Adjectives - Gk to Eng Random Flashcards
ανιαρός, -ή, -ό
tedious
πάρων, -ουσα, -ον
present
σημερινός, -ή, -ό
today’s
στεγνός, -ή, -ό
dry
χοντρός, -ή, -ό
fat (1)
επείγων, -ουσα, -ον
urgent
απών, -ουσα, -ον
absent
σπουδαίος, -α, -ο
important (2)
γαλήνιος, -α, -ο
smooth (sea)
βασικός, -ή, -ό
fundemental/basic
τετραγονικός, -ή, -ό
square
ύποπτος, -η, -ο
suspicious
τυφλός, -ή, -ό
blind
πολύς -ή, -ύ
many
μουσικός, -ή, -ό
musical
θρησευτικός, -ή, -ό
religious
εγωιστής, εγωίστρια, εγωιστικό
egotistical
μεθυσμένος, -η, -ο
drunk
λάθος -η, -ο
wrong
υπέροχος, -η, -ο
superb/excellent/magnificent
ήσυχος, -η, -ο
smooth/quiet (movement)
θλιβερός, -ή, -ό
sad (2)
ελαφρύς, -ιά, -ύ
light/gentle (2)
αξέχαστος, -η, -ο
unforgetable
ελάχιστος, -η, -ο
least/minimal/minimum
ανατριχιαστικός, -ή, -ό
creepy
ταχύς, -ιά, -ύ
rapid
τραχύς, ιά, ύ
rough (surface)
ευχάριστος, -η, -ο
pleasant/agreeable
καστανός -ή, -ό
brown/chestnut (hair, eyes)
σπασμένος, -η, -ο
broken
ηλίθιος, -α, -ο
stupid (1)
καμπύλος, -η, -ο
curved
αρχαίος, -α, -ο
ancient
δημόσιος, -α, -ο
public/common
ελπιδοφόρος, -α, -ο
hopeful (2)
φοβερός, -ή, -ό
tremendous
άθλιος, -α, -ο
miserable
απασχολημένος, -η, -ο
busy
δικός, -ή or -ιά, -ό
own
απαραίτητος, -η, -ο
necessary/essential
άγριος, -α, -ο
wild
παλιός, -ά, -ό
old
κουτός, -ή, -ό
stupid (2)
ελαφρός, -ή, -ό
light/gentle (1)
σοβαρός, -ή, -ό
serious
λαίμαργος, -η, -ο
greedy
ευχαριστημένος, -η, -ο
pleased/glad/thankful
καλύτερος, -η, -ο
better
χαλασμένος, -η, -ο
damaged/out of order
σταχτής, - ιά, -ί
ashen/grey
ριγωτός, -ή, -ό/ με ριγές
striped
κακός, -ή, -ό
bad
αυθεντικός, -ή, -ό
authentic
οικογενειακός, -ή, -ό
family
ομαλός, -ή, -ό
smooth
εργατικός, -ή, -ό
hard-working
γελαστός, -ή, -ό
jovial/cheerful
επιτρεπτός, -ή, -ό
allowed/permissable
πυκνός, -ή, -ό
dense/thick
θαλασσής, - ιά, -ί
sea-blue
περίπλοκος, -η, -ο
complex
παρόμοιος, -α, -ο
similar
μυτερός, -ή, -ό
pointed
προσεκτικός, -ή, -ό
careful
όρθιος, -α, -ο
upright
βαμβακερός, -ή, -ό
cotton
αποδεκτός, -ή, -ό
acceptable
κυκλικός/στρογγηλός, -ή, -ό
round/circular
αστείος, -α, -ο
funny
ήρεμος, -η, -ο
calm/tame
απαγορευμένος, -η, -ο
forbidden
τρελός, -ή, -ό
crazy/mad
άνετος, -η, -ο
spacious
φρόνιμος, -η, -ο
sensible
κοινός, -ή, -ό
commonplace
φτηνός, -ή, -ό
cheap
τρομερός, -ή, -ό
terrible/awful
άσχημος, -η, -ο
ugly/bad
αλμυρός, -ή, -ό
salty
μοντέρνος, -α, -ο
modern
ζουμερός, -ή, -ό
juicy
αποφασισμένος, -η, -ο
determined
ιδανικός, -ή, -ό
ideal
ανησυχητικός, -ή, -ό
worrying
καλός, -ή, -ό
good
μικρός, -ή, -ό
small
μακρύς, -ιά, -ύ
long
σωστός, -ή, -ό
correct/right
έξαλλος, -η, -ο
furious
ενοχλητικός, -ή, -ό
annoying
ακριβής, -ής, -ές
exact
ενημερωτικός, -ή, -ό
informative
αδιάφορος, -η, -ο
indifferent
ξανθός, -ιά, -ό
blonde
σίγουρος, -η, -ο
certain/sure (1)
ιδιαίτερος, -η, -ο
special/particular
καμένος, -η, -ο
burnt
μέτριος, -α, -ο
medium/moderate/average
ουρανής, - ιά, -ί
sky blue
δυστυχισμένος, -η, -ο
unhappy
ιερός, -ή, -ό
holy
προτιμομένος, -η, -ο
favourite (1)
λαϊκός, -ή, -ό
popular (1)
ανοιχτός, -ή, -ό
open/light
μόνος, -η, -ο
lonely
ενεργητηκός, -ή, -ό
active
ξένος, -η, -ο
foreign
τέλειος, -α, -ο
perfect
απείραχτος, -η, -ο
untouched
συμπεριλαμβανόμενος, -η, -ο
inclusive
προηγούμενος, -η, -ο
previous
παραδοσιακός, -ή, -ό
traditional
ψυχρός, ή, ό
cool/cold
αληθινός, -ή, -ό
true
μενξεδής, - ιά, -ί
violet
βέβαιος, - α, -ο
certain/sure (2)
νυχτερινός, -ή, -ό
nocturnal
συνθετικός, -ή, -ό
synthetic
χαμηλός, -ή, -ό
low
μαλακός, -ή, -ό
soft
συγκινητικός, -ή, -ό
emotional
πιθανός, -ή, -ό
probable/likely
διεθνής, -ής, -ές
international
μακρινός, -ή, -ό
far
άρρωστος, -η, -ο
sick/ill
τελευταίος, -α, -ο
last/final
πλούσιος, -α, -ο
rich
θεαματικός, -ή, -ό
spectacular
ακοινώνητος, -η, -ο
anti-social
πορτοκαλής, - ιά, -ί
orange
δεξιός, -ά, -ό
right
βρομικός,-ή, -ό
dirty
ζηλιάρης, -α, -ικο
jealous
μαγευτικός, -ή, -ό
magical
καταπληκτικός, -ή, -ό
fantastic/amazing/astonishing
οικονομικός, -ή, -ό
economical
χάζος, -η, -ο
silly
ακριβός, -ή, -ό
expensive
φιλικός -ή, -ό
friendly
στενός, -ή, -ό
narrow/tight/close
φουρτουνιασμένος, -η, -ο
rough (sea)
μάλλινος, -η, -ο
woollen/woolly
διπλανός, -ή, -ό
next
δραστήριος, -α, -ο
energetic
σγουρός, -ή, -ό
curly
επικίνδυνος, -η, -ο
dangerous
άδειος, -α, -ο
empty
άψητος, -η, -ο
raw/undercooked
κεφάτος, -η, -ο
cheerful/in a good mood
καθαρός, -ή, -ό
clean
περήφανος, -η, -ο
proud
εύκολος, -η, -ο
easy
βαρύς, -ιά, -ύ
heavy
στοιχειωμένος, -η, -ο
spooky/haunted
επιστημονικός, ή, ό
scientific
ανάλατος, -η, -ο
unsalted
κλειστός, -ή, -ό
closed
πεισματάρης, -α, -ικο
obstinate/stubborn
καινούριος, -α, -ο
new
υπάρχων, -ουσα, -ον
existing
σκονισμένος, -η, -ο
dusty
μέλλων, -ουσα, -ον
future
με βούλες
spotted
χνουδωτός, -ή, -ό
fluffy
μεταξωτός, -ή, -ό
silky
χωρισμένος, -η, -ο
separate
υποχρεωτικός, -ή, -ό
compulsory/obligatory
φθονερός, -ή, -ό
envious
επόμενος/ερχόμενος, -η, -ο
next/following
γούνινος, -η, -ο
furry
βιαστικός, -ή, -ό
hurried
δίκαιος, -η, -ο
fair
παράξενος, -η, -ο
strange/peculiar
άτυχος, -η, -ο
unlucky
υπομονετικός, -ή, -ό
patient
στενοχωρημένος, -η, -ο
sad/upset/depressed
κοντός, -ή, -ό, -οί, -ές, -ά
short
αριστερός, -ή, -ό
left
συχνός, -ή, -ό
frequent/often
διάφορος, -η, -ο
various/different
αγαπημένος, -η, -ο
favourite (most loved)
χειρότερος, -η, -ο από
worse
λεπτός, -ή, -ό
thin (1)
μαλλιαρός, -ή, -ό
hairy
ανώμαλος, -η, -ο
rough (ground)
λειψός, -ή, -ό
deficient
εύσωμος, -η, -ο
stout/sturdy
γλυκός, -ιά, -ό
sweet
ξινός, -ή, -ό
sour
τεμπέλης, - α, -ικο
lazy
σκιερός, -ή, -ό
shady
ελεύθερος, -η, -ο
free
λινός, -ή, -ό
linen
καφετής, -ιά, -ί
brown
σκουριασμένος, -η, -ο
rusty
πεσμένος, -η, -ο
fallen
εντυπωσιακός, -ή, -ό
impressive
πρόσφατος, η, ο
recent
φτωχός, -ή, -ό
poor
μορφωμένος, -η, -ο
educated
ωραίος, -α, -ο
beautiful/great
ίσιος, -α, -ο
straight
ασφαλής, -ής, -ές
safe
κανονικός, -ή, -ό
normal/regular
κρατικός, -ή, -ό
governmental
ζεστός -ή, -ό
hot
δημιουργικός, -ή, -ό
creative
χρήσιμος, -η, -ο
useful
πικάντικος, -η, -ο
spicy
δύσκολος, -η, -ο
difficult
δυνατός, -ή, -ό
strong/loud
τίμιος, -α, -ο
honest
ψηλός, -ή, -ό
tall/high
μικροσκοπικός, -ή, -ό
tiny
ξύλινος, -η, -ο
wooden
κνησμώδης, -ης, -ες
itchy
αδύνατος, -η, -ο
thin (weak)
πλήρης, -ης, -ες
full (2)
καυτερός, -ή, -ό
spicy/hot/peppery
πλατύς, -ιά, -ύ
wide (1)
συμφέρων, -ουσα, -ον
advantageous
σκληρός, -ή, -ό
hard
αισιόδοξος, -η, -ο
hopeful (1)
αδιάθετος, -η, -ο
unwell
θαυμάσιος, -α, -ο
wonderful/amazing
νόστιμος, -η, -ο
tasty
προσωπικός, -ή, -ό
personal
σημαντικός, -ή, -ό
important (1)
τυχερός, -ή, -ό
lucky
κρύος, -α, -ο
cold
συναρπαστικός, -ή, -ό
fascinating/exciting
γενναίος, -α, -ο
brave
σκοτεινός, -ή, -ό
dark/obscure/sinister
αμβλύς, ιά, ύ
blunt
κατάλληλος, -η, -ο
appropriate
ορθογώνιος, -α,-ο
rectangular
δερμάτινος, -η, -ο
leather
περισσότερος, -η, -ο
most
χρωματιστικός, -ή, -ό
coloured
διαφορετικός, -ή, -ό
different
φαρδύς, -ιά, -ύ
wide (2)
υγιής, -ής, -ές
healthy
χρυσαφής, - ιά, -ί
golden
ευνοούμενος, -η, -ο
favourite (2)
εύγευστος, -η, -ο
tasty/savoury
ανυπόφορος, -η, -ο
unbearable
σπάνιος, -α, -ο
rare
δύσοσμος, -η, -ο
smelly
ψεύτικος, -η, -ο
false
εθνικός, -ή, -ό
national
τολμηρός, -ή, -ό
bold/daring
θορυβώδης, -ης, -ες
noisy/rowdy
μοναδικός, -ή, -ό
unique
ντροπαλός, -ή, -ό
shy
καρπερός, -ή, -ό
prolific
απλός, -ή, -ό
simple/plain
συνεχής, -ής, -ές
continuous/consecutive
αργός, -ή, -ό
slow (1)
ζωντανός, -ή, -ό
living/lively
γεμάτος, -η, -ο
full (1)
ώριμος, -η, -ο
ripe/mature
παχύς, -ιά, -ύ
fat (2)
πιστευτός, -ή, -ό
believable
νέος, -α, -ο
young
όμορφος, -η, -ο
beautiful
επικερδής, -ής, -ές
profitable
ξεκασμένος, -η, -ο
forgotten
ασυνήθιστος, -η, -ο
unusual
πρόθυμος, -η, -ο
eager/obliging/willing
τεράστιος, -α, -ο
huge
πονηρός, -ή, -ό
cunning
κουρασμένος, -η, -ο
tired
ηρωικός, -ή, -ό
heroic
λυπημένος, -η, -ο
sad (1)
καημένος, -η, -ο
unfortunate/poor/sad
νεκρός, -ή, -ό
dead
εύθραυτος, -η, -ο
fragile
πραγματικός, -ή, -ό
real/actual/factual
γυαλιστερός, -ή, -ό
shiny
συνηθισμένος, -η, -ο
usual/habitual (2)
στρουμπουλός, -ή, -ό
plump (1) - a person
απίστευτος, -η, -ο
unbelievable
μεγάλος, -η, -ο
big
πρότος, -η, -ο
first
έξυπνος, -η, -ο
clever
αρχοντικός, -ή, -ό
stately
ανθρώπινος, -η, -ο
human
πλαστικός, -ή, -ό
plastic
βαθύς, -ιά, -ύ
deep/profound
περίεργος, -η, -ο
strange/odd/curious/nosey
φρέσκος, -ια, -ο
fresh
πληκτικός/βαρετός, -ή, -ό
boring
ονομαστικός, -ή, -ό
nominal
διασκεδαστικός, -ή, -ό
entertaining/amusing/funny
άκεφος, -η, -ο
moody
συνήθης, -ης, -ες
usual/customary/ordinary (1)
απορημένος, -η, -ο
puzzled
τρυφερός, -ή, -ό
tender/affectionate
χαρούμενος, -η, -ο
cheerful/happy
αναπαυτικός, -ή, -ό
comfortable
φαλακρός, -ή, -ό
bald
απονήρευτος, -η, -ο
naive
τρυχωτός, -ή, -ό
hairy/furry
πρόχειρος, -η, -ο
improvised/sloppy
εξαιρετικός, -ή, -ό
exceptional
ιδιωτικός, -ή, -ό
personal/private
γρήγορος, -η, -ο
fast
υγρός, -ή, -ό
wet/damp (2)
ενδιαφέρων, -ουσα, -ον
interesting
κουφός, -ή, -ό
deaf
πρόσθετος, -η, -ο
additional
διάσημος, -η, -ο
famous
ηλικιωμένος, -η, -ο
aged/old (person)
βρεγμένος, -η, -ο
wet/damp (1)
σκούρος, -η, -ο
dark (colour/shade)
μελαχροινός, -ή, -ό
swarthy, dark
συνομήλικος, -η, -ο
of the same age
καλούτσικος, -η, -ο
fair/tolerable
έκδηλος, -η, -ο
clear/apparent/manifest
ουσιαστικός, -ή, -ό
essential
ολόκληρος, -η, -ο
entire/whole
σιωπηλός, -ή, -ό
silent
σιγαλός, -ή, -ό
quiet
αρκετός, -ή, -ό, -οί, -ές, -ά
enough
λίγος, -η, -ο, -οι, -ες, -α
few
μερικοί, -ές, ά
some
ομοιομένος, -η, -ο
even
εύπλαστος, -η, -ο
pliable
ψιλοκομμένος, -η, -ο
cut/chopped finely
τριμμένος, -η, -ο
grated
ζαλισμένος, -η, -ο
dizzy/drunk
φανερός, -ή, -ό
evident/obvious/clear
αμφίβολος, -η, -ο
doubtful
ασταμάτητος, -η, -ο
non-stop
σύγχρονος, -η, -ο
contemporary
περίφημος, -η, -ο
renowned/famous
απρόσμενος, -η, -ο
unexpected
έντονος, -η, -ο
intense/vivid/strong
εσωτερικός, -ή, -ό
inner/internal
αφηρημένος, -η, -ο
abstract/absent-minded
διακριτικός, -ή, -ό
distinctive
ατέλειωτος, -η, -ο
endless
βραχώδης, -ες, -ης
rocky/rugged
παραλιακά
coastal
ακατοίκητος, -η, -ο
uninhabited
λιγόλογος, -η, -ο
taciturn/of few words
επιδέξιος, -α, -ο
skilful/deft
ευγενικός, -ή, -ό
kind/polite
απαλός, -ή, -ό
soft (2)
μαγεμένος, -η, -ο
enchanted
φυσιολογικός, -ή, -ό
natural
δημοφιλής, -ής, -ές
popular (2)
ανόητος, -η, -ο
foolish/silly
απογοητευτικός, -ή, -ό
disappointing/frustrating
μάταιος, -α, -ο
futile/pointless
σφοδρός, -ή, -ό
severe/vehement/intense
χαριτωμένος, -η, -ο
cute
άκαρδος, -η, -ο
heartless
τρομαγμένος, -η, -ο
scared/frightened
ακίνητος, -η, -ο
immobile/motionless
λιγνός, -ή, -ό
thin/slender
μουτρομένος, -η, -ο
sulky
σπιτικός, -ή, -ό
home-made
έρημος, -η, -ο
desolate/lonely/deserted
επίμονος, -η, -ο
tenacious
διαθέσιμος, -η, -ο
available
κολακευτικός, -ή, -ό
complimentary/flattering
αμμώδης, -ες, -ης
sandy
αγενής, -ής, -ές
impolite/rude
καλοντυμένος, -η, -ο
well-dressed/smart
διαβασμένος, -η, -ο
educated/well-read
υπόλοιπος, -η, -ο
remainder (adj)
καθημερινός, -ή, -ό
daily
τρεχούμενος, -η, -ο
running (water)
κατσαρός, -ή, -ό
curly (hair)
αυριανός, -ή, -ό
tomorrow’s
ταυτόχρονος, -η, -ο
simultaneous
ανεξάρτητος, -η, -ο
independent
άνισος, -η, -ο
unfair/unequal/uneven
άριστος, -η, -ο
excellent/best
ξερός, -ή, -ό
dry/dried
ευχερής, -ής, -ές
fluent
περιττός, -ή, -ό
needless/superfluous/unnecessary
αντίθετος, -η, -ο
opposite/contrary/reverse
άσκοπος, -η, -ο
pointless/unnecessary
σύντομος, -η, -ο
short/brief/terse/concise
απόταμος, -η, -ο
sudden/steep/sheer
χλωμός, -ή, -ό
pale
απαισιόδοξος, -η, -ο
pessimistic
γραφικός, -ή, -ό
picturesque
ένοχος, -η, -ο
guilty
ειλικρινής, -ής, -ές
sincere/honest/frank
υπεβολικός, -ή, -ό
excessive
υπόλογος, -η, -ο
responsible/accountable
ορισμένος, -η, -ο
fixed/appointed
σκάρτος, -η, -ο
rotten/defective/bad
απρόσεκτος, -η, -ο
careless/inattentive
ταιριαστός, -ή, -ό
well-matched
μειονεκτικός, -ή, -ό
disadvantageous
πρωτότυπος, -η, -ο
original/unusual
βολετός, -ή, -ό
convenient/feasible
φανταχερός, -ή, -ό
showy/striking
βραχύς, -ιά, -ύ
short (2)
ανάλογος, -η, -ο
in proportion
κάμποσος, -η, -ο
quite a few/a fair number
στραβός, -ή, -ό
crooked/faulty/twisted/blind
σταθερός, -ή, -ό
stable/steady
πολύτιμος, -η, -ο
valuable/precious
πανάκριβος, -η, -ο
very expensive
άπαυτος, -η, -ο
endless
βραχνός, -ή, ό
hoarse
βραδύς, -ιά, -ύ
slow (2)
ενικός, -ή, -ό
singular (familiar voice)
δυσάρεστος, -η, -ο
unpleasant
μαυρισμένος, -η, -ο
blackened
σκεφτικός, -η, -ο
thoughtful
εξαρτημένος, -η, -ο
addicted
μπερδεμένος, -η, -ο
confused/entangled
χθεσινός, -ή, -ό
yesterday’s
μισός, -ή, -ό
half
σκέτος, -η, ο
plain
χυδαίος, -α, -ο
vulgar/crude
ψηφιακός, -ή, -ό
digital
πυκνοκατοικημένος, -η, -ο
densely populated
γέρικος, -η, -ο
old (animal or tree)
κοντινός, -ή, -ό
near/close by
περασμένος, -η, -ο
past/last/previous
αναποφάσιστος, -η, -ο
undecided
αμήχανος, -η, -ο
embarrassed
ξαφνιασμένος, -η, -ο
startled/surprised
ανύπαρκτος, -η, -ο
non-existent
αξιόλογος, -η, -ο
remarkable
ταραγμένος, -η, -ο
shocked/upset/distressed
τοπικός, -ή, -ό
local
ντόπιος, -α, -ο
local/native
τακτός, -ή, -ό
fixed
ενήλικος, -η, -ο
adult/of age
φτιαγμένος, -η, -ο
made/mended/repaired
μεγαλύτερος, -η, -ο
greater/elder/senior
ανάστατος, -η, -ο
disorganised
ευτηχής, -ής, -ές
fortunate/happy
κάθετος, -η, -ο
vertical/at right-angles
απίθανος, -η ,-ο
unlikely
αθώος, -α, -ο
innocent
κενός, -ή, -ό
empty/vacant
ικανός, -ή, -ό
capable
πιστός, -ή, -ό
true/accurate/faithful
τυπικός, -ή, -ό
typical/conventional/formal
κορυφαίος, -α, -ο
leading/top/pre-eminent
συγκεκριμένος, -η, -ο
fixed/set/limited
επαγγελματικός, -ή, -ό
professional
επιθετικός, -ή, -ό
aggressive
παχουλός, -ή, -ό
plump (2)
παρδαλός, -ή, -ό
dappled/spotted
δασόφυτος, -η, -ο
wooded
άβολος, -η, -ο
inconvenient/awkward
ανάκατος, -η, -ο
mixed up/muddled
εξαντλημένος, -η, -ο
exhausted
εξαντλητικός, -ή, -ό
exhausting
σχετικός, -ή, -ό
relevant
κολλώδης, -ες, -ης
sticky
ελκυστικός, -ή, -ό
tempting/attractive
γερός, -ή, -ό
strong/healthy
ευεργετικός, -ή, -ό
beneficial
τσαλακομένος, -η, -ο
creased
τραγανός, -ή, -ό
crispy/crunchy
δειλός, -ή, -ό
cowardly/timorous
ακατάστατος, -η, -ο
messy
άφωνος, -η, -ο
speechless
συμπυκνωμένος, -η, -ο
condensed/concentrated
τυχαίος, -α, -ο
random/fortuitous/chance
μουσκεμένος, -η, -ο
saturated/soaking wet
λυγερός, -ή, -ό
slim/svelte
άμυαλος, -η, -ο
idiotic/brainless
παράταιρος, -η, -ο
odd (in a set or pair)
λερωμένος, -η, -ο
dirty/stained/grubby
πεινασμένος, -η, -ο
hungry
δυψασμένος, -η, -ο
thirsty
κατηφορικός, -ή, -ό
sloping downwards
ενδεχόμενος, -η, -ο
probable/likely (2)
εκδικητικός, -ή, -ό
vindictive/revengeful
παρα/περιπλανητικός, -ή, -ό
misleading
παράλογος, -η, -ο
absurd/unreasonable
αλλαγμένος, -η, -ο
changed
υπαίθριος, -α, -ο
out-door/open-air
ραγισμένος, -η, -ο
cracked
ορεκτικός, -ή, -ό
appetising/tempting
ανυπόμονος, -η, -ο
impatient
υπερεσιακός, -ή, -ό
official
νομικός, -ή, -ό
legal
καταραμένος, -η, -ο
cursed
μεσογειακός, -ή, -ό
Mediterranean
πρόβειος, -α, -ο
sheep’s
χορταστικός, -ή, -ό
filling/substantial
θρεπτικός, -ή, -ό
nutritious
λιπαρός, -ή, -ό
greasy/fatty
υπεύθυνος, -η, -ο
responsible/accountable (2)
καυτός, -ή, -ό
very hot/scorching
παγωμένος, -η, -ο
frozen
ψημένος, -η, -ο
cooked/roasted/seasoned/matured
καλοψημένος, -η, -ο
well-done/nicely cooked
ληγμένος, -η, -ο
expired/ended/out of date
δηλητηριώδης, -ης, -ες
poisonous
κρυφός, -ή, -ό
hidden
γευστικός, -ή, -ό
tasty
ανεύθυνος, -η, -ο
not responsible
θετικός, -ή, -ό
positive
αρνητικός, -ή, -ό
negative
φλύαρος, -η, -ο
talkative/garrulous
αμίλητος, -η, -ο
silent/stand off-ish
προφορικός, -ή, -ό
verbal/oral
αφελής, -ής, -ές
naive (2)
καλόγουστος, -η, -ο
tasteful
άψογος, -η, -ο
impeccable
σπάταλος, -η, -ο
extravagant/wasteful
επίσημος, -η, -ο
formal/official
ανέμελος, -η, -ο
carefree
άστατος, -η, -ο
fickle/volatile
κολλητός, -ή, -ό
close/sticking
θρασύς, -ιά, -ύ
insolent/impudent
αχαΐρευτος, -η, -ο
feckless
γενειοφόρος, -η, -ο
bearded
αξύριστος, -η, -ο
unshaven
ατρόμητος, -η, -ο
intrepid
εγκαταλελειμμένος, -η, -ο
abandoned
ξεφλουδισμένος, -η, -ο
peeling
λυπητερός, -ή, -ό
sad (thing)
ταλαίπωρος, -η, -ο
poor/wretched
άστεγος, -η, -ο
homeless
βίαιος, -α, -ο
cruel/violent
βαθμιαίος, -α, -ο
gradual
απομονωμένος, -η, -ο
isolated
προσβάσιμος, -η, -ο
accessible
άγονος, -η, -ο
barren/infertile
χαλαρός, -ή, -ό
relaxed/loose/slack
χαλαρωτικός, -ή, -ό
relaxing
εναλλακτικός, -ή, -ό
alternative
σταδιακός, -ή, -ό
gradual
επίγειος, -α, -ο
earthly
ενάλιος, -α, -ο
marine
κοσμικός, -ή, -ό
social/cosmic/worldly
τροχοφόρος, -η, -ο
wheeled
αφύσικος, -η, ο
unnatural
άσχετος, -η, -ο
unrelated
κλονισμένος, -η, -ο
shaky/impaired (health)
ανεξήγητος, -η, -ο
inexplicable
στεγανός, -ή, -ό
air-tight/water-tight
επιτυχής, -ής, -ές
successful
ισχυρός, -ή, -ό
strong/intense/loud/valid
αυτόχθονος, -η, -ο
indigenous
κουρελιασμένος, -η, -ο
tattered/ragged
ροζιάρικος, -η, -ο
gnarled
κατσούφης, -ης, -ες
surly
κατηφής, -ής, -ές
sullen/dour/dismal
αχρείος, -ης, -ες
vile
αποδοτικός, -ή, -ό
efficient, productive, profitable