονομία)
die Ausgabe, -n
δαπάνη
weitgehend
σε μεγάλο ποσοστό, σχεδόν εντελώς
der Kunde, -n
πελάτης
schleichend
σιγά σιγά
die Mehrsprachigkeit
πολυγλωσσία
verbreitet
διαδεδομένος, εξαπλωμένος
ein/gehen* auf A
αναφέρομαι σε κάτι
die Bevölkerung, -en
πληθυσμός
durchschnittlich
μέσος
sich einig sein* / sich einigen auf A
είμαι σύμφωνος / συμφωνώ σε κάτι
der Absolvent, -en
απόφοιτος
die Aussicht, -en
προοπτική
verschaffen D A
παρέχω σε κάποιον κάτι
die Verkehrssprache, -n
γλώσσα επικοινωνίας
heftig
σφοδρός, έντονος
der Verfassungsbruch, ü -e
παραβίαση του Συντάγματος
die Linkspartei
κόμμα της αριστεράς
die Pflicht, -en
καθήκον
das Grundrecht, -e
θεμελιώδες δικαίωμα
die Empörung / Entrüstung
αγανάκτηση
der Beschluss, ü -e
απόφαση
bekräftigen A
επιβεβαιώνω, επισημοποιώ
das Vorhaben, -
σχέδιο
umstritten
αμφισβητούμενος
sorgsam
προσεκτικά
die Erfahrung, -en
εμπειρία
geläufig
διαδεδομένος
der Vertreter, -
εκπρόσωπος
bestimmen A
καθορίζω
die Höflichkeit
ευγένεια
der Gebrauch
η χρήση
bestrafen A
τιμωρώ
durchweg
ανεξαιρέτως
anscheinend
όπως φαίνεται, προφανώς
das Zögern
δισταγμός
die Behandlung, -en
θεραπεία
die Sitzung, -en
συνεδρία
verdienen A
κερδίζω (χρήματα), earn
die Wiederherstellung
αποκατάσταση
das Scheitern
αποτυχία
die Bitterkeit
πικρία
ertragen* A
ανέχομαι
füreinander geschaffen
φτιαγμένος ο ένας για τον άλλο
zurück/blicken
κοιτάζω πίσω
unterm Strich
συνολικά
kündigen A
καταγγέλλω (συμφωνία)
der Dienst, -e
υπηρεσία
die klare Vorstellung, -en
καθαρή εικόνα, σαφής αντίληψη
der Kaufmann, Kaufleute
επιχειρηματίας
lästig
ενοχλητικός