Nouns + adjectives + adverbs sections 11 onwards Flashcards
αγρος, ο
Field/countryside
2A
αθανατος/ον
Immortal
ακων/ακουσα/ακον
Unwilling(ly)
ακοντ-
γευμα, το
Taste/sample
3B
γευματ-
δραχμη, η
Drachma
1A
ευνους/ουν
Well disposed
ηδιστος/η/ον
Most pleasant
λιθος, ο
Stone
2A
οδοιπορος, ο
Traveller
2A
οδος, η
Road/way
2A
οξυς/εια/υ
Bitter/sharp/shrill
οσος/η/ον
As much as
pl = as many as
παρασκευη, η
Preparation/equipping/force
1A
πρυτανις, ο
Prytanis
3E
τρεις/τρια
Three
αγων, ο
Contest/trial 3A αγων-
αλλοτριος/α/ον
Someone else’s/alien
αντιδικος, ο
Contestant in a lawsuit 2A
αρχη, η
Beginning, start 1A
ατιμος/ον
Deprived of citizen rights
δικανικος/η/ον
Judicial
εκάτερος/α/ον
Each/both (of two)
εσχατος/η/ον
Worst/furthest/last
ευνοια, η
Good will 1B
εχθρα, η
Enmity/hostility 1B
εχθρος, ο
Enemy 2A
εχθρος/α/ον
Hostile/enemy
θυγατηρ, η
Daughter 3A θυγατ(ε)ρ
ιματιον, το
Cloak 2B
κατήγορος, ο
Prosecutor 2A
ορκος, ο
Oath 2A
πενια, η
Poverty 1B
προτερος/α/ον
First (of two)/previous
τιμημα, το
A fine 3B τιμηματ-
τιμωρια, η
Revenge/vengeance 1B
τοσουτος/αυτή/ουτο(ν)
So great
τυχη, η
Chance/fortune 1A
ψευδης/ες
False/lying
ψήφισμα, το
Decree 3B ψηφισματ-
αστη, η
Female citizen 1A
αστος, ο
Male citizen 2A
ατιμια, η
Loss of citizen rights 1B
εταιρα, η
Whore/prostitute 1B
εταίρος, ο
(male) companion 2A
μαρτυρια, η
Evidence/witness 1B
μνεια, η
Mention 1B
πενης, h
Poor (man) 3B πενητ-
πλούσιος/α/ον
Rich/wealthy
(σ)μικρος/α/ον
Small/short/little
σπουδαίος/α/ον
Important/serious
τεκμηριον, το
Evidence/proof 2B
φανερος/α/ον
Clear/obvious
αργυριον, το
Silver/money 2B
ελπις, η
Hope/expectation 3A ελπιδ-
οικιδιον, το
Small house 2B
τροπος, ο
Way/manner 2A
ερημος/ον
Empty/deserted/devoid of (+gen.)
ζημια, η
Fine 1B
κορη, η
Maiden/girl 1A
λογισμος, ο
Calculation 2A
μισος, το
Hatred 3C
μνα, η
Mina 1B
οικειος, ο
Relative 2A
οικειος/α/ον
Related/domestic/family
οργη, η
Anger 1A
παλαιος/α/ον
Ancient/old/of old
προθυμος/ον
Ready/eager/willing/active
προιξ, η
Dowry 3A προικ
φρατηρ, ο
Member of a phratry 3A φρατερ
φυσις, η
Nature/temperament/character 3E
ανθρωπος, η
Woman 2A
απειρος/ον
Inexperienced in (+gen.)
αρχη, η
Position/office/start/rule 1A
αρχων, ο
Archon 3A αρχοντ-
ασεβης/ες
Unholy
ασθενεια, η
Illness/weakness 1B
γεννητης, ο
Member of genos 1D
γενος, το
Genos 3C