Verbes 2 Flashcards
s’occuper de quelque chose
φροντίζω + φροντίσω - φρόντισα
s’habituer à
συνηθίζω + συνηθίσω - συνήθισα
expliquer
εξηγώ + εξηγήσω - εξήγησα
demander
ζητάω (από discours indirect) + ζητήσω - ζήτησα
ρωτάω + ρωτήσω - ρώτησα
tirer
τραβάω + τραβήξω - τράβηξα
être cassé / ne pas marcher
χαλάω + χαλάσω - χάλασα
avoir l’air
φαίνομαι + φανώ - φάνηκα
devenir nuageux
συννεφιάζει + συννεφιάσει - συννέφιασε
jeter(pas poubelle)/ faire tomber
ρίχνω + ρίξω - έριξα
continuer
συνεχίζω + συνεχίσω - συνέχισα
se lever
σηκώνομαι + σηκοθώ - σηκόθηκα
sourire
χαμογελάω + χαμογελάσω - χαμογέλασα
voler (dans les airs)
πετάω + πετάξω - πέταξα
voler (crime)
κλέβω + κλέψω - έκλεψα
attraper
πιάνω + πιάσω - έπιασα
frapper / sonner
χτυπάω + χτυπήσω - χτύπησα
signer
υπογράφω + υπογράψω - υπόγραψα
tomber
πέφτω + πέσω - έπεσα
s’intéresser
ενδιαφέρομαι (για) + ενδιαφερθώ - ενδιαφέρθηκα
utiliser (objet)
χρησιμοποιώ + χρησιμοποιήσω - χρησιμόποισα
montrer
δείχνω + δείξω - έδειξα
devenir / se passer
γίνομαι + γίνω - έγινα
gagner (aussi salaire)
κερδίζω + κερδίσω - κέρδισα
perdre/rater
χάνω + χάσω / έχασα
espérer
ελπίζω + ελπίσω - έλπισα
accepter
δέχομαι + δεχώ - δέχτηκα
exister /être
υπάρχει + υπάρξει - ύπηρξε
baisser (le prix)
μειώνω + μειώσω - μείωσα ( την τιμή)
serrer
σφίγγω + σφίγγισω - σφίγγισα
être absent
λείπω + λείψω - έλειψα
changer
αλλάζω + αλλάσω - άλλασα
faire attention à
προσέχω + προσέξω - πρόσεξα
se sentir
νιώθω + νιώσω - ένιωσα
faire connaissance de
γνώριζω + γνώρισω - γνώρισα
choisir
διαλέγω + διαλέξω - διάλεξα
penser ( action de)
σκέφτομαι + σκεφθώ - σκέφθηκα
faire/construire à la main
cuisiner, réparer, ranger
φτιάχνω + φτιάξω - έφτιαξα
recevoir
παίρνω
λαμβάνω + λάβω - έλαβα
appeler
καλώ + καλέσω - κάλεσα
arranger (dans le sens ça m’arrange, mais aussi arranger le mobilier)
βολεύω + βολέψω - βόλεψα
décider
αποφασίζω + αποφασίσω / αποφάσισα
Jeter (à la poubelle)
Πετάω - πετάξω / πέταξα
Garder
Κρατάω/κρατήσω - κράτησα
Conseiller/subjonctif +passé simple
συμβουλεύω /συμβουλέψω + συμβούλεψα
voter
ψηφίζω/ ψηφίσω - ψήφισα
commander/subj. - passé simple
παραγγέλνω/παραγγείλω-παράγγειλα
réparer +subj./passé simple
επισκευάζω + επισκευάσω / επισκεύασα
ranger
τακτοποιώ + τακτοποιήσω/τακτοποίησα
décorer
στολίζω+ στολίσω / στόλισα
se reposer
ξεκουράζομαι + ξεκουραστώ / ξερουράστικα
faire confiance
επιστεύομαι + επιστευτώ / επιστεύτικα
suivre
ακολουθώ + ακολουθήσω / ακολούθησα
dépenser
ξοδεύω + ξοδέψω / ξόδεψα
réussir (to manage)/ s’en sortir
καταφέρνω / καταφέρω - κατάφερα
remplir (un formulaire)
συμπληρώνω / συμπληρώσω - συμπλήρωσα
vérifier/examiner
κοιτάζω / κοιτάξω-κοίταξα
remplir (aussi faire le plein)
γεμίζω / γεμίσω-γέμισα
avancer/progresser (aussi continuer à aller dans cette direction)
προχωραω / προχωρήσω-προχώρησα
éviter + subj./passé simple
αποφεύγω - αποφύγω / απέφυγα