Top 101 Verbs Flashcards
ἀγγέλλω, I announce
ἀγγέλλω, ἀγγελῶ, ἤγγειλα, ἤγγελκα, ἤγγελμαι, ἠγγέλθην, ἀγγελθήσομαι
ἄγω, I lead
ἄγω, ἄξω, ἤγαγον, -ἦχα, ἦγμαι, ἤχθην, ἀχθήσομαι
αἰνέω (ἐπ-), I praise
αἰνέω (ἐπ-), -αινέσω, -ῄνεσα, -ῄνεκα, -ῄνημαι, -ῃνέθην, -αινεθήσομαι
αἱρέω, I take (act.) / I choose (mid.)
αἱρέω, αἱρήσω, εἷλον, ᾕρηκα, ᾕρημαι, ᾑρέθην, αἱρεθήσομαι
αἴρω, I lift/remove
αἴρω, ἀρῶ (έω), ἦρα, ἦρκα, ἦρμαι, ἤρθην, ἀρθήσομαι
αἰσθάνομαι, I perceive
αἰσθάνομαι, αἰσθήσομαι, ᾐσθόμην, -, ᾔσθημαι (tr.), -, -
αἰσχύνω, I disgrace (act.)/ I am ashamed (pass.)
αἰσχύνω, αἰσχυνῶ (έω), ᾔσχυνα, - , - , ᾐσχύνθην, αἰσχυνθήσομαι
ἀκούω, I hear
ἀκούω, ἀκούσομαι, ἤκουσα, ἀκήκοα, - , ἠκούσθην, ἀκουσθήσομαι
ἁλίσκομαι, I am captured
ἁλίσκομαι, ἁλώσομαι, ἑάλων, ἑάλωκα, - , - , -
ἁμαρτάνω, I make a mistake/ miss
ἁμαρτάνω, ἁμαρτήσομαι, ἥμαρτον, ἡμάρτηκα, ἡμάρτημαι, ἡμαρτήθην, -
ἀναλίσκω, I spend
ἀναλίσκω, ἀναλώσω, ἀνήλωσα, ἀνήλωκα, ἀνήλωμαι, ἀνήλωθην, ἀναλωθήσομαι
ἄρχω, I begin/ rule
ἄρχω, ἄρξω, ἦρξα, ἦρχα, ἦργμαι, ἤρχθην, ἄρξήσομαι
ἀφικνέομαι, I arrive
ἀφικνέομαι, ἀφίξομαι, ἀφικόμην, - , ἀφῖγμαι, - , -
βαίνω, I walk/ go
βαίνω, -βήσομαι, -έβην, βέβηκα, - , - , -
βάλλω, I throw
βάλλω, βαλῶ (έω), ἔβαλον, βέβληκα, βέβλημαι, ἐβλήθην, βληθήσομαι
βιόω [ζάω], I live
βιόω, βιώσομαι (ζήσο, ζήσομαι), ἔβιων (ἔζων, ἔζην, impf.), βεβίωκα
βούλομαι, I want
βούλομαι, βουλήσομαι, - , - ,βεβούλημαι, ἐβουλήθην, βουληθήσομαι
γαμέω, I take as my wife (act.)/ I take as my husband (mid.)
γαμέω, γαμῶ (έω), ἔγημα, γεγάμηκα, γεγάμημαι, - , -
γελάω, I laugh
γελάω, γελάσομαι, ἐγέλασα, - , -, ἐγελάσθην, -
γίγνομαι, I become
γίγνομαι, γενήσομαι, ἐγενόμην, γέγονα, γεγένημαι, - , -
γιγνώσκω, I recognise
γιγνώσκω, γνώσομαι, ἔγνων, ἔγνωκα, ἔγνωσμαι, ἐγνώσθην, γνωσθήσομαι
δάκνω, I bite
δάκνω, δήξομαι, ἔδακον, - , δέδηγμαι, ἐδήχθην, δηχθήσομαι
δεῖ, it is necessary
δεῖ, δεήσει, εδέησε, - , - , - , -
δείκνῡμι, I show
δείκνῡμι, δείξω, ἔδειξα, δέδειχα, δέδειγμαι, ἐδείχθην, δειχθήσομαι
διδάσκω, I teach
διδάσκω, διδάξω, ἐδίδαξα, δεδίδαχα, δεδίδαγμαι, ἐδιδάχθην, διδάξομαι
δίδωμι, I give
δίδωμι, δώσω, ἔδωκα, δέδωκα, δέδομαι, ἐδόθην, δοθήσομαι
δοκέω, I seem
δοκέω, δόξω, ἔδοξα, - , δέδογμαι, - , -
δύναμαι, I can/ am able to
δύναμαι, δυνήσομαι, - , - , δεδύνημαι, ἐδυνήθην
ἐάω, I allow
ἐάω, ἐάσω, εἴασα (εἴων (αο) impf.), εἴακα, εἴαμαι, εἰάθην, ἐάσομαι
ἐγείρω, I arouse
ἐγείρω, ἐγερῶ (έω), ἤγειρα, ἐγρήγορα (intr.), - , ἠγέρθην, ἐγερθήσομαι
ἐθέλω, I wish
ἐθέλω, ἐθελήσω, ἠθέλησα, ἠθέληκα, - , - , -
εἰμί, I am
εἰμί, ἔσομαι, ἦν (impf.)
ἐλαύνω, I drive
ἐλαύνω, ἐλῶ (άω), ἤλασα, -ἐλήλακα, ἐλήλαμαι, ἠλάθην, -
ἕλκω, I drag
ἕλκω, -ἕλξω, εἵλκυσα, -εἵλκυκα, -εἵλκυσμαι, -εἱλκύσθην, -ἑλκυσθήσομαι
ἕπομαι, I follow
ἕπομαι, ἕψομαι, ἕσπομην (ἕιπομην impf.), - , - , - , -
ἔρχομαι, I go
ἔρχομαι, εἶμι/ ἥξω/ ἐλεύσομαι, ἦλθον, ἐλήλυθα/ ἥκω, - , - , -
ἐρωτάω, I ask
ἐρωτάω, ἐρωτήσω/ἐρήσομαι, ἠρόμην/ἠρώτησα, ἠρώτηκα, ἠρώτημαι, ἠρωτήθην, -
ἐσθίω, I eat
ἐσθίω, ἔδομαι, ἔφαγον, ἐδήδοκα, -εδήδεσμαι, ἠδέσθην
εὑρίσκω, I find
εὑρίσκω, εὑρήσω, ηὗρον/εὗρον, ηὕρηκα/εὕρηκα, ηὕρημαι/εὕρημαι, ηὑρέθην/εὑρέθην, εὑρεθήσομαι
ἔχω, I have
ἔχω, ἕξω/σχήσω, ἔσχον (εἷχον), ἔσχηκα, -έσχημαι, - , -
ἥδομαι, I am pleased/ enjoy
ἥδομαι, - , - , - , - , ἥσθην, ἡσθήσομαι
θάπτω, I bury
θάπτω, θάψω, ἔθαψα, - , τέθαμμαι, ἐτάφην, ταφήσομαι
θνῄσκω (ἀπο-), I die
θνῄσκω (ἀπο-), θανοῦμαι (έο), έθανον, τέθνηκα
ἵημι, I send/shoot
ἵημι, ἥσω, ἧκα, εἷκα, εἷμαι, εἵθην, ἑθήσομαι
ἵστημι, I stand
ἵστημι, στήσω, ἔστησα (tr.) / ἔστην (intr.), ἔστηκα, ἕσταμαι, ἐστάθην, σταθήσομαι
καίω, I burn
καίω, καύσω, ἔκαυσα, -κέκαυκα, κέκαυμαι, ἐκαύθην, -καυθήσομαι
καλέω, I call
καλέω, καλῶ (έω), ἐκάλεσα, κέκληκα, κέκλημαι, ἐκλήθην, κληθήσομαι
κλαίω/ κλάω (in prose), I weep
κλαίω/ κλάω, κλαύσομαι/ κλαήσω, ἔκλαυσα, -, κέκλαυμαι/ κέκλαυσμαι, ἐκλαύσθην, κλαυσθήσομαι
κλέπτω, I steal
κλέπτω, κλέψω, ἔκλεψα, κέκλοφα, κέκλεμμαι, ἐκλάπην, -
κρίνω, I judge
κρίνω, κρινῶ (έω), ἔκρινα, κέκρικα, κέκριμαι, ἐκρίθην, κριθήσομαι
κτάομαι, I obtain
κτάομαι, κτήσομαι, ἐκτησάμην, - , κέκτημαι, ἐκτήθην, -
κτείνω (ἀπο-), I kill
κτείνω (ἀπο-), κτενῶ (έω), ἔκτεινα (ἔκτανον), -έκτονα, - , - , -
λαμβάνω, I take
λαμβάνω, λήψομαι, ἔλαβον, εἴληφα, εἴλημμαι, ἐλήφθην, ληφθήσομαι
λανθάνω, I escape
λανθάνω, λήσω, ἔλαθον, λέληθα, -λέλησμαι, - , -
λέγω, I say
λέγω, ἐρῶ (έο)/ λέξω, εἶπον/ ἔλεξα, εἴρηκα, εἴρημαι/ λέλεγμαι, ἐρρήθην/ ἐλέχθην, εἰρήσομαι/ ῥηθήσομαι/ λεχθήσομαι
λείπω, I leave
λείπω, λείψω, ἔλιπον, λέλοιπα, λέλειμμαι, ἐλείφθην, λειφθήσομαι
μανθάνω, I learn
μανθάνω, μαθήσομαι, ἔμαθον, μεμάθηκα, - , - , -
μάχομαι, I fight
μάχομαι, μαχοῦμαι (έο), ἐμαχεσάμην, - , μεμάχημαι, - , -
μέλει, it concerns
μέλει, μελήσει, ἐμέλησε, μεμέληκε, - , - , -
μέλλω, I intend/ am about (to)
μέλλω, μελλήσω, ἐμέλλησα, - , - , - , -
μένω, I stay/ remain
μένω, μενῶ (έω), ἔμεινα, μεμένηκα, - , - , -
μιμνῄσκω (ἀνα-), I remind (act.) / I remember (pass.)
μιμνῄσκω (ἀνα-), -μνήσω, ἔμνησα, - , μέμνημαι, ἐμνήσθην, μνησθήσομαι
νομίζω, I think/ consider
νομίζω, νομιῶ (έω), ἐνόμισα, νενόμικα, νενόμισμαι, ἐνομίσθην, νομισθήσομαι
ὄίγνῡμι (ἀν-), I open
ὄίγνῡμι (ἀν-), -οίξω, -έῳξα, -έῳχα, -έῳγμαι, -εῴχθην, -
οἶδα, I know
οἶδα, εἴσομαι, ᾔδη (impf.), - , - , - , -
ὄλλυμι (ἀπ-), I destroy (act.) / I perish (mid.)
ὄλλυμι (ἀπ-), -ὀλῶ (έω), -ὤλεσα/ -ωλόμην (intr. mid.), -ὀλώλεκα (tr.)/ -όλωλα (intr.), - , - , -
ὄμνυμι, I swear
ὄμνυμι, ὀμοῦμαι (έο), ὤμοσα, ὀμώμοκα, - , ὠμόθην/ ὠμόσθην, ὀμοσθήσομαι
ὁράω, I see
ὁράω, ὄψομαι, εἶδον (ἑώρων (αο) impf.), ἑόρακα/ ἑώρακα/ ὄπωπα, ἑώραμαι/ ὦμμαι, ὤφθην, ὀφθήσομαι
ὀφείλω, I owe
ὀφείλω, ὀφειλήσω, ὠφείλησα/ ὤφελον, ὠφείληκα, - , - , -
πάσχω, I suffer
πάσχω, πείσομαι, ἔπαθον, πέπονθα, - , - , -
πείθω, I persuade (act.)/ I obey (mid.)
πείθω, πείσω/ πείσομαι (mid.), ἔπεισα (act.)/ ἐπιθόμην (mid.), πέπεικα (tr.)/ πέποιθα (intr. (= trust)), πέπεισμαι, ἐπείσθην, πεισθήσομαι
πέμπω, I send
πέμπω, πέμψω, ἔπεμψα, πέπομφα, πέπεμμαι, ἐπέμφθην, πεμφθήσομαι
πίμπλημι (-ἐμ/ -ἐν), I fill
πίμπλημι, -πλήσω, -ἔπλησα, -πέπληκα, -πέπλησμαι, -ἐπλήσθην, -πλησθήσομαι
πίνω, I drink
πίνω, πίομαι, ἔπιον, πέπωκα, -πέπομαι, -ἐπόθην, -ποθήσομαι
πίπτω, I fall
πίπτω, πεσοῦμαι (έο), ἔπεσον, πέπτωκα, - , - , -
πλέω, I sail
πλέω, πλεύσομαι/ πλευσοῦμαι (έο), ἔπλευσα, πέπλευκα, - , - , -
πράττω, I act/do
πράττω, πράξω, ἔπραξα, πέπραχα (tr.)/ πέπραγα (tr. & intr.= have fared), πέπραγμαι, ἐπράχθην, πραχθήσομαι
πυνθάνομαι, I enquire/ find out
πυνθάνομαι, πεύσομαι, ἐπυθόμην, - , πέπυσμαι, - , -
πωλέω/ ἀποδίδομαι, I sell
πωλέω/ ἀποδίδομαι, πωλήσω/ ἀποδώσομαι, ἐπώλησα/ ἀπεδόμην, πέπρακα, πέπραμαι, ἐπράθην, πεπράσομαι
ῥήγνῡμι, I break
ῥήγνῡμι, -ῥήξω, ἔρρηξα, -ἔρρωγα (intr.), -έρρηγμαι, ἐρράγην, -ραγήσομαι
στέλλω (ἀπο-, ἐπι-), I send
στέλλω, στελῶ (έω), ἔστειλα, -έσταλκα, ἔσταλμαι, ἐστάλην, -σταλήσομαι
σῴζω, I save
σῴζω, σώσω, ἔσῳσα, σέσωκα, σέσωσμαι, ἐσώθην, σωθήσομαι
τέμνω, I cut
τέμνω, τεμῶ (έω), ἔτεμον, -τέτμηκα, τέτμημαι, ἐτμήθην, τμηθήσομαι
τίθημι, I place/put
τίθημι, θήσω, ἔθηκα, τέθηκα, κεῖμαι, ἐτέθην, τεθήσομαι
τίκτω, I give birth to/ beget
τίκτω, τέξομαι, ἔτεκον, τέτοκα, - , - , -
τιτρώσκω, I wound
τιτρώσκω, τρώσω, ἔτρωσα, - , τέτρωμαι, ἐτρώθην, τρωθήσομαι
τρέπω, I turn (tr.)
τρέπω, τρέψω, ἔτρεψα/ ἐτραπόμην (= I fled), τέτροφα, τέτραμμαι, ἐτρέφθην/ ἐτράπην (intr.), τραπήσομαι
τρέφω, I nourish/ support
τρέφω, θρέψω, ἔθρεψα, τέτροφα, τέθραμμαι, ἐτράφην, θρέψομαι, τραφήσομαι
τρέχω, I run
τρέχω, δραμοῦμαι (έο)/ -θεύσομαι, ἔδραμον, -δεδράμηκα, - , - , -
τυγχάνω, I happen
τυγχάνω, τεύξομαι, ἔτυχον, τετύχηκα, - , - , -
ὑπισχνέομαι, I promise
ὑπισχνέομαι, ὑποσχήσομαι, ὑπεσχόμην, - , ὑπέσχημαι, - , -
φαίνω, I reveal (act.)/ I appear, seem (mid.)
φαίνω, φανῶ (έω), ἔφηνα, πέφαγκα (tr.)/ πέφηνα (intr.), πέφασμαι, ἐφάνθην/ ἐφάνην (intr.), φανθήσομαι
φέρω, I carry/ bear
φέρω, οἴσω, ἤνεγκα/ ἤνεγκον, ἐνήνοχα, ἐνήνεγμαι, ἠνέχθην, -ἐνεχθήσομαι / οἰσθήσομαι
φεύγω, I flee
φεύγω, φεύξομαι, ἔφυγον, πέφευγα, - , - , -
φημί, I say
φημί, φήσω, ἔφησα (ἔφην impf.), - , - , - , -
φθάνω, I anticipate
φθάνω, φθήσομαι, ἔφθασα/ ἔφθην, ἔφθακα
φθείρω (δια-), I destroy/ corrupt
φθείρω, φθερῶ (έω), ἔφθειρα, ἔφθαρκα/ -ἔφθορα (tr. & intr. = am ruined), ἔφθαρμαι, ἐφθάρην, -φθαρήσομαι
φοβέομαι, I fear
φοβέομαι, φοβήσομαι, - , - , πεφόβημαι, ἐφοβήθην, -
φύω, I produce (tr.)/ I am by nature (intr.)
φύω, φύσω (tr.), ἔφυσα (tr.) / ἔφυν (intr.), πέφυκα (intr.), - , - , -
χρή, it is necessary
χρή, - , (ἐ)χρῆν (impf.), - , - , - , -
ὠνέομαι, I buy
ὠνέομαι, ὠνήσομαι, ἐπριάμην, - , ἐώνημαι (= have bought or have been bought), ἐωνήθην, -