letter D Flashcards
dab
ταμπονάρω, (πιέζω με μικρές ελαφριές κινήσεις)
diary products
γαλακτοκομικά προιόντα
data
δεδομένα
daunting
που φοβίζει, τρομακτικός
deactivate
απενεργοποιώ
deadline
καταληκτική ημερομηνία
death toll
αριθμός θυμάτων, απολογισμός
debate
συζητώ, διάλογος
debt
χρέος
deceased
αποθανών, εκλιπών
decent
αξιοπρεπής, της προκοπής
decimal
δεκαδικός αριθμός
1) declare
2) declaration
1) ανακοινώνω, δηλώνω
2) ανακοίνωση, δήλωση
decline
1) μείωση, πτώση
2) παρακμάζω
dedicated
1) ειδικός, αποκλειστικά για κάτι (πχ. Performers must use the dedicated entrance behind the theatre)
2) αφιερωμένος (σε κάτι) (πχ. My evenings are dedicated to practising the piano)
https://www.wordreference.com/engr/dedicated
deface
καταστρέφω την όψη, λερώνω, μουτζουρώνω
defeat
1) νικώ, κερδίζω (πχ. They defeated their opponents 3-2)
2) ήττα (πχ. The defeat saddened the fans)
https://www.wordreference.com/engr/defeat
defence
1) άμυνα
2) υπεράσπιση
defend
υπερασπίζομαι
defencive
αμυντικός
deficiency
έλλειψη, ανεπάρκεια
deficit
έλλειμα
1) define
2) definition
3) definitive
1) (προσδι) ορίζω
2) ορισμός
3) οριστικός
deforestation
αποδάσοση
1) (be) degraded
2) degrade
1) υποβαθμίζομαι
2) εξευτελίζω, ταπεινώνω, υποβαθμίζω ΚΑΙ αποσυντίθεμαι
dehydration
αφυδάτωση
delete
σβήνω, διαγράφω
deliberate
σκόπιμος, ηθελημένος
delicate
λεπτός, ευαίσθητος
(πχ. These are delicate negotiations.)
https://www.wordreference.com/engr/delicate
(in) demand
που έχει ζήτηση
demanding
απαιτητικός
dementia
άνοια
demolish
κατεδαφίζω
demonstrate
1) επιδεικνύω, δείχνω (πχ. He demonstrated how to operate the machine.)
2) αποδεικνύω (πχ. This experiment demonstrates that alcohol harms the body.)
3) διαδηλώνω
https://www.wordreference.com/engr/demonstrate
demoralise
αποθαρρύνω, σπάω το ηθικό (από την λέξη moral / morality = ηθική)
denote
δηλώνω, σημαίνω
1) dense
2) density
1) πυκνός
2) πυκνότητα
1) depart
2) departure
1) αναχωρώ
2) αναχώρηση
1) depict
2) depiction
1) απεικονίζω
2) απεικόνιση
depletion
μείωση (πχ. The depletion of our supplies was worrying.)
deposit
1) καταθέτω (λεφτά)
2) εγγύηση, κάπαρος
3) προκαταβολή
https://www.wordreference.com/engr/deposit
1) depression
2) depressive
3) depressed
1) κατάθλιψη KAI ύφεση (οικονομική)
2) καταθλιπτικός
3) στεναχωρημένος, μελαγχολικός,
https://www.wordreference.com/engr/depression
1) deprive
2) deprivation
1) στερώ
2) στέρηση
https://www.wordreference.com/engr/deprive
1) designate
2) designated
1) ορίζω, διορίζω, υποδεικνύω
2) ορισμένος, καθορισμένος, διορισμένος
1) desperate
2) desperately
1) απελπισμένος
2) απελπισμένα
destabilize
αποσταθεροποιώ (από τα stabilize = σταθεροποιώ, stability = σταθερότητα)
destined for
που προορίζεται για, γεννημένος για κάτι (από το destiny = μοίρα)
https://www.wordreference.com/engr/destined