5001-5500 Flashcards
κάλλυνθρον
sweeper; duster; palm frond
καλλωπίζω
adorn oneself; make the face beautiful
κάλπη
pitcher
κάλυξ
cup; bud
καλυπτήρ
covering; sheath
κάλυψις
covering
καλώδιον
small cord; small rope
κάμαξ
pike
καμηλοπάρδαλις
giraffe
Καμιν
Mahanaim
καμιναία
furnace
Καμουηλ
Kemuel
κάμπη
caterpillar
καμπή
turning; corner
καμπύλος
bent
Κανααθ
Kenath
Καναθ
Kenath
κάνεον
basket of reed; basket; rail
Κανθαν
Kanah
κάνθαρος
dung beetle
κανθός
corner; corner of the eye
κανοῡν
basket of reed
κάπηλος
retail dealer; huckster
Καπιρας
Kapiras
καπνίζω
make smoke
Καππάδοκες
Caphtorim
κάππαρις
caper plant
κάπτω
gulp down
Καραβασιων
Carabasion
Καρανα
Kanah
καρασιμ
sodomites
Καραφα
Chephar-ammoni
καρδιόω
hearten; ravish the heart; hearten up
Καρεμ
Karem
Καρηε
Kareah
Καριαθαιμ
Kiriathaim
Καριαθαρβοκ
Kiriath-arba
Καριαθαρβοκσεφερ
Kiriath-arba
Καριαθβααλ
Kiriath-baal
Καριαθιαριμ
Kiriath-jearim
Καριαθιαριν
Kiriath-jearim
Καριαθιαριος
Kiriatharim
Καρίαν
Caria
Καριωθ
Karioth
Καρκαρ
Karkor
Καρμηλίας
Carmel
Καρμήλιον
Carmel
Καρμήλιος
Carmel
Καρμηλίος
Carmel
Καρμηλιος
Carmelite
Κάρμηλον
Carmel
Κάρμηλος
Carmel
Καρμήλος
Carmel
Καρμήλου
Carmel
Καρμήλῳ
Carmel
Καρναιν
Carnaim; Karnain
Καρνιον
Carnaim
καρόω
plunge into deep sleep
καρπάσινος
made of flax
καρπίζομαι
enjoy the fruits of
καρπίζω
enjoy the fruits of
κάρπιμος
fruit-bearing
καρπόβρωτος
with edible fruit
καρπόω
offer; offer as a burnt offering
κάρπωμα
burnt offering; offering by fire
κάρπωσις
burnt offering; use or profit
καρπωτός
reaching the wrist; reaching to the wrist
κάρταλλος
basket; basket with painted bottom
καρτερία
endurance
καρτερός
strong; violent; fierce
καρτεροψυχία
strength of spirit
καρτερῶς
strongly
καρύα
nut-bearing tree
καρύινος
of nuts; of almonds
καρυΐνος
almond
καρυίσκος
any kind of nut
κάρυον
almond; any kind of nut
καρυωτός
date; almond like
Καρχηδόνιος
Carthaginian
Καρχηδών
Carthage; Tarshish
κασία
cassia; Cassia; Arabian spice like cinnamon
Κασπιν
Caspin
κασσιτέρινος
made of tin
κασσίτερος
plate with tin; tin
Κασων
Kason
Κατααθ
Tahath
κατάἀσφαλίζομαι
make secure; seal up
κατάβαρύνω
weigh down; overload
καταβάσιος
descending
καταβιάζομαι
constrain
καταβιάζω
subdue by force; urge; make go
καταβιβάζω
bring down
καταβιβρώσκω
devour
καταβιόω
spend one’s life
καταβλάπτω
hurt greatly; damage
καταβλέπω
look down at
καταβοάω
cry out against; complain to
καταβόησις
crying out against
καταβόσκω
feed flocks upon or in
κατάβρωμα
that which is eaten; food
κατάβρωσις
eating up; devouring
κατάγαιος
underground; ground-floor
κατάγελως
derision; ridicule
καταγηράσκω
grow old
καταγίγνομαι
abide; dwell
καταγιγνώσκω
lay a charge against; curse; observe
καταγίνομαι
abide; dwell
καταγογγύζω
complain
καταδαμάζω
subdue
καταδαπανάω
squander; consume
καταδείκνυμι
discover; appoint; create
καταδέομαι
plead; entreat
καταδεσμεύω
bind up
κατάδεσμος
tie; bandage
καταδολεσχέω
chatter
καταδρομή
charge; attack
καταδυναστεία
oppression
κατάδυσις
going down into; descent
καταδύω
sink; set
κατάθαρσέω
embolden
καταθλάω
crush in pieces; break
καταθύμιος
in the mind or thoughts; according to one’s mind
καταθυτεύω
plant
καταιδέομαι
feel reverence for
καταικίζω
wound severely; disfigure
καταιολμάω
dare; presume
κατάἰόω
become rusty; tarnished; corroded
καταίρω
come down; take down
κατακάλυμμα
covering; veil
κατακάμπτω
bend down; bend over; bend downward
κατάκαρπος
fruitful; fully; abundantly
κατακάρπως
fully; abundantly; fruitful
κατακάρπωσις
ashes of a burnt sacrifice
κατάκαυμα
anything burnt
κατακενόω
empty
κατάκλειστος
kept inside; shut up
κατακληροδοτέω
divide up; seize and parcel out; parcel out
κατακληρόω
be chosen
κατάκλιτον
flowing down
κατακονδυλίζω
strike with the fist
κατακοντίζω
shot down; shoot down
κατάκοπος
weary; wearied
κατακοσμέω
set in order; arrange
κατακρατέω
prevail over
κατακροτέω
prevail over
κατακρούω
knock
κατακρύπτω
hide; cancel; hide oneself
κατακτάομαι
get for oneself entirely; win over
κατακτείνω
murder
κατακυλίνδω
roll down
κατακυλίω
roll down
καταλάμπω
shine; shine on; light
κατάλεαίνω
grind down; smooth down
κατάλειμμα
remnant
κατάλειψις
remnant; offspring
καταλέω
grind
καταλήγω
stop; end; cease; leave off
κατάλημψις
seizing; assaulting
καταλιθοβολέω
throw stones at
κατάλιθος
set with precious stones
καταλιμπάνω
leave behind; abandon
καταλογίζομαι
count up; reckon
καταλολουθέω
follow after
καταλοχία
register; enrollement
καταλοχισμός
distribution into bodies; enrollment
καταλύτης
lodger; guest; stranger
καταμερίζω
cut in pieces; divide; distribute
καταμερισμός
division into parts
καταμεστόω
fill; quite full of a thing
καταμετρέω
measure out to
καταμήνιος
monthly
καταμηνύω
make known
καταμίγνυμι
mix up; mingle
καταμιμνήσκω
remind
καταμωκάομαι
mock at; mock
καταναγκάζω
overpower by force; confine
Καταναθ
Kattath
κατανέμω
devour
κατανίστημι
rise up against anyone; rebel
κατανόησις
observation; means of observing
κατάντημα
end; goal
καταντλέω
pour over
κατανύσσω
be surely pricked; stunned; enchanted
κατανύω
accomplish; carry out
κατανωτίζομαι
hearken to
καταξγραίνω
dry up
καταξηραίνω
dry up
κατάξηρος
very dry; parched
κατάξιος
quite worthy
κατάξύω
scrape down; file down
καταπαίζω
jest; mock at; mock
καταπαλαίω
overthrow
καταπάλτης
catapult
καταπανουργεύομαι
devise villainously
καταπάσσω
besprinkle; bespatter; besprinkle with
καταπάτημα
trampling; that which is trampled underfoot
καταπάτησις
trampling on; trampling
κατάπαυμα
rest
κατάπειράζω
make an attempt
καταπελματόομαι
be cobbled