Principal Parts - verbs Flashcards

1
Q

I try/attempt (contract verb)

A

πειράω, πειρᾱσω, ἐπείρᾱσα, πεπείρᾱκα, πεπείρᾱμαι, ἐπειρᾱθην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
2
Q

I use/enjoy/consult (contract verb)

A

χράομαι, χρήσομαι, ἐχρησάμην, κέχρημαι, ἐχρήσθην (+dat)

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
3
Q

I show (contract verb)

A

δηλὸω, δηλώσω, ἐδήλωκα, δεδήλωκα, δεδήλωμαι, ἐδηλώθην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
4
Q

I love (contract verb)

A

φιλέω, φιλήσω, ἐφίλησα, πεφίληκα, πεφίλημαι, ἐφιλήθην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
5
Q

I call (contract verb)

A

καλεώ, καλῶ, έκάλεσα, κέκληκα, κέκλημαι (I am called),, ἐκλήθην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
6
Q

I honour (contract verb)

A

τῑμαω, τῑμήσω, ἐτῑμησα, τετῑμηκα, τετῑμημαι, ἐτῑμήθην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
7
Q

I harm (labial)

A

βλάπτω (βλαβ-), βλάψω, ἔβλαψα, βέβλαφα, βέβλαμμαι, ἐβλαφθην (ἐβλάβην)

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
8
Q

I leave (labial)

A

λείπω (λειπ-, λοιπ-, λιπ-), λείψω, ἔλιπον, λελοιπα, λέλειμμαι (I am left behind/I am inferior), ἐλείφθην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
9
Q

I send (labial)

A

πέμπω (πεμπ-, πομπ-), πέμψω, ἔπεμψα, πέπομφα, πέπεμμαι, ἐπέμφθην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
10
Q

I strike, knock (labial)

A

κόπτω, κόψω, ἔκοψα, κεκοφα, κέκομμαι, ἐκόπην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
11
Q

I strike (labial)

A

τύπτω (τυπ-, τυπτε-), τυπτήσω

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
12
Q

I write (labial)

A

γράφς, γράψω, ἔγραψα, γέγραφα, γέγραμμαι, ἐγράφην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
13
Q

I do/I fare (gutteral)

A

πρᾱττω (πρᾱγ-), πρᾱξω, ἔπρᾱξα, πέπρᾱγα, πέπρᾱγμαι, ἐπρᾱχθην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
14
Q

I lead/take (gutteral)

A

ἄγω, ἄξω, ἤγαγον, ἦχα, ἦγμαι, ἤχθην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
15
Q

I flee/escape (gutteral)

A

φεύγω (φεθγ-, φθγ-), φεύζομαι, ἔφυγον, πέφευγα

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
16
Q

I pursue (gutteral)

A

διώκω, διώξομαι/διώξω, ἐδίωξα, δεδίωχα, ἐδιώχθην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
17
Q

I guard (gutteral)

A

φυλάττω (φθλακ-), φυλάξω, ἐφύλαξα, πεφύλαχα, πεφύλαγμαι, ἐφθλάχθην

18
Q

I seem/ I think (gutteral)

A

δοκέω (δοκ-, δοκε-), δόξω, ἔδοξα, δέδογμαι, ἐδόχθην,

19
Q

I pray (+dat), I pray to (gutteral)

A

εὔχομαι, εὔξομαι, ηὐαμην, ηὖγμαι

20
Q

I die; I am dead (perfect) (ίσκω)

A

ἀποθνήσκω (θαν/θνη), ἀποθανοΰμαι, ἀπέθανον. τέθνηκα

21
Q

I get to know, learn (ίσκω)

A

γιγνώσκω (γνω/γνο), γνώσομαι, ἔγνων (I learned/perceived), ἔγνωκα, ἔγνωσμαι, ἐγνώσθην

22
Q

I find (ίσκω)

A

εὑρίσκω (εὑρ/εὑρε), εὑρήσω, ηὗρον (or) εὖρον, ηὕρηκα (or) εὗρηκα, ηὕρημαι (or) εὕρημαι, ηὑρεθην (or) εὑρέθην

23
Q

I am able, can (deponent)

A

δύναμαι, δυνήμαι, δεδύνημαι,ἐδυνήθην

24
Q

I understand, know (deponent)

A

ἐπισταμαι, ἐπιστήσομαι, ἠπιστήθην

25
I lie, am laid (deponent)
κεῖμαι, κείσομαι
26
I work, accomplish (ei augment)
εργάζομαι, εἰργαζόμην (impf) , έργάσομαι, εἰργασάμην, εἴργασμαι, εἰργάσθην
27
I follow (ie augment)
ἕπομαι (σεν/σπ), εἰπόμην (impf), ἔψομαι, ἑσπόμην (+dat)
28
I have, hold; I hold onto - middle+gen (ie augment)
ἔχω (ἐχ/σχ/σχε), εἶχον (impf), ἕξω or σχήσω, ἔσχον, ἔσχηκα, ἔσχημαι
29
I take; I choose
αἱρέω (αἱρε-/ἑλ), αἱρήσω, εἶλον, ᾕρηκα, ᾑρέθην
30
I come/ I go
ἔρχομαι (ἐρχ-/ἐλθ-/ἐλυθ), [εἶμι (ἰ-/εἰ-), ἰεναι], ἦλθον, ἐλήλυθα
31
I run/ I sail
τρέχω (τρεχ-/δραμ-/δραμε-), δραμοῦμαι, ἔδραμον, δεδράμηκα, δεδράμημαι
32
I become, happen
γίγνομαι (γεν-/γεωε-/γον-/γν), γενήσομαι, ἐγενόμην, γέγονα, γεγένημαι
33
I leave
λείπω (λειπ-/λοιπ-/λιπ-), λείψω, ἔλιπον, λέλιοπα, λἐλειμμαι (I am left behind, am inferior), ἐλείφθην
34
I suffer/ experience
πάσχω (πενθ-/πονθ-/παθ-), πείσομαι, ἔπαθον, πέπονθα
35
I say, tell speak
λέγω (λεγ-), λἐξω, ἔλεξα, λέλγμαι, ἐλέχθην | [εἴρω (ἐρ-/ῥη-), ἐρῶ, εἴρηκα, εἴρημαι, ἐρρήθην (ἐπ-), εἶπον
36
I carry, (of roads) lead
φέρω (φερ-/οἰ-/ἐνεκ-/ἐνεγκ-), οἴσω, ἤνεγκα ἤνεγκον, ἐνήνοχα, ἐνήνεγμαι, ἠνεχθην
37
I want, I wish
βούλομαι (βουλ-/βουλε-), βοθλήσομαι, βεβούλημαι, ἐβουλήθην
38
I wish, I am willing
ἐθέλω (ἐθελ-/ἐθελε-) or θέλω, ἤθελον (impf), ἐθελήσω, ἠθέλησα, ἠθέληκα
39
I fight, fight with
μάχομαι (μαχ-/μαχε-), μαχοῦμαι, ἐμαζεσἀμην, μεμάζημαι
40
I rejoice; (+participle) I am glad to
χαίρω (χαρ-/χαρε-/χαιρε-), χαιρήσω, κεχάρηκα, ἐχάρην