Adjectives - Eng to Gk - Α to Z Flashcards
abandoned
εγκαταλελειμμένος, -η, -ο
absent
απών, -ούσα, -ον
abstract/absent-minded
αφηρημένος, -η, -ο
absurd/unreasonable
παράλογος, -η, -ο
acceptable
αποδεκτός, -ή, -ό
accessible
προσβάσιμος, -η, -ο
active
ενεργητηκός, -ή, -ό
addicted
εξαρτημένος, -η, -ο
additional
πρόσθετος, -η, -ο
adult/of age
ενήλικος, -η, -ο
advantageous
συμφέρων, -ουσα, -ον
aged/old (person)
ηλικιωμένος, -η, -ο
aggressive
επιθετικός, -ή, -ό
air-tight/water-tight
στεγανός, -ή, -ό
allowed/permissable
επιτρεπτός, -ή, -ό
alternative
εναλλακτικός, -ή, -ό
amazing/astonishing
καταπληκτικός, -ή, -ό
ancient
αρχαίος, -α, -ο
annoying
ενοχλητικός, -ή, -ό
anti-social
ακοινώνητος, -η, -ο
appetising/tempting
ορεκτικός, -ή, -ό
appropriate
κατάλληλος, -η, -ο
ashen/grey
σταχτής, - ιά, -ί
authentic
αυθεντικός, -ή, -ό
available
διαθέσιμος, -η, -ο
bad
κακός, -ή, -ό
bald
φαλακρός, -ή, -ό
barren/infertile
άγονος, -η, -ο
bearded
γενειοφόρος, -η, -ο
beautiful
όμορφος, -η, -ο
beautiful/great
ωραίος, -α, -ο
believable
πιστευτός, -ή, -ό
beneficial
ευεργετικός, -ή, -ό
better
καλύτερος, -η, -ο
big
μεγάλος, -η, -ο
blackened
μαυρισμένος, -η, -ο
blind
τυφλός, -ή, -ό
blonde
ξανθός, -ιά, -ό
blunt
αμβλύς, ιά, ύ
bold/daring
τολμηρός, -ή, -ό
boring
πληκτικός/βαρετός, -ή, -ό
brave
γενναίος, -α, -ο
broken
σπασμένος, -η, -ο
brown
καφετής, -ιά, -ί
brown/chestnut (hair, eyes)
καστανός -ή, -ό
burnt
καμένος, -η, -ο
busy
απασχολημένος, -η, -ο
calm/tame
ήρεμος, -η, -ο
capable
ικανός, -ή, -ό
carefree
ανέμελος, -η, -ο
careful
προσεκτικός, -ή, -ό
careless/inattentive
απρόσεκτος, -η, -ο
certain/sure (2)
βέβαιος, - α, -ο
certain/sure (1)
σίγουρος, -η, -ο
changed
αλλαγμένος, -η, -ο
cheap
φτηνός, -ή, -ό
cheerful/happy (1)
χαρούμενος, -η, -ο
cheerful/in a good mood
κεφάτος, -η, -ο
clean
καθαρός, -ή, -ό
clear/apparent/manifest
έκδηλος, -η, -ο
clever
έξυπνος, -η, -ο
close/sticking
κολλητός, -ή, -ό
closed
κλειστός, -ή, -ό
coastal
παραλιακά
cold
κρύος, -α, -ο
coloured
χρωματιστικός, -ή, -ό
comfortable
αναπαυτικός, -ή, -ό
commonplace
κοινός, -ή, -ό
complex
περίπλοκος, -η, -ο
complimentary/flattering
κολακευτικός, -ή, -ό
compulsory/obligatory
υποχρεωτικός, -ή, -ό
condensed/concentrated
συμπυκνωμένος, -η, -ο
confused/entangled
μπερδεμένος, -η, -ο
contemporary
σύγχρονος, -η, -ο
continuous/consecutive
συνεχής, -ής, -ές
convenient/feasible
βολετός, -ή, -ό
cooked/roasted/seasoned/matured
ψημένος, -η, -ο
cool/cold
ψυχρός, ή, ό
correct/right
σωστός, -ή, -ό
cotton
βαμβακερός, -ή, -ό
cowardly/timorous
δειλός, -ή, -ό
cracked
ραγισμένος, -η, -ο
crazy
τρελός, -ή, -ό
creased
τσαλακομένος, -η, -ο
creative
δημιουργικός, -ή, -ό
creepy
ανατριχιαστικός, -ή, -ό
crispy/crunchy
τραγανός, -ή, -ό
crooked/faulty/twisted/blind
στραβός, -ή, -ό
cruel/violent
βίαιος, -α, -ο
cunning
πονηρός, -ή, -ό
curly
σγουρός, -ή, -ό
curly (hair)
κατσαρός, -ή, -ό
cursed
καταραμένος, -η, -ο
curved
καμπύλος, -η, -ο
cut/chopped finely
ψιλοκομμένος, -η, -ο
cute
χαριτωμένος, -η, -ο
daily
καθημερινός, -ή, -ό
damaged/out of order
χαλασμένος, -η, -ο
dangerous
επικίνδυνος, -η, -ο
dappled/spotted
παρδαλός, -ή, -ό
dark (colour/shade)
σκούρος, -η, -ο
dark/obscure/sinister
σκοτεινός, -ή, -ό
dead
νεκρός, -ή, -ό
deaf
κουφός, -ή, -ό
deep/profound
βαθύς, -ιά, -ύ
deficient
λειψός, -ή, -ό
dense/thick
πυκνός, -ή, -ό
densely populated
πυκνοκατοικημένος, -η, -ο
desolate/lonely/deserted
έρημος, -η, -ο
determined
αποφασισμένος, -η, -ο
different
διαφορετικός, -ή, -ό
difficult
δύσκολος, -η, -ο
digital
ψηφιακός, -ή, -ό
dirty
βρομικός,-ή, -ό
dirty/stained/grubby
λερωμένος, -η, -ο
disadvantageous
μειονεκτικός, -ή, -ό
disappointing/frustrating
απογοητευτικός, -ή, -ό
disorganised
ανάστατος, -η, -ο
distinctive
διακριτικός, -ή, -ό
dizzy/drunk
ζαλισμένος, -η, -ο
doubtful
αμφίβολος, -η, -ο
drunk
μεθυσμένος, -η, -ο
dry
στεγνός, -ή, -ό
dry/dried
ξερός, -ή, -ό
dusty
σκονισμένος, -η, -ο
eager/obliging/willing
πρόθυμος, -η, -ο
earthly
επίγειος, -α, -ο
easy
εύκολος, -η, -ο
economical
οικονομικός, -ή, -ό
educated
μορφωμένος, -η, -ο
educated/well-read
διαβασμένος, -η, -ο
efficient, productive, profitable
αποδοτικός, -ή, -ό
egotistical
εγωιστής, εγωίστρια, εγωιστικό
embarrassed
αμήχανος, -η, -ο
emotional
συγκινητικός, -ή, -ό
empty
άδειος, -α, -ο
empty/vacant
κενός, -ή, -ό
enchanted
μαγεμένος, -η, -ο
endless
ατέλειωτος, -η, -ο
endless
άπαυτος, -η, -ο
energetic
δραστήριος, -α, -ο
enough
αρκετός, -ή, -ό, -οί, -ές, -ά
entertaining/amusing/funny
διασκεδαστικός, -ή, -ό
whole/entire
ολόκληρος, -η, -ο
envious
φθονερός, -ή, -ό
essential
ουσιαστικός, -ή, -ό
even
ομοιομένος, -η, -ο
evident/obvious/clear
φανερός, -ή, -ό
exact
ακριβής, -ής, -ές
excellent/best
άριστος, -η, -ο
exceptional
εξαιρετικός, -ή, -ό
excessive
υπεβολικός, -ή, -ό
exhausted
εξαντλημένος, -η, -ο
exhausting
εξαντλητικός, -ή, -ό
existing
υπάρχων, -ουσα, -ον
expensive
ακριβός, -ή, -ό
expired/ended/out of date
ληγμένος, -η, -ο
extravagant/wasteful
σπάταλος, -η, -ο
fair
δίκαιος, -η, -ο
tolerable/fair
καλούτσικος, -η, -ο
fallen
πεσμένος, -η, -ο
false
ψεύτικος, -η, -ο
family
οικογενειακός, -ή, -ό
famous
διάσημος, -η, -ο
far
μακρινός, -ή, -ό
fascinating/exciting
συναρπαστικός, -ή, -ό
fast
γρήγορος, -η, -ο
fat (1)
χοντρός, -ή, -ό
fat (2)
παχύς, -ιά, -ύ
favourite (2)
ευνοούμενος, -η, -ο
favourite (1)
προτιμομένος, -η, -ο
favourite (most loved)
αγαπημένος, -η, -ο
feckless
αχαΐρευτος, -η, -ο
few
λίγος, -η, -ο, -οι, -ες, -α
fickle/volatile
άστατος, -η, -ο
filling/substantial
χορταστικός, -ή, -ό
first
πρότος, -η, -ο
fixed
τακτός, -ή, -ό
fixed/appointed
ορισμένος, -η, -ο
fixed/set/limited
συγκεκριμένος, -η, -ο
fluent
ευχερής, -ής, -ές
fluffy
χνουδωτός, -ή, -ό
foolish/silly
ανόητος, -η, -ο
forbidden
απαγορευμένος, -η, -ο
foreign
ξένος, -η, -ο
forgotten
ξεκασμένος, -η, -ο
formal/official
επίσημος, -η, -ο
fragile
εύθραυτος, -η, -ο
free
ελεύθερος, -η, -ο
frequent
συχνός, -ή, -ό
fresh
φρέσκος, -ια, -ο
friendly
φιλικός -ή, -ό
frozen
παγωμένος, -η, -ο
full (1)
γεμάτος, -η, -ο
full (2)
πλήρης, -ης, -ες
fundemental/basic
βασικός, -ή, -ό
funny
αστείος, -α, -ο
furious
έξαλλος, -η, -ο
furry
γούνινος, -η, -ο
futile/pointless
μάταιος, -α, -ο
future
μέλλων, -ουσα, -ον
gnarled
ροζιάρικος, -η, -ο
golden
χρυσαφής, - ιά, -ί
good
καλός, -ή, -ό
governmental
κρατικός, -ή, -ό
gradual
σταδιακός, -ή, -ό
gradual (1)
βαθμιαίος, -α, -ο
grated
τριμμένος, -η, -ο
greasy/fatty
λιπαρός, -ή, -ό
greater/elder/senior
μεγαλύτερος, -η, -ο
greedy
λαίμαργος, -η, -ο
guilty
ένοχος, -η, -ο
hairy
μαλλιαρός, -ή, -ό
hairy/furry
τρυχωτός, -ή, -ό
half
μισός, -ή, -ό
happy/fortunate
ευτηχής, -ής, -ές
hard
σκληρός, -ή, -ό
hard-working
εργατικός, -ή, -ό
healthy
υγιής, -ής, -ές
heartless
άκαρδος, -η, -ο
heavy
βαρύς, -ιά, -ύ
heroic
ηρωικός, -ή, -ό