Vocab 17-20 Flashcards
εὐχή ῆς f
prayer, vow
πληγή ῆς f
blow, stroke
στάδιον ου n (n pl στάδια…; alternative m pl στάδιοι…)
stade (about 1/8 mile or 600 ft); race course
φόρος ου
payment, tribute
χρῆμα ατος
thing, matter, affair; (pl) goods, property, money
διαφέρω (δια) …
carry across; endure; differ, excel (+gen of comparison, sometimes +acc of respect)
εὔχομαι εὔξομαι ηὐξάμην, - ηὖγμαι -
pray (for); profess openly, boast
κατηγορέω ήσω ησα, ηκα ημαι ήθην
speak against, accuse (+gen)
-πλήττω -πλήξω -έπληξα, πέπληγα πέπληγμαι ἐπλήγην/-επλάγην
strike
στενός ή όν
narrow; close, confined
ποτε (τίς ποτε;)
(encl.) at any time, ever; (idiomatically reinforcing preceding interrogative [like Latin -nam]: who on earth…?)
που
(encl.) somewhere, anywhere; to some degree, perhaps
νομίζω νομιέω ἐνόμισα, νενόμικα νενόμισμαι ἐνομίσθην
have as a custom; acknowledge, consider as; believe, think (+inf)
οὔτε…οὔτε, μήτε…μήτε
neither…nor
ἕτερος έρα ον
one of two, the other of two