Adjectives Common - Eng to Gk Flashcards
many
πολύς -ή, -ύ
enough
αρκετός, -ή, -ό, -οί, -ές, -ά
few
λίγος, -η, -ο, -οι, -ες, -α
some
μερικοί, -ές, ά
good
καλός, -ή, -ό
bad
κακός, -ή, -ό
favourite (most loved)
αγαπημένος, -η, -ο
special/particular
ιδιαίτερος, -η, -ο
personal
προσωπικός, -ή, -ό
personal/private
ιδιωτικός, -ή, -ό
big
μεγάλος, -η, -ο
small
μικρός, -ή, -ό
huge
τεράστιος, -α, -ο
first
πρότος, -η, -ο
last/final
τελευταίος, -α, -ο
most
περισσότερος, -η, -ο
full (1)
γεμάτος, -η, -ο
empty
άδειος, -α, -ο
open/light
ανοιχτός, -ή, -ό
closed
κλειστός, -ή, -ό
fast
γρήγορος, -η, -ο
slow (1)
αργός, -ή, -ό
dark (colour/shade)
σκούρος, -η, -ο
tall/high
ψηλός, -ή, -ό
low
χαμηλός, -ή, -ό
long
μακρύς, -ιά, -ύ
short (1)
κοντός, -ή, -ό, -οί, -ές, -ό
medium/moderate/average
μέτριος, -α, -ο
left (direction)
αριστερός, -ή, -ό
right (direction)
δεξιός, -ά, -ό
straight
ίσιος, -α, -ο
fat (1)
χοντρός, -ή, -ό
fat (2)
παχύς, -ιά, -ύ
thin (1)
λεπτός, -ή, -ό
strong/loud
δυνατός, -ή, -ό
thin (weak)
αδύνατος, -η, -ο
deep/profound
βαθύς, -ιά, -ύ
heavy
βαρύς, -ιά, -ύ
light/gentle
ελαφρύς, -ιά, -ύ
exact
ακριβής, -ής, -ές
expensive
ακριβός, -ή, -ό
cheap
φτηνός, -ή, -ό
free
ελεύθερος, -η, -ο
better
καλύτερος, -η, -ο
worse than
χειρότερος, -η, -ο από
narrow/tight/close
στενός, -ή, -ό
wide (1)
πλατύς, -ιά, -ύ
round/circular
κυκλικός/στρογγηλός, -ή, -ό
square
τετραγονικός, -ή, -ό
rectangular
ορθογώνιος, -α,-ο
today’s
σημερινός, -ή, -ό
serious
σοβαρός, -ή, -ό
funny
αστείος, -α, -ο
jovial/cheerful
γελαστός, -ή, -ό
sad (1)
λυπημένος, -η, -ο
lonely
μόνος, -η, -ο
pleased/glad/thankful
ευχαριστημένος, -η, -ο
pleasant
ευχάριστος, -η, -ο
cheerful/happy (1)
χαρούμενος, -η, -ο
tired
κουρασμένος, -η, -ο
new
καινούριος, -α, -ο
old
παλιός, -ά, -ό
aged/old (person)
ηλικιωμένος, -η, -ο
young
νέος, -α, -ο
beautiful
όμορφος, -η, -ο
beautiful/great
ωραίος, -α, -ο
ugly/bad
άσχημος, -η, -ο
clever
έξυπνος, -η, -ο
stupid
κουτός, -ή, -ό
silly
χάζος, -η, -ο
sensible
φρόνιμος, -η, -ο
clean
καθαρός, -ή, -ό
dirty
βρομικός,-ή, -ό
dangerous
επικίνδυνος, -η, -ο
careful
προσεκτικός, -ή, -ό
easy
εύκολος, -η, -ο