Lesson 13 Flashcards
ἡ φυλή, τῆς φυλῆς
tribe
ὁ μείς, τοῦ μηνός
month
ἡ θῖβις, θίβεως
basket (made from papyrus)
ἡ ἀσφαλτόπισσα, τῆς ἀσφαλτοπίσσης
a compound of asphalt and pitch
τὸ ἕλος, τοῦ ἕλους
marsh
ἡ ἅβρα, ἅβρας
a favorite slave
ὁ μισθός, τοῦ μισθοῦ
pay, wages
μακρόθεν
from a distance
κρύπτω, κρύψω, ἔκρυψα
I hide, conceal
κρύπτειν
to hide, conceal (infinitive)
κατακρίω, καταχρίσω, κατέκρισα
I smear, coat
ἐμβάλλω, ἐμβαλῶ, ἐνέβαλον
I throw in, place or lay in
τίθημι, θήσω, ἔθηκα
I put, place
κατασκοπέω (κατασκοπῶ), κατασκέψομαι, κατεσκεψάμην
I spy, reconnoitre
λούω, λούσω, ἔλουσα
I wash
λούομαι
(middle) I wash myself
λούεσθαι
to wash (middle infinitive)
κλαίω, κλαύσομαι, ἔκλαυσα
I cry, wail
οἰκτίρω, οἰκτειρήσω, ᾠκτείρησα
I have pity (upon), feel sorry for
τροφεύω, τροφεύσω, ἐτρόφευσα
I serve as a wet-nurse, suckle
τροφεύουσαν
(feminine, singular, accusative present participle) suckling
θηλάζω, θηλάσω, ἐθήλασα
I nurse
διατηρέω (διατηρῶ), διατηρήσω, διετήρησα
I watch, care for, provide for
δίδωμι, δώσω, ἔδωκα
I give