letter C Flashcards
cabbage
λάχανο
calcium
ασβέστιο
1) calculate
2) calculation
3) calculator
1) υπολογίζω
2) υπολογισμός
3) αριθμομηχανή
calories
θερμίδες
Campaign / campaigner
Καμπάνια / κάποιος που διεξάγει εκστρατεία
Campus
Πανεπιστημιούπολη
Capacity
1) ικανότητα
2) χωρικότητα
3) παραγωγική ικανότητα
Capillary
Τριχοειδές αγγείο ( μικρά μικρά αγγειακια)
Capture
1) κυριεύω, καταλαμβάνω
2) βγάζω, τραβάω (φωτογραφία)
3) δεσμεύω
Carbon dioxide
Διοξείδιο του άνθρακα
Carbon tax
Φόρος επι των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα
Careers officer
Σύμβουλος επαγγελματικού προσανατολισμού
Carriage
Βαγόνι
Case
Περίβλημα
Casket
Φέρετρο
Cast
1) εκμαγείο
2) σύνολο ηθοποιών
3) επιλέγω ηθοποιό για ρόλο
Casual
1) πρόχειρος
2) άνετος, ανεπίσημος
Casualty
Θύμα (ατυχήματος, μάχης) νεκρός
Caterpillar
Προνύμφη, κάμπια
Cause of a sensation
Προκαλώ αίσθηση
Caution
Προσοχή, επιφυλακτικότητα
Caveman
Άνθρωπος των σπηλαίων
Cease
Παύω, σταματώ
(Πχ. Cease fire= κατάπαυση του πυρός)
Cell
Κύτταρο
Central heating
Κεντρική θέρμανση
In certain respects
Από κάποιες απόψεις
Chained
Αλυσοδεμένος
Chamber
Θάλαμος
Chance
1) τυχαίος
Chat up
Πιάνω κουβέντα σε κάποιο που μου αρέσει, φλερτάρω
Chew
Μασώ
Cholesterol
Χοληστερινη
Chop
Κόβω σε κομματάκια
Chronic
Χρόνιος (πχ chronic illness)
Cinnamon
Κανέλα
Circulation
Κυκλοφορία
Cite
Αναφέρω, παραθέτω
Citizen
Πολίτης
City council
Δημοτικό συμβούλιο
1) civil
2) civil rights
3) civil war
4) civil engineering
1) αστικός, πολιτικός
2) πολιτικά δικαιώματα
3) εμφύλιος πόλεμος
4) πολιτικός μηχανικός
Claim
1) αίτηση (για αποζημίωση, επίδομα κτλπ)
2) ισχυρισμός
3) διεκδικώ
Clarify
Διευκρινίζω
Cleanse
Καθαρίζω
Clinically
Κλινικά
Clinician
Κλινικός ιατρός
Clog (up)
Βουλώνω, (από)φρασσω
Cloudy
Θολός, συννεφιασμένος (καιρός)
1) Coal
2) coal mine
1) Άνθρακας
2) ανθρακωρυχείο
Coastal
Παράκτιος
Coffin
Φέρετρο
1) cognition
2) cognitive
3) cognitive impairment
1) γνωστική λειτουργία
2) γνωστικός
3) εξασθένιση της γνωστικής λειτουργίας
Coil
Τυλίγω
1) coincident
2) coincidental
1) σύμπτωση
2) συμπτωματικός
Collapse
Καταρρέω
Colleague
Συνάδελφος
Colony
Αποικία
Combat
Καταπολεμώ
Come into play
Παίζω ρόλο
Come to terms with
Συμβιβάζομαι, συμφιλιώνομαι
(Sth) comes into effect
(Κάτι) τίθεται σε ισχύει
Commercial
Εμπορικός
Commission
Ανάθεση έργου, εντολή, παραγγελία
Commitment
Υποχρέωση
Committed to
Αφοσιωμένος, προσηλωμένος σε κάποιον σε κάποιο στόχο
(The) common people
Ο απλός κόσμος
Commonplace
Συνηθισμένος, κοινό, κλισέ
https://www.wordreference.com/engr/commonplace
1) compare
2) comparable
1) συγκρίνω
2) συγκρίσιμος
Compass
Πυξιδα
Compassion
Συμπόνια
Compel
Αναγκάζω, υποχρεώνω
Compensate
Αντισταθμίζω, αναπληρώνω
Competitive
Ανταγωνιστικός
Complement
Συμπλήρωμα
Complex
Component
Εξάρτημα, μέρος, τμήμα
1) Compose
2) composition
1) Συνθέτω
2) σύνθεση
Comprehend
Κατανοώ, αντιλαμβάνομαι
Comprehensive
Πλήρης, περιεκτικός
1) Compress
2) compressor
1) Συμπιέζω
2) συμπιεστής
Compulsive
Compulsory
Υποχρεωτικός
1) Computer literacy
2) computer literate
1) Γνώσεις στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές
2) που ξέρει από υπολογιστές
Concentration
Συγκέντρωση
Concept
Έννοια
Concern
1) ανησυχία
2) αφορώ
https://www.wordreference.com/engr/concern
1) Conclude
2) conclusions
1) συμπεραίνω, καταλήγω
2) συμπεράσματα
Concrete
1) Χειροπιαστός, συγκεκριμένος
2) τσιμέντο (πχ. Concrete jungle= τσιμεντούπολη)
1) condemn
2) condemnation
1) καταδικάζω
2) καταδίκη
1) condense
2) condenser
1) συμπυκνώνομαι
2) συμπυκνωτής
Condescension
Συγκαταβατικότητα
Conduct
Διεξάγω
Confide in sb
Εκμυστηρεύομαι τα προσωπικά μου σε κάποιον
1) Confident
2) Confidence
1) Έχω Αυτοπεποίθηση, είμαι σίγουρος, βέβαιος
2) αυτοπεποίθηση, σιγουριά
Confined to
Περιορισμένος σε
1) confirm
2) confirmation
1) επιβεβαιώνω
2) η επιβεβαίωση
1) conflict
2) conflict of interest
1) σύγκρουση
2) σύγκρουση συμφερόντων
1) Conquer
2) conqueror
3) conquistadors
1) κατακτώ
2) Κατακτητής
3) κονκισταδόρες (κατακτητές)
1) conscious
2) unconscious
3) consciousness
4) unconsciousness
1) που έχει τις αισθήσεις του
2) που δεν έχει τις αισθήσεις του
3) συνείδηση
4) Απώλεια αισθήσεων
Consecutive
Διαδοχικό, αλλεπάλληλος
1) consensus
2) consensus opinion
1) συμφωνία, συναίνεση
2) συναινετική γνώμη/αποψη
Consequence
Συνέπεια
Conservatism
Συντηρητισμός ( ίδια λέξη με κονσέρβα)
Conserve
1) Εξοικονομώ
2) προστατεύω το περιβάλλον
Consideration
1) consistent
2) consistently
1) συνεπής, σταθερός
2) σταθερά
1) Consolidation
2) consolidate
1) Εδραίωση, παγίωση
Συγχώνευση (πχ. Εταιριών)
2) εδραιώνω, παγιώνω
Constitute
Constitution
1) construct
2) constructive
3) construction site
1) κατασκευάζω
2) εποικοδομητικος
3) εργοτάξιο
1) Consult
2) consulting business
1) συμβουλεύομαι
2) εταιρία παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών
1) consume
2) consumption
1) καταναλώνω
2) κατανάλωση
Contact
Γνωστός, επαφή, γνωριμία
1) contaminant
2) contaminate
3) contamination
1) ρύπος
2) ρυπαίνω, μολύνω
3) μόλυνση, ρύπανση
Contemplate
Σκέφτομαι, αναλογίζομαι
https://www.wordreference.com/engr/contemplate
1) content
2) contents
1) περιεκτικότητα
2) περιεχόμενα
Context
Πλαίσιο, συνθήκες
https://www.wordreference.com/engr/context
1) Continent
2) continental
1) Ήπειρος
2) ηπειρωτικός
Contract
Συμβόλαιο
1) contradict
2) contradiction
1) έρχομαι σε επαφή
2) αντίφαση
https://www.wordreference.com/engr/contradiction
1) Contrary
2) contrasting
1) Αντιθέτως, ενάντιος
(Πχ. On the contrary….)
2) που έρχεται σε αντίθεση
https://www.wordreference.com/engr/contrary
1) contribute
2) contribution
3) contributory
1) Συμβάλλω
2) συμβολή
3) που συμβάλλει
1) convenience
2) convenience food
3) convenient
1) άνεση, ευκολία
2) προπαρασκευασμένα τρόφιμα, προμαγειρεμένα φαγητά
3) βολικό
Conventional
Συμβατικός
1) converse
2) conversation
1) συνομιλώ, κουβεντιάζω
2) συνομιλία
Convert
Μετατρέπω
Cooperate
Συνεργάζομαι
1) coordinated
2) coordination
1) συντονισμένος
2) συντονισμός
1) Core
2) core member
1) Πυρήνας
2) βασικό μέλος
Correlation
Συσχετισμός
Correspond
Αντιστοιχώ
Corridor
Διάδρομος
At all cost
Με κάθε κόστος, πάση θυσία
https://www.wordreference.com/engr/at%20all%20costs
Counseling
Συμβουλευτική, παροχή συμβουλών
Counteract
Εξουδετερώνω
Couple
1) ζευγάρι
2) συνδέω
3)…
https://www.wordreference.com/engr/couple
Course of antibiotics
Αγωγή με αντιβιοτικά
Court
1) δικαστήριο
2) αυλή (μονάρχη)
Coverage
Κάλυψη
1) Craft
2) craftsman
1) Τέχνη
2) τεχνίτης
Credibility
Αξιοπιστία
Credit sth to sb
Πιστώνω κάτι σε κάποιον ( κάτι καλό που έκανε)
https://www.wordreference.com/engr/credit
Crew
1) Πλήρωμα
2) παρέα, τσούρμο
1) Criminal charges
2) criminal offence
1) ποινική δίωξη
2) ποινικό αδίκημα
Crispy
Τραγανό, ξεροψημένο
Critical
Κρίσιμος, καθοριστικός
Critique
Κριτική
Cross-sectional
Αντιπροσωπευτικός,
Σχετικός με αντιπροσωπευτικό δείγμα
Crucial
Κρίσιμος, καθοριστικής σημασίας
https://www.wordreference.com/engr/crucial
Crush
Συντρίβω, συνθλίβω
Culture
1) Καλλιεργώ (είτε πνευματικά, είτε φυτά)
2) παράδοση
3) κουλτούρα
Curiosity
Περιέργεια
Current
Curriculum
Πρόγραμμα σπουδών
1) custom
2) customer
3) customer service
1) πελατεία
2) πελάτης
3) εξυπηρέτηση πελατών
Cut down on
Περιορίζω
Cut off
Κόβω, Διακόπτω
Cut out
Κόβω (συνήθεια, φαγητό κτλπ)
Cyclone
Κυκλώνας
Η