Verbs 1 (13 & 14) Flashcards
λαλέω, λαλήσω, ἐλάλησα
I chat, talk
γεννάω, γεννήσω, ἐγέννησα
I beget, father; produce
γελάω, γελάσομαι, ἐγέλασα
I laugh
πίπτω, πεσοῦμαι, ἔπεσον
I fall
κρύπτω, κρύψω, ἔκρυψα
I hide, conceal
κρύπτειν
to hide, conceal (infinitive)
κατακρίω, καταχρίσω, κατέκρισα
I smear, coat
ἐμβάλλω, ἐμβαλῶ, ἐνέβαλον
I throw in, place or lay in
τίθημι, θήσω, ἔθηκα
I put, place
κατασκοπέω (κατασκοπῶ), κατασκέψομαι, κατεσκεψάμην
I spy, reconnoitre
λούω, λούσω, ἔλουσα
I wash
λούομαι
(middle) I wash myself
λούεσθαι
to wash (middle infinitive)
κλαίω, κλαύσομαι, ἔκλαυσα
I cry, wail
οἰκτίρω, οἰκτειρήσω, ᾠκτείρησα
I have pity (upon), feel sorry for
τροφεύω, τροφεύσω, ἐτρόφευσα
I serve as a wet-nurse, suckle
τροφεύουσαν
(feminine, singular, accusative present participle) suckling
θηλάζω, θηλάσω, ἐθήλασα
I nurse
διατηρέω (διατηρῶ), διατηρήσω, διετήρησα
I watch, care for, provide for
δίδωμι, δώσω, ἔδωκα
I give
αὐξάνω, αὐξήσω, ηὔξησα
I grow, increase (transitive)
αὔξομαι
(middle intransitive) I grow up