letter D Flashcards

1
Q

dab

A

ταμπονάρω, (πιέζω με μικρές ελαφριές κινήσεις)

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
2
Q

diary products

A

γαλακτοκομικά προιόντα

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
3
Q

data

A

δεδομένα

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
4
Q

daunting

A

που φοβίζει, τρομακτικός

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
5
Q

deactivate

A

απενεργοποιώ

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
6
Q

deadline

A

καταληκτική ημερομηνία

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
7
Q

death toll

A

αριθμός θυμάτων, απολογισμός

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
8
Q

debate

A

συζητώ, διάλογος

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
9
Q

debt

A

χρέος

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
10
Q

deceased

A

αποθανών, εκλιπών

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
11
Q

decent

A

αξιοπρεπής, της προκοπής

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
12
Q

decimal

A

δεκαδικός αριθμός

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
13
Q

1) declare
2) declaration

A

1) ανακοινώνω, δηλώνω
2) ανακοίνωση, δήλωση

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
14
Q

decline

A

1) μείωση, πτώση
2) παρακμάζω

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
15
Q

dedicated

A

1) ειδικός, αποκλειστικά για κάτι (πχ. Performers must use the dedicated entrance behind the theatre)
2) αφιερωμένος (σε κάτι) (πχ. My evenings are dedicated to practising the piano)
https://www.wordreference.com/engr/dedicated

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
16
Q

deface

A

καταστρέφω την όψη, λερώνω, μουτζουρώνω

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
17
Q

defeat

A

1) νικώ, κερδίζω (πχ. They defeated their opponents 3-2)
2) ήττα (πχ. The defeat saddened the fans)
https://www.wordreference.com/engr/defeat

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
18
Q

defence

A

1) άμυνα
2) υπεράσπιση

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
19
Q

defend

A

υπερασπίζομαι

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
20
Q

defencive

A

αμυντικός

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
21
Q

deficiency

A

έλλειψη, ανεπάρκεια

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
22
Q

deficit

A

έλλειμα

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
23
Q

1) define
2) definition
3) definitive

A

1) (προσδι) ορίζω
2) ορισμός
3) οριστικός

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
24
Q

deforestation

A

αποδάσοση

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
25
Q

1) (be) degraded
2) degrade

A

1) υποβαθμίζομαι
2) εξευτελίζω, ταπεινώνω, υποβαθμίζω ΚΑΙ αποσυντίθεμαι

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
26
Q

dehydration

A

αφυδάτωση

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
27
Q

delete

A

σβήνω, διαγράφω

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
28
Q

deliberate

A

σκόπιμος, ηθελημένος

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
29
Q

delicate

A

λεπτός, ευαίσθητος
(πχ. These are delicate negotiations.)
https://www.wordreference.com/engr/delicate

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
30
Q

(in) demand

A

που έχει ζήτηση

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
31
Q

demanding

A

απαιτητικός

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
32
Q

dementia

A

άνοια

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
33
Q

demolish

A

κατεδαφίζω

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
34
Q

demonstrate

A

1) επιδεικνύω, δείχνω (πχ. He demonstrated how to operate the machine.)
2) αποδεικνύω (πχ. This experiment demonstrates that alcohol harms the body.)
3) διαδηλώνω
https://www.wordreference.com/engr/demonstrate

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
35
Q

demoralise

A

αποθαρρύνω, σπάω το ηθικό (από την λέξη moral / morality = ηθική)

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
36
Q

denote

A

δηλώνω, σημαίνω

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
37
Q

1) dense
2) density

A

1) πυκνός
2) πυκνότητα

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
38
Q

1) depart
2) departure

A

1) αναχωρώ
2) αναχώρηση

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
39
Q

1) depict
2) depiction

A

1) απεικονίζω
2) απεικόνιση

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
40
Q

depletion

A

μείωση (πχ. The depletion of our supplies was worrying.)

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
41
Q

deposit

A

1) καταθέτω (λεφτά)
2) εγγύηση, κάπαρος
3) προκαταβολή
https://www.wordreference.com/engr/deposit

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
42
Q

1) depression
2) depressive
3) depressed

A

1) κατάθλιψη KAI ύφεση (οικονομική)
2) καταθλιπτικός
3) στεναχωρημένος, μελαγχολικός,
https://www.wordreference.com/engr/depression

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
43
Q

1) deprive
2) deprivation

A

1) στερώ
2) στέρηση
https://www.wordreference.com/engr/deprive

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
44
Q

1) designate
2) designated

A

1) ορίζω, διορίζω, υποδεικνύω
2) ορισμένος, καθορισμένος, διορισμένος

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
45
Q

1) desperate
2) desperately

A

1) απελπισμένος
2) απελπισμένα

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
46
Q

destabilize

A

αποσταθεροποιώ (από τα stabilize = σταθεροποιώ, stability = σταθερότητα)

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
47
Q

destined for

A

που προορίζεται για, γεννημένος για κάτι (από το destiny = μοίρα)
https://www.wordreference.com/engr/destined

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
48
Q

1) destruct
2) destruction
3) destructive

A

1) καταστρέφω
2) καταστροφή
3) καταστροφικός

49
Q

detail

A

1) λεπτομέρεια
2) προσωπικά στοιχεία (πχ Please enter your details in the space below.)
3) αναφέρω λεπτομερώς (πχ. Please detail all the problems in the report.)
https://www.wordreference.com/engr/detail

50
Q

1) detect
2) detection
3) detective

A

1) ανιχνεύω, εντοπίζω
2) εντοπισμός
3) αστυνομικός ερευνητής (μάλλον από την ίδια λέξη είναι)

51
Q

detergent

A

απορρυπαντικό

52
Q

1) determine
2) determined

A

1) καθορίζω
2) αποφασισμένος
https://www.wordreference.com/engr/determined

53
Q

devaluation

A

απαξίωση (από το value = αξία)

54
Q

1) devestate
2) devastation
3) devastated

A

1) καταστρέφω, ρημάζω
2) καταστροφή
3) συντετριμμένος (ψυχικά)
https://www.wordreference.com/engr/devastated

55
Q

1) develop
2) developed nation
3) developing nation
4) developer
5) development

A

1) αναπτύσσω, εξελίσσω
2) αναπτυγμένη χώρα
3) αναπτυσσόμενη χώρα
4) εργολάβος, υπεύθυνος ανάπτυξης ακινήτων KAI προγραμματιστής
5) ανάπτυξη ΚΑΙ εξέλιξη ΚΑΙ οικιστική ανάπτυξη
check all in WordRef

56
Q

device

A

συσκευή

57
Q

devise

A

σχεδιάζω, επινοώ

58
Q

1) devote
2) devotion

A

1) αφιερώνω (σαν το dedicate / dedicated)
2) αφοσίωση

59
Q

devour

A

καταβροχθίζω

60
Q

diameter

A

διάμετρος

61
Q

diarrhoea

A

διάρροια

62
Q

dietary

A

διατροφικό, διαιτητικό

63
Q

dig

A

ανασκαφή, σκάβω

64
Q

1) digest
2) digestion

A

1) χωνεύω
2) χώνεψη

65
Q

dignity

A

αξιοπρέπεια

66
Q

dimension

A

διάσταση

67
Q

diminished

A

μειωμένος, εξασθενημένος, που έχει ελαττωθεί, που έχει υποχωρήσει

68
Q

dip

A

1) λακκούβα,
2) βυθίζω κάτι
3) πτώση
https://www.wordreference.com/engr/dip

69
Q

direct

A

1) απευθείας, ντουγρού
2) ευθύς, ξεκάθαρος
3) δίνω οδηγίες
4) απευθύνομαι
https://www.wordreference.com/engr/direct

70
Q

directions

A

1) κατεύθυνση
2) διοίκηση
3) οδηγίες
https://www.wordreference.com/engr/directions

71
Q

1) disastrous
2) disaster

A

1) καταστροφικός
2) καταστροφή

72
Q

disciplinary actions

A

πειθαρχικά μέτρα

73
Q

discontinue

A

διακόπτω, σταματάω ( continue = συνεχίζω)

74
Q

discriminations

A

διακρίσεις

75
Q

disembark

A

αποβιβάζομαι

76
Q

dissmiss

A

1) απολύω
2) δίνω άδεια να φύγει, αποδεσμεύω
3) απορρίπτω, αγνοώ
https://www.wordreference.com/engr/dismiss

77
Q

disorder

A

διαταραχή

78
Q

dispatch

A

στέλνω, αποστέλλω

79
Q

dispenser

A

1) αυτόματος πωλητής
2) ντισπένσερ (η συσκευή που πατάμε προς τα κάτω για να βγει το υγρό σαπούνι.

80
Q

displace

A

1) αντικαθιστώ
2) εκτοπίζω

81
Q

display

A

1) παρουσίαση, επίδειξη (σαν το demonstrate)
2) διάταξη, στήσιμο
3) οθόνη

82
Q

disprove

A

ανταποδεικνύω, διαψεύδω (prove = αποδεικνύω)

83
Q

1) dispute
2) disputable

A

1) αμφισβητώ
2) αμφισβητήσιμο

84
Q

1) disrespect
2) disrespectful

A

1) ασέβεια, έλλειψη σεβασμού (από το respect = σεβασμός)
2) ασεβής, αγενής

85
Q

disrupt

A

διακόπτω (πχ. The student was given detention for disrupting the class.)
https://www.wordreference.com/engr/disrupt

86
Q

distinction

A

1) διαφορά
2) διάκριση
3) χαρακτηριστικό (πχ. She had the distinction of being their very first customer.)
https://www.wordreference.com/engr/distinction

87
Q

1) distinguish
2) distinguished

A

1) διακρίνω, ξεχωρίζω
2) διακεκριμένος, εξέχων
https://www.wordreference.com/engr/distinguish

88
Q

distraction

A

περισπασμός
https://www.wordreference.com/engr/distraction

89
Q

district

A

συνοικία, περιοχή (red district στο Άμστερνταμ)

90
Q

distrust

A

δυσπιστώ προς, δεν εμπιστεύομαι (trust = εμπιστοσύνη)
(πχ. His nervousness and appearance made me distrust him.)

91
Q

1) disturb
2) disturbed
3) disturbing
4) disturbance

A

1) ενοχλώ, διακόπτω, εμποδίζω
2) αναστατωμένος, ανάστατος
3) ανησυχητικό, ενοχλητικό
4) ενόχληση, φασαρία
https://www.wordreference.com/engr/disturb

92
Q

disused

A

που έχει περιπέσει σε αχρηστία, αχρηστευμένος (use = χρηση, χρησιμοποιώ)

93
Q

dive

A

κάνω βουτιά (scuba diving = κατάδυση)

94
Q

1) diverse
2) diversity

A

1) ποικίλος, διαφορετικός
2) ποικιλία

95
Q

1) divide
2) division

A

1) διαιρώ, χωρίζω (πχ στα μαθηματικά Twelve divided by six is two.)
2) διαίρεση, διάσπαση ΚΑΙ τμήμα, τομέας

96
Q

divine

A

θεικό

97
Q

DIY (Do It Yourself) shop

A

κατάστημα ειδών για μαστορέματα

98
Q

1) document
2) documentation

A

1) καταγράφω ΚΑΙ αρχείο
2) έγγραφα, χαρτιά

99
Q

dodge

A

αποφεύγω (πχ. The politician keeps dodging the question)
https://www.wordreference.com/engr/dodge

100
Q

1) domestic
2) domesticate

A

1) οικόσιτο, του σπιτιού (ζώο) KAI εγχώριος, ντόπιος (πχ. domestic flight)
2) εξημερώνω (ζώο)

101
Q

1) dominance
2) dominant
3) dominate

A

1) κυριαρχία
2) κυρίαρχος
3) κυριαρχώ

102
Q

dough

A

ζύμη

103
Q

downfall

A

παρακμή, κατρακύλα ΚΑΙ βροχόπτωση, χιονόπτωση
https://www.wordreference.com/engr/downfall

104
Q

downside

A

ελάττωμα, μειονέκτημα

105
Q

1) drain
2) drain pipe

A

1) στραγγίζω
2) σωλήνας αποχέτευσης

106
Q

draw

A

1) ζωγραφίζω, σχεδιάζω
2) προσελκύω, τραβάω
3) ισοπαλία (σε παιχνίδι)

107
Q

draw a conclusion

A

βγάζω συμπέρασμα

108
Q

dried bean

A

ξερό φασόλι (dry = ξερό, dried = ξεραμένο)

109
Q

1) drill
2) drilling

A

1) ανοίγω τρύπα με τρυπάνι
2) τρύπημα (πχ, The noise of the drilling)

110
Q

1) drip
2) dripping

A

1) σταγόνα, στάλα (είναι και drop = σταγόνα)
2) στάξιμο (πχ. The tap is dripping)

111
Q

drop

A

1) σταγόνα
2) ρίχνω
3) αφήνω, παρατάω
4) άφησε το, παράτα το, ξέχνα το (ohh just drop it!)
https://www.wordreference.com/engr/drop

112
Q

drought

A

ξηρασία

113
Q

duct

A

αγωγός, σωλήνας

114
Q

dump

A

παρατάω

115
Q

durable

A

ανθεκτικός

116
Q

dust

A

σκόνη

117
Q

dynamics

A

δυναμική

118
Q

1) dysfunction
2) dysfunctional

A

1) δυσλειτουργία
2) δυσλειτουργικός