B: 11-15 Flashcards
air travel (adj)
αεροπορικός, -ή, -ό
coastal
ακτοπλοϊκός, -ή, -ό
comfort, the
άνεση, η
sight, the
αξιοθέατο, το
entertainment, the
διασκέδαση, η
impressive
εντυπωσιακός, -ή, -ό
deserted
ερημικός, -ή, -ό
effort, the
κόπος, ο
building, the
κτίριο, το
cheap
οικονομικός, -ή, -ό
fortune, the
περιουσία, η
year before last
προπέρσι
local (adj)
τοπικός, -ή, -ό
useful
χρήσιμος, -η, -ο
by train
σιδηροδρομικώς
tent, the
σκηνή, η
mountain (adj)
ορεινός, -ή, -ό
necessities, the
απαραίτητα, τα
departure, the
αναχώρηση, η
to depart
αναχωρώ
I am about to…
πρόκειται να
to be ashamed to…
Ντρέπομαι να
I am aiming to…
σκοπεύω
possible (adj)
πιθανός, -ή, -ό
let it go
ας φύγει
to get sick
αρρωσταίνω
concerning
σχετικά με
three-day
τριήμερο
special (adj)
ξεχωριστός, -ή, -ό
architecture, the
αρχιτεκτονική, η
to aim at
απευθύνομαι σε
client base, the
πελατεία, η
to allow
απαγορεύομαι
lonely
απομονωμένος, -η, -ο
height, the
μέγεθος, το
exploration, the
εξερεύνηση, η
excellent (adj)
εξαιρετικός, -ή, -ό
to connect
συνδέω
to be the first
πρωτεύω
path, the
μονοπάτι, το
to connect
ενώνω
ceramics, the
κεραμική, η
bed, the
κλινή, η
parking, the
πάρκινγκ, το
in line with…
Σύμοφονα με…
rented (adj)
ενοικιαζόμενος, -η, -ο
date, the
ημερομηνία, η
yours sincerely
με εκτίμιση
to control
ελέγχω
to respect
σέβομαι
to jump
χοροπηδώ
cleanliness, the
καθαριότητα, η
rural (adj)
εξοχικός, -ή, -ό
to trouble/worry/hurt
στενοχωρώ
volunteer (adj)
εθελοντισμός, -ή, -ό
to chat
συνομιλώ
environment (adj)
περιβαλλοντικός, -ή, -ό
volunteer, the (m)
εθελοντής, ο
volunteer, the (f)
εθελόντρια, η
to stay away from sth
απέχω από κάτι
flyer, the
φυλλάδιο, το
direct (adv)
απευθείας
guided tour, the
ξενάγηση, η
selected (adj)
επιλεγμένος. -η, -ο
all-day (adj)
ολοήμερος, -η, -ο
half board
ημιδιατροφή, η
greek-language (adj)
ελληνόφωνος, -η, -ο
luxury, the
πολυτέλεια, η
lead, the
αρχηγός, ο/η
without interest
άτοκος, -η, -ο
monthly (adj)
μηνιαίος, -α, ο
itemized (adj)
αναλυτικός, -ή, -ό
advertisement (adj)
διαφημιστικός, -ή, -ό