Chapter 4 Vocabulary Flashcards
ἄν
(particle)
used in some conditional sentences
ἀγαθός
adj.
ἀγαθή, ἀγαθὀν
good
ἄξιος
adj.
ἀξία, ἀξιον
worthy, worth (+ gen.)
ἀνάξιος
adj.
ἀνάξιον
unworthy (+ gen.)
ἀρχή
ἀρχῆς, ἡ
beginning; rule, empire
γέφυρα
γεφύρας, ἡ
bridge
διδάσκω
διδάξω ἐδίδαξα δεδίδαχα δεδίδαγμαι ἐδιδάχθην
to teach
δίκη
δίκης, ἡ
justice; lawsuit
ἄδικος
adj.
ἄδικον
unjust
δίκαιος
adj.
δικαία, δίκαιον
just
ἐθέλω
ἐθελήσω ἠθέλησα ἠθέληκα --------- ---------
to be willing, wish
ἡμέρα
ἡμέρας, ἡ
day
θάλαττα
θαλάττης, ἡ
sea
θάπτω
θάψω ἔθαψα -------- τέθαμμαι ἐτάφην
to bury
καίτοι
(particle)
and further, and yet
κακός
adj.
κακή, κακόν
bad, evil
καλός
adj.
καλή, καλόν
beautiful, noble, good
μετά
(prep.)
+ gen. with
+ acc. after
μοῖρα
μοίρας, ἡ
fate
μοῦσα
μούσης, ἡ
muse
νεανίας
νεανίου, ὁ
young man
ὅπλον
ὅπλου, τό
tool; (pl.) weapons
ὁπλίτης
ὁπλίτου, ὁ
hoplite
πάλαι
(adv.)
long ago
ποιητής
ποιητοῦ, ὁ
poet, author
πολίτης
πολίτου, ὁ
citizen
στρατιώτης
στρατιώτου, ὁ
soldier