C seviye Flashcards
akım
ρεύμα μτφ
sanat akımı
καλλιτεχνικό ρεύμα
siyasî akımı
πολιτικό ρεύμα
aşama
φάση, στάδιο
atılgan
τολμηρός, παράτολμος, ριψοκίνδυνος
atılmak
- πετιέμαι, 2. ρίχνομαι,
εξορμώ
ay yılı
σεληνιακό έτος
barınma
- στέγαση, 2. προστασία
çelimsiz
αδύναμος
çelimsizlik
αδυναμία
devre
- περίοδος, 2. κύκλωμα
kısa devre
βραχυκύκλωμα
devreye sokmak
- ενεργοποιώ, 2. βάζω ανθρώπους
να μεσολαβήσουν για να καταφέρω κάτι
devre arası
ημίχρονο
düzenek
μηχανισμός
felç
- παράλυση, 2. εγκεφαλικό
felç olmak
παραλύω
felç geçirmek
παθαίνω
εγκεφαλικό
göç
- μετανάστευση, 2. αποδημία
göç dalgası
μεταναστευτικό κύμα
toplu göç
μαζική μετανάστευση
göç
etmek
- μεταναστεύω, 2. αποδημώ
ibre
βελόνα
isyankâr
στασιαστής, ανυπότακτος
işitme engeli
κουφός
sağır
κουφός
makul
πιθανός, λογικός
mehtap
- σεληνόφως, 2. πανσέληνος
saydam
διαφανής
uygarlık
πολιτισμός
uygar
πολιτισμένος
uygar seviyesi
πολιτισμικό επίπεδο
Antik Yunan uygarlığı
αρχαιοελληνικός πολιτισμός
uygarlaşmak
εκπολιτίζομαι
uygarlaştırmak
εκπολιτίζω
medeniyet
πολιτισμός
buğulanmak
θαμπώνω (αμετάβατο)
çırpınmak
σφαδάζω, χτυπιέμαι, προσπαθώ
πολύ
eritmek
λιώνω (μεταβατικό), διαλύω
erimek
λιώνω, διαλύομαι - αμετάβατο
ilişkilendirmek
σχετίζω
istifade etmek
εκμεταλλεύομαι, επωφελούμαι
olanaklı kılmak
- καθιστώ δυνατό,
2. επιτρέπω
olanak
δυνατότητα
takışmak
τσακώνομαι
tasarlamak
σχεδιάζω
taşmak
υπερχειλίζω, ξεχειλίζω, πλημμυρίζω
(και μεταφορικά
yaygınlaşmak
εξαπλώνομαι, διαδίδομαι/
zehirlenmek
δηλητηριάζομαι
zonklamak
πάλλομαι από τον πόνο
çekip gitmek
τα παρατάω και φεύγω
ilham vermek
εμπνέω
ilham almak
εμπνέομαι
merak uyandırmak
ξυπνώ το ενδιαφέρον,
προκαλώ την περιέργεια
sinirleri gerilmek
τεντώνονται τα νεύρα μου
alt tarafı
στο κάτω κάτω της γραφής
antrenman
προπόνηση
bağlılık
αφοσίωση
belirti
- ένδειξη, σημάδι, 2. τεκμήριο,
3. σύμπτωμα
belirtilere göre
σύμφωνα με τις
ενδείξεις
bilhassa
ιδιαίτερα, ειδικά
bilinçaltı
υποσυνείδητο
bilinç
συνείδηση
bilinçlenmek
συνειδητοποιώ
cefa
βάσανο, πόνος
çekingen
- ντροπαλός, 2. δειλός
edep
ευπρέπεια
emniyet kemeri
ζώνη ασφαλείας
güvercin
περιστέρι
hakikî
πραγματικός
hakikat
πραγματικότητα
hasılı
με λίγα λόγια, τελικά
ıstırap
πόνος, βάσανο
içtenlik
ειλικρίνεια, εγκαρδιότητα
irtibat
επικοινωνία, σύνδεση, διασύνδεση
ispat
απόδειξη
ispat etmek
αποδεικνύω
ispatlamak
αποδεικνύω
kusursuz
αψεγάδιαστος
kuşkucu
καχύποπτός, δύσπιστος
maharet
δεξιότητα, μαστοριά
maksat
πρόθεση, σκοπός
maksatlı
σκόπιμος
mana
έννοια, νόημα, σημασία
manevî
- πνευματικός, 2. ηθικός
mecnun
τρελά ερωτευμένος
muhatap
- συνομιλητής, 2. αντίπαλος,
3. ομόλογος
muhatabım değil
δεν είναι όμοιος μου
mülakat
συνέντευξη
müsaade
άδεια
nahoş
- δυσάρεστος, 2. αντιπαθητικός
ne denli
τόσο πολύ, πόσο πολύ
nörotik
νευρωτικός
saplantı
έμμονη ιδέα, εμμονή, κόλλημα
sırça
- γυαλί, 2. γυάλινος
sineye çekmek
ανέχομαι, υπομένω
sitem
γκρίνια, παράπονο
sükûnet
ηρεμία, ησυχία
sükûnetini korumak
διαφυλάσσω την ηρεμία μου
tabir
- ερμηνεία, εξήγηση, 2. έκφραση
takdir
- εκτίμηση, 2. αξιολόγηση, 3. μοίρα,
4. έγκριση
takdir etmek
εκτιμώ,αναγνωρίζω
takdiri size bırakıyorum
το αφήνω στην κρίση σας
siz takdir edersiniz ki
όπως πιστεύετε, όπως
αξιολογείτε
tasavvuf
- μυστικισμός, 2. σουφισμός
tavır
- ύφος, 2. συμπεριφορά, τρόπο
tedavül
κυκλοφορία προϊόντος, χρήματος
teslimiyet
υποταγή
tez
- διατριβή, 2. επιχείρημα
vefa
- ευγνωμοσύνη, 2. εμπιστοσύνη
vicdan azabı
τύψεις
adamak
- αφιερώνω
adak adamak
κάνω τάμα
aksetmek
καθρεφτίζομαι, ανακλώμαι
yansımak
καθρεφτίζομαι, ανακλώμαι
depolamak
αποθηκεύω
deşmek
σκαλίζω, σκάβω, ανοίγω
fırlatmak
πετάω, εκσφενδονίζω
fısıldamak
ψιθυρίζω, μουρμουρίζω
. harmanlamak
αναμειγνύω
iddia etmek
ισχυρίζομαι
iddiacı
ισχυρογνώμων
işlemek
- ενεργώ, κάνω, 2. επεξεργάζομαι,
3. βάζω σε λειτουργία
kasılmak
- συσπώμαι, 2. περηφανεύομαι,
καυχιέμαι (μτφ.)
övmek
παινεύω
övünmek
παινεύομαι
sürüklemek
παρασέρνω, συμπαρασύρω
tatmin etmek
ικανοποιώ
tatmin olmak
ικανοποιούμαι
yakarmak
παρακαλώ, ικετεύω, εκλιπαρώ
yalvarmak
ικετεύω, εκλιπαρώ
değmeyin keyfime
περνάω πολύ καλά,
είμαι πολύ ευτυχισμένος
dilinden düşürmemek
μιλάω συνέχεια για κάτι
kafayı yemek
τρελαίνομαι
hâkimiyet
κυριαρχία, ηγεμονία, εξουσία
iman
πίστη
iman etmek
πιστεύω
imana gelmek
συμμορφώνομαι
muhtaç
αυτός που έχει ανάγκη από κάτι
paraya
muhtaç
έχει ανάγκη από χρήματα
köken
καταγωγή, προέλευση, ρίζα
kısırlık
στειρότητα, αγονία
geçersiz
άκυρος
geçersiz bilgi
μη έγκυρη
πληροφορία
geçerlilik
εγκυρότητα, ισχύς
geçerli
έγκυρος
gelişigüzel
όπως όπως, πρόχειρα
gelişigüzel
yapmak
κάνω κάτι άρπα κόλλα
hayırsever
φιλάνθρωπος, αγαθοεργός
felaket
- καταστροφή, 2. δυστυχία, συμφορά
aşırı doz
υπερβολική δόση
mal varlığı:
περιουσία
mal
- αγαθό,
2. εμπόρευμα, 3. προϊόν, 4. περιουσία
huzurevi
οίκος ευγηρείας, γηροκομείο
uğraşı
ενασχόληση
kabartma
- εξόγκωμα, 2. ανάγλυφο
pul
- γραμματόσημο, 2. πούλι (ρούχου),
3. φολίδα, λέπι
karşılık olarak
ως ανταπόδοση, έναντι
sunmak
παρουσιάζω
değişken
μεταβλητός
seçkin
εκλεκτός, διακεκριμένος
tabut
φέρετρο, κάσα
özetlemek
λέω περιληπτικά, συνοψίζω
özetle
συνοπτικά, κοντολογίς
ilişkilendirmek
σχετίζω
itiraz etmek
αντιτίθεμαι, αντιλέγω
ayırt etmek
διακρίνω, ξεχωρίζω
çek bozdurmak
εξαργυρώνω επιταγή
yakınmak
παραπονιέμαι
suratını asmak
κρεμάω μούτρα, μουτρώνω
ileri geri konuşmak
μιλώ απερίσκεπτα
geri çevirmek
απορρίπτω
. iş işten geçmek
χάνω την ευκαιρία
şereflendirmek
τιμώ
kılık değiştirmek
μεταμφιέζομαι
onaylamak
εγκρίνω
onay almak
παίρνω
έγκριση
onay beklemek
περιμένω έγκριση
küçük düşünmek
δεν είμαι φιλόδοξος, κάνω
αργά και σταθερά βήματα
peşini bırakmamak
τον ακολουθώ, δεν
τον αφήνω σε ησυχία
gözünü yükselere dikmek
βάζω υψηλούς
στόχους
analitik
αναλυτικός
arzuhâl
αίτηση
dilekçe
αίτηση
aşırı makyaj
υπερβολικό μακιγιάζ
biçare
απελπισμένος,
δυστυχισμένος
bilinçli
ενσυνείδητος
bizzat
αυτοπροσώπως
çırak
- μαθητευόμενος, βοηθός, 2. τσιράκι
dava
δίκη
birine dava açmak
κάνω μήνυση σε
κάποιον, καταθέτω αγωγή
davacı
ενάγων, μηνυτής
davalı
εναγόμενος
esna
στιγμή
esnasında
κατά τη διάρκεια
o esnada
εκείνη τη στιγμή
frekans
συχνότητα
sıklık
συχνότητα
hekim
γιατρός
heybetli
επιβλητικός
ıstırap
πόνος, βάσανο
külliye
συγκρότημα κτιρίων (το συγκρότημα
κτιρίων όπως νοσοκομείο, βιβλιοθήκη, μεντρεσές
κ.α. γύρω από ένα τζαμί)
maruzat
- αίτηση, πρόταση, 2. αίτηση,
παράκληση, επιθυμία, 3. πληροφορία
tazminat
αποζημίωση, επίδομα
unvan
τίτλος (αξίωμα)
zulüm
απανθρωπιά, καταπίεση
artış göstermek
παρουσιάζω άνοδο
arz etmek
- υποβάλλω, 2. προσφεύγω
çare aramak
ψάχνω λύση
benimsemek
ενστερνίζομαι, ασπάζομαι
kanaat getirmek
καταλήγω σε μια άποψη
ölçüp biçmek
υπολογίζω, σκέπτομαι
λεπτομερώς
ipler koptu
έχουν διακοπεί οι σχέσεις μας
bakteri
βακτήριο
mantar
- μανιτάρι, 2. μύκητας
denetlenme
έλεγχος
denetlenmek
ελέγχομαι
kısıtlanma
περιορισμός
kısıtlamak
περιορίζω
olgu
παράγοντας
bilinçaltı
υποσυνείδητο
propaganda
yapmak
κάνω προπαγάνδα
propaganda araçları
προπαγανδιστικά μέσα
şahsiyet
προσωπικότητα, ατομικότητα
tarihî şahsiyet
ιστορική προσωπικότητα
şahsî
προσωπικός, ατομικός
sanal
εικονικός
vakıf
- ίδρυμα, οργανισμός,
şelale
καταρράκτης
mülkiyet
ιδιοκτησία
garipsemek
μου φαίνεται παράξενο
garibine gitmek
μου φαίνεται παράξενο
tapu
- τίτλος ιδιοκτησίας, 2. υπηρεσία
κτηματολογίου
hariç
εκτός, χωρίς
haricî disk
εξωτερικός
δίσκος
uğruna
χάριν, για
senin uğruna
για χάρη σου, για σένα
resmi
döküman
επίσημο έγγραφο
belge
έγγραφο
bağlam
συνδυασμός
mekanizma
μηχανισμός
uzantı
προέκταση, προεξοχή
restore edilmek
ανακαινίζομαι, αναστηλώνομαι
sınırlı sayıda
σε περιορισμένο αριθμό
dönüşmek
μετατρέπομαι, μεταμορφώνομαι
dönüştürmek
μετατρέπω, μεταμορφώνω
olgunlaşmak
ωριμάζω
tutturmak
καρφιτσώνω
iki laf etmek
λέω δυο κουβέντες
gün ışığına çıkarmak
βγάζω στο φως,
αποκαλύπτω
bir şeyde hakkı olmak
έχω δικαίωμα σε κάτι
birinin yanında sönük
kalmak
ωχριώ δίπλα σε κάποιον
kanun çıkarmak
βγάζω νόμο, νομοθετώ
işe girişmek
στρώνομαι στη δουλειά
tevazu
μετριοφροσύνη, ταπεινοφροσύνη
ihtiras
- πάθος, 2. φιλοδοξία
muhakeme
συλλογισμός, κρίση
fazilet
αρετή
hikmet
σοφία, γνώση
şuur
συνείδηση
işitsel
ακουστικός
görsel
οπτικός
oran
αναλογία, ποσοστό
duyu
αίσθηση
yazılım
λογισμικό
küreselleşme
παγκοσμιοποίηση
globalleşme
παγκοσμιοποίηση
faktör
παράγοντας
kalifiye
ειδικευμένος
bileşke
συνισταμένη
entelektüel
διανοούμενος, λόγιος, πνευματικός
άνθρωπος, άνθρωπος των γραμμάτων
uygar
πολιτισμένος
yetkinlik
- κατάρτιση, 2. εντέλεια
irtibatlandırmak
συνδέω
yapılandırmak
ιδρύω
bağdaşma
αρμονία, εξοικείωση
dışa vurum
εξωτερίκευση
dürtü
ένστικτο, προτροπή
enstelasyon
εγκατάσταση
και για έργα τέχνης
ibaret
αποτελούμενος
ibaret olmak
αποτελούμαι
imge
εικόνα
imgesel
πλασματικός
izlenimcilik
ιμπρεσιονισμός
iyi bir izlenim bırakmak
αφήνω μια καλή εντύπωση
kasvet
κατάθλιψη, μελαγχολία, στενοχώρια
küratör
επιμελητής (έργου)
menzil
- βεληνεκές, εμβέλεια, 2. μετόπισθεν,
3. τόπος διανυκτέρευσης
ateş menzili
απόσταση
βολής
müşavir
σύμβουλος
malî müşaviri
οικονομικός
σύμβουλος
tenkit
- κριτική, 2. στίξη
tenkit etmek
κάνω
αρνητική κριτική
tezhip
διακόσμηση
tümel
ολοκληρωτικός
tümüyle
ολοκληρωτικά, εξ ολοκλήρου
amaç gütmek
αποσκοπώ
asıl amaç
ο πραγματικός σκοπός
bu amaç doğrultusunda
σύμφωνα με αυτό το σκοπό
layık görmek
θεωρώ κατάλληλο
sana layık değil ama
δεν είναι άξιο
σου αλλά… - το λέμε όταν δίνουμε ένα δώρο
layığını
bulmak
έπαθε ότι του άξιζε
telkin
- συμβουλή, υπόδειξη, 2. υποβολή
ψυχολογική
çerçeve
- κάδρο, κορνίζα, 2. πλαίσιο
ergenlik
εφηβεία
teşvik
- ενθάρρυνση, προτροπή, 2. έναυσμα,
3. κίνητρο
yatkın
: έχω κλίση προς, επιρρέπεια
nezaret
επίβλεψη, μέριμνα
nezaret etmek
επιβλέπω, επιτηρώ
nezaretçi
επιτηρητής
ıslahevi
αναμορφωτήριο, σωφρονιστικό
ίδρυμα
ıslahat
μεταρρύθμιση
aile fertleri
μέλη της οικογένειας
mağdur
αδικημένος, θύμα
şiddet mağduru
θύμα της βίας
mağduriyet
- κατάντια, 2. αδικία
telafi
επανόρθωση, αποκατάσταση,
αναπλήρωση
telafi etmek
επανορθώνω,
αποκαθιστώ
uyuşmazlık
ασυμφωνία
uzlaşımsal
συμβατικός, συμβατός
itidal
μετριοπάθεια, ψυχραιμία
itidalini
kaybetmek
χάνω την ψυχραιμία μου
itidalini
muhafaza etmek
διατηρώ την ψυχραιμία μου
itidal
sahibi
ψύχραιμος
itidalli
μετριοπαθής, ψύχραιμος
itidalsiz
ασυγκράτητος
asli
βασικός, κύριος
akit
- συμβόλαιο, συμφωνία, 2. διακανονισμός
kamu
- δημόσιο, 2. λαός
kamu sektörü
δημόσιος τομέας
otorite
- εξουσία, αρχή, επιβολή, 2. αυθεντία
müebbet
ισόβιος
işkence
βασανιστήριο, μαρτύριο
lağım
- αποχέτευση, υπόνομος, 2. λαγούμι
çatışmak
συγκρούομαι
zikretmek
αναφέρω
volta atmak
κάνω βόλτες
bocalamak
ταλαντεύομαι, αμφιταλαντεύομαι
öngörmek
προβλέπω, μαντεύω
öngörü
πρόβλεψη, πρόγνωση
örgütlenmek
οργανώνομαι
örgüt
- οργανισμός, οργάνωση, 2. φορέας
temin etmek
εξασφαλίζω
kavramak
κατανοώ, αντιλαμβάνομαι
edinmek
αποκτώ
bu kapsamda
σε αυτό το πλαίσιο
kapsam
πλαίσιο
yara
πληγή
yararlanma
χρησιμοποίηση
-dan muzdarip
πάσχουν από
ortaya çıkarmak
ανακαλύπτω
bütünleştirmek
ενσωματώνω
genel tutumu
γενική στάση
gevşeme
χαλάρωση
yerini -e bırakıyor
αφήνει τη θέση του στο
hücreler
κύτταρα
tavrı
στάση
bağışıklık sistemi
ανοσοποιητικο σύστημα
ister istemez
αναπόφευκτα
haz
ευχαρίστηση
tüketim
κατανάλωση
anında tatmin
στιγμιαία ικανοποίηση
koşuşturma
φασαρία
olanak
δυνατότητα
doğrultusunda
σύμφωνα με
söz konusu olduğunda
Όταν πρόκειται
ayrıntılı
λεπτομερής
etkinlikler
δραστηριότητες
yargılamaκ
κρίνω
mümkün olduğunca
όσο το δυνατόν
etmen
παράγοντας
cinsiyet
φύλο
tedirginlik
ανησυχία
ispat etmek
να αποδείξω
maddi yatırım
οικονομική επένδυση
ama ne gelen oldu ne giden
αλλά ούτε ήρθε ούτε έφυγε
aksaklık
αναποδιά
sunum
παρουσίαση
katılımcı
συμμέτοχος
ilgi odağı oldu
έγινε το κέντρο της προσοχής
uyuşukluk
μούδιασμα
onarılamaz
ανεπανόρθωτος
Kasten adam öldürme
Σκόπιμη ανθρωποκτονία
yana olmak
ευνοω
belirtmek
υποδηλωνω
görevler
υποχρεωσεις
mahsus
σκοπίμως
e düşer
εναπόκειται
zikretmek
αναφέρω
disipline etmek
πειθαρχω
denetleyen
ελεγχω κατι
öne sürmek
διατυπώνω
adil
δικαιο
açısından
Όσον αφορά
üstün tutmadan
χωρίς προτίμηση
aile fertleri
μελη της οικογενειας
hırs
φιλοδοξία
en olgun
the most mature
en gelişkin
most advanced
refah içinde
in prosperity
tadilat
renovation
yürütüldü
executed
üstlenmek
undertook
menzilini artırarak
increasing the range
özgünlüğü
originality
Tenkit
Criticism
vazifesi
duty
görüşülmek
negotiate
Kasten adam öldürme
Σκόπιμη ανθρωποκτονία
Gasp
Εκβιασμός
Adam kaçırma
Απαγωγή
Bilgisayar korsanlığı
Hacking
Kalpazanlık
Πλαστογραφία
Kaçakçılık
Λαθρεμπόριο
Kundakçılık
Εμπρησμός
Yağma
λεηλασια
Rüsvetçilik
Διαφθορά
olgu
φαινόμενο
göz ardı etmek
αγνοώ
tespit etmek
determine
ya doğrudan doğruya ya da dolaylı
είτε άμεσα είτε έμμεσα
tefeci
τοκογλύφος
adeta
σχεδόν
müthiş
υπέροχος
işler ters gider
τα πράγματα πάνε στραβά
iz
ίχνος
soruşturma
έρευνα
itiraf etmek
ομολογώ
öne sürmüştür
διατυπώθηκε
hükümran devleti
κυρίαρχο κράτος
karara bağlamak
αποφασίζω ότι
işkence
βασανιστήριο
devletin birliğini
ενότητα του κράτους
ülke bütünlüğünü
ακεραιότητα της χώρας
cinsel saldırı
σεξουαλική επίθεση
anayasayı ihlâl
παραβίαση του συντάγματος
maruz kalan
εκτεθειμένος
Araştırma kapsamında
στο πεδίο της έρευνας
hakaret
προσβολή
terk edilmek
να εγκαταλειφθεί
Uyuşturucu Kullanımı
Χρήση ναρκωτικών
kaçakçılık
λαθρεμπόριο
ikili
δυάδικος
yankesicilik
πορτοφολά
kapkaç
αρπάζω
gücendirmek (seni)
προσβάλλω
tacize
κατάχρηση
istismar etmek
εκμετάλλευομαι
ihmal etmek
παραμελώ
kimyevi
χημική ουσία
bilmece
γρίφος
cemiyet
- κοινωνία, 2. συγκέντρωση, 3. όμιλος,
σωματείο
cemiyet hayatı
κοινωνική ζωή
destan
έπος
ehemmiyet
σημασία, σπουδαιότητα
ehemmiyet
vermek
δίνω σημασία
enflasyon
πληθωρισμός
enflasyon oranı
ποσοστό πληθωρισμού
fay hattı
τεκτονικό ρήγμα
güreşçi
παλαιστής, πεχλιβάνης
hiciv
σάτιρα, ευθυμογράφημα
hikmetli
σοφός
ırk
φυλή
ırkçı
ρατσιστής
ırkçılık
ρατσισμός
ırk ayrımı
φυλετικός διαχωρισμός
istatistik
- στατιστική, 2. στατιστικός
Türkiye İstatistik Kurumu
Στατιστικό Ινστιτούτο της Τουρκίας)
kelepir
κελεπούρι
koz
ατού, κόζι
maharet
δεξιότητα, μαστοριά
mahsul
- προϊόν, 2. συγκομιδή, 3. καρπός
mahsulat
προϊόντα
mahsus
αποκλειστικός
maksat
πρόθεση, σκοπός
mazeretim
var
έχω σοβαρό λόγο
geçerli mazeret
βάσιμη
δικαιολογία
sudan mazeret
πρόχειρη δικαιολογία
mizaç
ιδιοσυγκρασία
mizacım böyle!
έτσι είναι
η φύση μου
moruk
χούφταλο, γέρος (αργκό)
muhalif
αντίπαλος, ενάντιος
mübalağa
υπερβολή
mübalağa etmek
υπερβάλλω
mülk
ιδιοκτησία, περιουσία
mülk vergisi
φόρος ακίνητης περιουσίας
mülkiyet hakkı
κυριότητα
müsamere
σχολική παράσταση
nezaket
ευγένεια, λεπτότητα
nükte yapmak
κάνω
αστεία
öksüz
ορφανός από μητέρα ή και από τους
δύο γονείς
şive
ντοπιολαλιά
teferruat
λεπτομέρειες
tereddüt
- δισταγμός, 2. αμφιβολία
tesir
επιρροή, επίδραση
tesir etmek
επιδρώ
unsur
- στοιχείο, 2. συστατικό
vasıf
- προσόν, προτέρημα, 2. ποιότητα
vasıflı eleman
προσωπικό με κατάρτιση, με
προσόντα
yetim
ορφανός από πατέρα
zümre
τάξη, κατηγορία, στρώμα
ayırt etmek
διακρίνω, ξεχωρίζω
dile getirmek
εκφράζω, διατυπώνω
hedef almak
βάζω στόχο
hedeflemek
στοχεύω
içerlemek
πειράζομαι
kapsamak
περιέχω, περιλαμβάνω
mahkûm etmek
καταδίκάζω
boş laf
κουβέντα
χωρίς ουσία
şakaya vurmak
το ρίχνω στην πλάκα
özetlemek
συνοψίζω
değinmek
θίγω (θεμα)
çeştil
ποικίλος
Şartlı tahliye
Λόγος τιμής
Sanık
Κατηγορούμενος
Beraat
Αθώωση
Dava
Υπόθεση
müracaat
εφαρμογή
önlenme
πρόληψη
aklanmak
να αθωωθεί
yargılanmak
δίωξη