Adjectives Common - Eng to Gk - Α to Z Flashcards
1
Q
additional
A
πρόσθετος, -η, -ο
2
Q
aged/old (person)
A
ηλικιωμένος, -η, -ο
3
Q
allowed/permissable
A
επιτρεπτός, -ή, -ό
4
Q
ancient
A
αρχαίος, -α, -ο
5
Q
annoying
A
ενοχλητικός, -ή, -ό
6
Q
authentic
A
αυθεντικός, -ή, -ό
7
Q
bad
A
κακός, -ή, -ό
8
Q
bald
A
φαλακρός, -ή, -ό
9
Q
beautiful
A
όμορφος, -η, -ο
10
Q
beautiful/great
A
ωραίος, -α, -ο
11
Q
believable
A
πιστευτός, -ή, -ό
12
Q
better
A
καλύτερος, -η, -ο
13
Q
big
A
μεγάλος, -η, -ο
14
Q
blind
A
τυφλός, -ή, -ό
15
Q
blonde
A
ξανθός, -ιά, -ό
16
Q
boring
A
βαρετός, -ή, -ό
17
Q
broken
A
σπασμένος, -η, -ο
18
Q
brown
A
καφετής, -ιά, -ί
19
Q
brown (hair, eyes)
A
καστανός -ή, -ό
20
Q
burnt
A
καμένος, -η, -ο
21
Q
calm
A
ήρεμος, -η, -ο
22
Q
careful
A
προσεκτικός, -ή, -ό
23
Q
certain/sure (1)
A
σίγουρος, -η, -ο
24
Q
certain/sure (2)
A
βέβαιος, - α, -ο
25
cheap
φτηνός, -ή, -ό
26
cheerful/happy (1)
χαρούμενος, -η, -ο
27
clean
καθαρός, -ή, -ό
28
clever
έξυπνος, -η, -ο
29
closed
κλειστός, -ή, -ό
30
cold
κρύος, -α, -ο
31
coloured
χρωματιστικός, -ή, -ό
32
commonplace
κοινός, -ή, -ό
33
continuous
συνεχής, -ής, -ές
34
cool/cold
ψυχρός, ή, ό
35
correct/right
σωστός, -ή, -ό
36
crazy
τρελός, -ή, -ό
37
cunning
πονηρός, -ή, -ό
38
damaged/out of order
χαλασμένος, -η, -ο
39
dangerous
επικίνδυνος, -η, -ο
40
dark (colour or shade)
σκούρος, -η, -ο
41
dark/obscure
σκοτεινός, -ή, -ό
42
dead
νεκρός, -ή, -ό
43
deaf
κουφός, -ή, -ό
44
deep/profound
βαθύς, -ιά, -ύ
45
dense/thick
πυκνός, -ή, -ό
46
different
διαφορετικός, -ή, -ό
47
difficult
δύσκολος, -η, -ο
48
dirty
βρομικός,-ή, -ό
49
drunk
μεθυσμένος, -η, -ο
50
easy
εύκολος, -η, -ο
51
elder/senior/greater
μεγαλύτερος, -η, -ο
52
empty
άδειος, -α, -ο
53
enough
αρκετός, -ή, -ό, -οί, -ές, -ά
54
exact
ακριβής, -ής, -ές
55
exceptional
εξαιρετικός, -ή, -ό
56
existing
υπάρχων, -ουσα, -ον
57
expensive
ακριβός, -ή, -ό
58
family
οικογενειακός, -ή, -ό
59
famous
διάσημος, -η, -ο
60
fantastic/amazing/astonishing
καταπληκτικός, -ή, -ό
61
superb/excellent/magnificent
υπέροχος, -η, -ο
62
far/distant
μακρινός, -ή, -ό
63
fast
γρήγορος, -η, -ο
64
fat (1)
χοντρός, -ή, -ό
65
fat (2)
παχύς, -ιά, -ύ
66
favourite (most loved)
αγαπημένος, -η, -ο
67
few
λίγος, -η, -ο, -οι, -ες, -α
68
first
πρότος, -η, -ο
69
forbidden
απαγορευμένος, -η, -ο
70
foreign
ξένος, -η, -ο
71
forgotten
ξεκασμένος, -η, -ο
72
fortunate/happy
ευτηχής, -ής, -ές
74
free
ελεύθερος, -η, -ο
75
frequent/often
συχνός, -ή, -ό
76
fresh
φρέσκος, -ια, -ο
77
friendly
φιλικός -ή, -ό
78
full (1)
γεμάτος, -η, -ο
79
funny
αστείος, -α, -ο
80
furious
έξαλλος, -η, -ο
81
future
μέλλων, -ουσα, -ον
82
good
καλός, -ή, -ό
83
governmental
κρατικός, -ή, -ό
84
hairy
μαλλιαρός, -ή, -ό
85
half
μισός, -ή, -ό
86
hard
σκληρός, -ή, -ό
87
healthy
υγιής, -ής, -ές
88
heavy
βαρύς, -ιά, -ύ
89
hot
ζεστός -ή, -ό
90
huge
τεράστιος, -α, -ο
91
hurried
βιαστικός, -ή, -ό
92
ideal
ιδανικός, -ή, -ό
93
important (1)
σημαντικός, -ή, -ό
94
important (2)
σπουδαίος, -α, -ο
95
indifferent
αδιάφορος, -α, -ο
96
interesting
ενδιαφέρων, -ουσα, -ον
97
international
διεθνής, -ής, -ές
98
jovial/cheerful
γελαστός, -ή, -ό
99
last/final
τελευταίος, -α, -ο
100
lazy
τεμπέλης, - α, -ικο
101
leather
δερμάτινος, -η, -ο
102
left
αριστερός, -ή, -ό
103
light/gentle
ελαφρύς, -ιά, -ύ
104
lonely
μόνος, -η, -ο
105
long
μακρύς, -ιά, -ύ
106
low
χαμηλός, -ή, -ό
107
lucky
τυχερός, -ή, -ό
108
many
πολύς -ή, -ύ
109
medium/moderate/average
μέτριος, -α, -ο
110
modern
μοντέρνος, -α, -ο
111
most
περισσότερος, -η, -ο
112
musical
μουσικός, -ή, -ό
113
narrow/close/tight
στενός, -ή, -ό
114
national
εθνικός, -ή, -ό
115
near/close by
κοντινός, -ή, -ό
116
new
καινούριος, -α, -ο
117
next
διπλανός, -ή, -ό
118
next/following
επόμενος/ερχόμενος, -η, -ο
119
normal/regular
κανονικός, -ή, -ό
120
old
παλιός, -ά, -ό
121
open/light
ανοιχτός, -ή, -ό
122
own
δικός, -ή or -ιά, -ό
123
past/last/previous
περασμένος, -η, -ο
124
perfect
τέλειος, -α, -ο
125
personal
προσωπικός, -ή, -ό
126
personal/private
ιδιωτικός, -ή, -ό
127
plain
σκέτος, -η, ο
128
pleasant
ευχάριστος, -η, -ο
129
pleased/glad/thankful
ευχαριστημένος, -η, -ο
130
poor
φτωχός, -ή, -ό
131
popular (1)
λαϊκός, -ή, -ό
132
present
πάρων, -ουσα, -ον
133
previous
προηγούμενος, -η, -ο
134
probable/likely
πιθανός, -ή, -ό
135
rare
σπάνιος, -α, -ο
136
recent
πρόσφατος, η, ο
137
rectangular
ορθογώνιος, -α,-ο
138
religious
θρησευτικός, -ή, -ό
139
rich
πλούσιος, -α, -ο
140
right (direction)
δεξιός, -ά, -ό
141
round/circular
κυκλικός/στρογγηλός, -ή, -ό
142
sad (1)
λυπημένος, -η, -ο
143
salty
αλμυρός, -ή, -ό
144
sensible
φρόνιμος, -η, -ο
145
separate
χωρισμένος, -η, -ο
146
serious
σοβαρός, -ή, -ό
147
shady
σκιερός, -ά, -ό
148
short (1)
κοντός, -ή, -ό, -οί, -ές, -ά
149
sick/ill
άρρωστος, -η, -ο
150
silly
χάζος, -η, -ο
151
simple/plain
απλός, -ή, -ό
152
slow (1)
αργός, -ή, -ό
153
small
μικρός, -ή, -ό
154
smooth (sea)
γαλήνιος, -α, -ο
155
smooth/quiet (movement)
ήσυχος, -η, -ο
156
soft (1)
μαλακός, -ή, -ό
157
some
μερικοί, -ές, ά
158
sour
ξινός, -ή, -ό
159
special/particular
ιδιαίτερος, -η, -ο
160
spicy
πικάντικος, -η, -ο
161
square
τετραγονικός, -ή, -ό
162
straight
ίσιος, -α, -ο
163
strange
παράξενος, -η, -ο
164
strange/odd/curious/nosey
περίεργος, -η, -ο
165
strong/loud
δυνατός, -ή, -ό
166
stupid (1)
κουτός, -ή, -ό
167
swarthy, dark
μελαχροινός, -ή, -ό
168
sweet
γλυκός, -ιά, -ό
169
tall/high
ψηλός, -ή, -ό
170
tasty
νόστιμος, -η, -ο
171
terrible/awful
τρομερός, -ή, -ό
172
thin (1)
λεπτός, -ή, -ό
173
thin (weak)
αδύνατος, -η, -ο
174
tired
κουρασμένος, -η, -ο
175
today’s
σημερινός, -ή, -ό
176
traditional
παραδοσιακός, -ή, -ό
177
tremendous
φοβερός, -ή, -ό
178
ugly
άσχημος, -η, -ο
179
unbelievable
απίστευτος, -η, -ο
180
unlucky
άτυχος, -η, -ο
181
unsalted
ανάλατος, -η, -ο
182
useful
χρήσιμος, -η, -ο
183
usual/customary/ordinary (1)
συνήθης, -ης, -ες
184
various/random/different
διάφορος, -η, -ο
185
wide (1)
πλατύς, -ιά, -ύ
186
wild
άγριος, -α, -ο
187
wonderful/amazing
θαυμάσιος, -α, -ο
188
woollen/woolly
μάλλινος, -η, -ο
189
wrong
λάθος -η, -ο
190
young
νέος, -α, -ο
191
worse than
χειρότερος, -η, -ο από