Palabras 1 Flashcards
abanico
range = εύρος
abarcando
covering = καλύπτοντας
abarrotado
crowded = πολυσύχναστες
abastada
abastada = abastada
abastecen
supply = τροφοδοσίας
abasto
supply = τροφοδοσίας
abatimientos
abatimientos = abatimientos
ABATIRSE
folded = διπλωμένα
abdicar
abdicate = παραιτηθεί
ablución
ablution = πλύσιμο
abocados
doomed = καταδικασμένη
abofetear
slapping = χαστούκια
abonado
subscriber = συνδρομητή
ABONADO
SUBSCRIBER = ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΗ
abonados
subscribers = συνδρομητές
abono
fertilizer = λίπασμα
abono
fertilizer = λίπασμα
aborreció
abhorred = abhorred
aborregamiento
mackerel = σκουμπρί
abotagada
bloated = φουσκωμένη
abrasada
burned = καίγεται
abrumada
overwhelmed = συγκλονισμένοι
abrumador
overwhelming = συντριπτική
abrumadora
overwhelming = συντριπτική
abrumadora
overwhelming = συντριπτική
abrumadora
overwhelming = συντριπτική
abrumadoramente
overwhelmingly = συντριπτικά
absentista
absentee = απών
abstemio
abstemious = εγκρατείς
abuchearla
booing = αποδοκιμασίες
abulia
abulia = αβουλία
abultada
bulging = διογκώνοντας
abultada
bulging = διογκώνοντας
abultar
abultar = abultar
acaparar
hoarding = αποθησαύριση
acariciando
stroking = χαϊδεύοντας
acariciar
pat = pat
acariciar
pat = pat
acata
abides = Ακολουθούνται
acaudalados
wealthy = πλούσιοι
accedido
accessed = πρόσβαση
acceso
access = πρόσβαση
acechando
stalking = καταδίωξη
acechando
stalking = καταδίωξη
acechar
stalk = κοτσάνι
acelerados
accelerated = επιταχύνθηκε
acento
accent = Accent
acentuarse
accentuated = επιτείνεται
acequias
ditches = χαντάκια
acera
sidewalk = πεζοδρόμιο
acertaba
was right = ήταν σωστό
acertada
successful = Η επιτυχής
acertada
successful = Η επιτυχής
acervo
acquis = κεκτημένο
ACHANTAÍSIMOS
ACHANTAÍSIMOS = ACHANTAÍSIMOS
achaques
ailments = ασθένειες
acicalar
acicalar = acicalar
ácido
acid = οξύ
acierta
hits = hits
acodado
layered = πολυεπίπεδη
acogen
welcome = welcome
acoger
host = υποδοχής
acoger
host = υποδοχής
acojona
scares = φοβίζει
acometer
undertake = αναλαμβάνουν
acometividad
aggressiveness = επιθετικότητα
acometividad
aggressiveness = επιθετικότητα
acomodarse
accommodate = φιλοξενούν
acomodarse
accommodate = φιλοξενούν
ACOMODATICIO
accommodative = διευκολυντική
acomodo
accommodation = διαμονή
acomodo
accommodation = διαμονή
acomodo–el
accommodation - the = διαμονής - η
acopiando
collecting = συλλογή
acoplamientos
couplings = σύνδεσμοι
acorde-con…
commensurate-with … = ανάλογα-με …
acosada
harassed = παρενοχλούνται
acosada
harassed = παρενοχλούνται
acosado
harassed = παρενοχλούνται
acosar
harass = παρενοχλούν
acosar
harass = παρενοχλούν
acosarla
harass = παρενοχλούν
acoso
harassment = παρενόχληση
acoso
harassment = παρενόχληση
acoso
harassment = παρενόχληση
acritud
acrimony = πικρία
acudían
came = ήρθε
acuosos
aqueous = υδατικό
acurrucada
huddled = συσσώρευσε
acusadas
accused = κατηγόρησε
acusar-el-golpe
blame-the-beat = κατηγορούν-την-beat
acusar-el-golpe
blame-the-beat = κατηγορούν-την-beat
adecentada
tidied up = τακτοποιήσαμε
adehesamiento
adehesamiento = adehesamiento
ademán
gesture = χειρονομία
ademanes
gestures = χειρονομίες
además
also = επίσης,
adeptos
followers = followers
adeptos
followers = followers
adhesiones
accessions = προσχωρήσεις
adiestramiento
training = εκπαίδευση
adiestró
he trained = Εκπαιδεύτηκε
adocenando
adocenando = adocenando
ADOSADO
HOUSE = ΣΠΙΤΙ
adquirían
acquired = αποκτήθηκαν
adquisición
acquisition = εξαγορά
adrede
purposely = εσκεμμένα
aduciendo
arguing = υποστηρίζοντας
advertencias
warnings = προειδοποιήσεις
advertían
warning = προειδοποίηση
advertir
warn = προειδοποιούν
advertir
warn = προειδοποιούν
afable
Matey = Matey
afán
desire = επιθυμία
afanarse
toil = μόχθου
afectación
involvement = συμμετοχή
afectada
affected = επηρεάζονται
afectado
affected = επηρεάζονται
afectado
affected = επηρεάζονται
afeites
shave = το ξύρισμα
aferrada
clinging = προσκόλληση
afianzamiento
strengthening = ενίσχυση
afianzamiento
strengthening = ενίσχυση
afianzamiento
strengthening = ενίσχυση
afianzamiento
strengthening = ενίσχυση
afianzar
strengthen = ενισχύσουν
afianzar
strengthen = ενισχύσουν
afianzar
strengthen = ενισχύσουν
afianzarse
hold = κρατήστε
afiliación
affiliation = ασφάλισης
afinidades
affinities = συγγένειες
aflojar
loosen = χαλαρώστε
aflojar
loosen = χαλαρώστε
afloró
surfaced = επιφάνεια
afrenta
affront = προσβολή
agarrada
collared = Collared
agarrado
grasped = κατανοήσει
agarrarlo
grab = πιάσε
agenciarse
wangle = επιτυγχάνω με πλάγια μέσα
aglomeración
agglomeration = οικισμό
aglutinante
binder = συνδετικό
agobiaban
overwhelmed = συγκλονισμένοι
agobiado
overwhelmed = συγκλονισμένοι
agobiante
overwhelming = συντριπτική
agobio
burden = βάρος
agolparse
crowding = συνωστισμό
agoreras
ominous = δυσοίωνες
agostado
I withered = I μαραμένα
agradaba
pleased = ευχαριστημένος
agrandados
enlarged = διευρυμένη
agraviados
aggrieved = αδικημένοι
agraviados
aggrieved = αδικημένοι
agraviar
offend = προσβάλλουν
agravios
grievances = παράπονα
agravó
aggravated = επιδεινώνεται
agresión
aggression = επιθετικότητα
agrietan
crack = ρωγμή
agrietarse
crack = ρωγμή
agrios
citrus = Citrus
agudezas
witticisms = ευφυολογήματα
agüero
omen = οιωνός
aguijoneaba
prodded = σπρώχνεται
agujas
needles = βελόνες
ahogaba
drowning = πνιγμό
ahogarse
drowning = πνιγμό
ahogarse
drowning = πνιγμό
ahogarse
drowning = πνιγμό
ahogarse
drowning = πνιγμό
ahorcarse
hang = κολλάει
ahormar
the lasting = η διαρκής
ahorros
savings = αποταμιεύσεις
ahuyentar
scare = τρομάξει
ahuyentase
frightening away = τρομάζουν
aireada
aerated = αεριούχα
ajada
ajada = ajada
ajena
others = άλλοι
ajetreos
bustle = φασαρία
ajuar
trousseau = προικιά
ajusticiamiento
execution = εκτέλεση
alarde
flaunt = καμαρώνω
alardeado
I boasted = I καυχήθηκε
alarde–hacía
flaunt - was = καμαρώνω - ήταν
alardeos
alardeos = alardeos
alardes
fanfare = τυμπανοκρουσίες
ALARDES
fanfare = Fanfare
albañal
sewer = αποχέτευσης
albergan
home = home
alborotado
abuzz = abuzz
alboroto
riot = Riot
alborozo
joy = χαρά
alcachofas
artichokes = Αγκινάρες
alcaldada
alcaldada = alcaldada
alcalde
mayor = Δήμαρχος
alcance
scope = πεδίο εφαρμογής
alcántaras
ALCANTARAS = ALCANTARAS
alcantarillado
sewerage = αποχέτευσης
alcanzarse
achieved = επιτευχθεί
alcazaba
citadel = Ακρόπολη
aldea
village = χωριό