2501-3000 Flashcards
διακινδυνεύω
make a desperate attempt
διακινέω
move thoroughly; agitate
διακλάω
break in two
διακλέπτω
steal
διακολυμβάω
dive and swim across
διακομίζω
carry over; pass over; cross
διακοπή
gash; cleft
διακόπτω
cut in two; cut through
διακρατέω
hold fast
διακριβόω
portray exactly; examine closely
διακυβερνάω
steer; govern; steer through
διακύπτω
look out; stoop and creep through
διαλαμβάνω
grasp separately; comprehend; think
διαλανθάνω
escape notice
διαλέγω
pick out; discuss; argue; discourse
διάλευκος
speckled; with white spots
διάλημψιν
judgment; opinion
διαλιμπάνω
cease to
διαλλαγή
reconciliation
διαλλάσσω
change; alter
διάλλομαι
jump over
διαλογή
account; discourse
διαλοιδόρησις
railing; abuse
διαμαρτυρέω
inform; protest solemnly
διαμαρτυρία
sworn testimony; testifying; solemn protest
διαμασάομαι
chew up; devour
διαμαχίζομαι
strive for
διαμελίζω
modulate; sing; warble; tear apart
διαμετρέω
measure through; out or off
διαμέτρησις
measuring out; distribution
διαναπαύομαι
relieve
διανήθω
spin out; spun
διανθίζω
adorn with flowers
διανίστημι
rise up
διανοέομαι
be minded; intend; purpose
διανοέω
be minded
διανόησις
process of thinking; thought
διαξαίνω
comb
διαπαρατηρέομαι
lie in wait for continually
διαπαρθενεύω
deflower a maiden
διαπαύω
make to cease
διαπειλέω
threaten violently
διαπειράζω
attempt; test
διαπείρω
pierce
διαπετάννυμι
open; spread out
διαπίπτω
fall away; escape; fall apart
διαπλατύνω
dilate; lengthen
διαπληκτίζομαι
spar; wrestle with
διαπνέω
blow through; blow away; away
διαπονέω
be worn out
διαπορεύω
go through; go walk through
διάπρασις
dispatch of business
διαπράσσω
bring about; accomplish
διαπρεπής
distinguished; eminent; illustrious
διάπτωσις
error; despicable
διάπυρος
red-hot; fiery
διαπυρόω
burn
διαριθμέω
reckon up one by one; take account
διαρκέω
have full strength; be satisfied with
διαρπαγή
spoil; plundering
διαρρέω
slip through; leak
διαρρίπτω
shoot out; cast through; throw
διαρρυθμίζω
adjust; arrange in order
διαρτάω
suspend; interrupt; deceive
διαρτίζω
form
διάρχομαι
go through; pass through
διασαλεύω
shake
διασάφησις
explanation; interpretation
διασκεδάζω
disperse; scatter
διασκεδάννυμι
scatter abroad; break out
διασκευάζω
get quite ready
διασκευή
construction equipment; furniture
διασκιρτάω
leap about or away
διασκορπισμός
scatter abroad; scattering
δίασμα
warp
διασπασμός
tearing in pieces
διάσταλσις
arrangement; pact
διάστασις
standing aloof; separation; difference
διαστράπτω
flash
διάστροφος
twisted
διαστρώννυμι
spread
διασυρίζω
whistle
διασφαγή
gap
διασφάλλω
overturn utterly; be disappointed
διασχίζω
separate; part; sever
διατείνω
stretch out
διατήκω
melt; soften by heat; thaw
διατήρησις
preservation
διατίλλω
pluck
διατόνιον
curtain-hook or curtain-ring
διατρέπω
turn away from; pervert
διατρέφω
support; sustain continually
διατρέχω
run across; flash; run over
διατυπόω
form; fashion
διαφαίνω
show through; glow; appear
διαφανής
transparent; translucent; seen through
διαφαύσκω
show light through; dawn
διαφλέγω
burn through
διαφορέω
tear apart
διαφόρημα
thing torn to pieces; prey
διαφωνέω
disagree; miss; be lost
διαφωτίζω
dawn
διαχέω
pour different ways; disperse
διαχρίω
smear all over
διάχρυσος
interwoven with gold
διάχυσις
diffusion; be spread out
διάψαλμα
musical interlude
διαψεύδομαι
be deceived; cheated out of
διαψεύδω
deceive utterly
διαψιθυρίζω
whisper among themselves
δίδραγμον
didrachma
δίδραχμος
double-drachma
διδυμεύω
bear twins
διεγγυάω
mortgage
διεκβάλλω
go through and out
διεκβολή
mountain-pass; city gate; passage
διελαύνω
drive through
διεμβάλλω
calumniate; place through
διεμπίμπλημι
fill completely
διεξάγω
bring to an end; accomplish; lead through
διέξειμι
pass through
διεξέρχομαι
go through; pierce; pass through
διεξοδεύω
have a way out; escape
διερεθίζω
stimulate
διερευνάω
search
διέρραίνω
sprinkle with
δίεσις
deliberation; release; discharge
διεστραμμένως
inconsistently; distortedly
διετηρίς
space of two years
διευλαβέομαι
be afraid of; beware of; be wary of
διήγημα
tale
διηθέω
refine
διήκω
extend; pass through; pervade
διηχέω
be spread; widely heard
δίθυμος
dissenter
διιαφαυσκω
dawn
διίημι
spread
διΐημι
spread
διικνέομαι
go through; penetrate
διίπταμαι
fly through; fly away
δικάζω
judge
δικαιοκρίτης
righteous judge
δικαιολογία
plea in justification
δικαστήριον
judge; plead
δικτυωτός
made in net fashion; latticed
διμερής
in two parts
δίμετρος
of a verse having two meters; double measure
Δινα
Dinah
Διναῖοι
Dinaioi
Δινας
Dinah
δίνη
whirlpool
διξάζω
honor
δίοδος
street; passage
διοικέω
manage; control administer; control
διοικητής
administrator
διοικοδομέω
wall off
διόλλυμι
destroy utterly
Διονυσίων
Dionysus
Διόνῡσος
Dionysus
Δῐόνῡσος
Dionysus
διοράω
distinguish
διοργίζομαι
be very angry
διορθωτής
corrector; reformer
διόρυγμα
through-cut; canal; breach
Διοσπόλις
Diospolis
δίπηχυς
cubits long; broad
διπλασιάζω
double; repeat; reduplicate
διπλασιασμός
doubling
διπλάσιος
twofold; double; twice as many as
διπλοΐδα
double cloak; cloak; robe
διπλοΐς
cloak
διπλόος
twofold; double
δίσκος
gong
δισμύριοι
twenty thousand
δισσῶς
doubly
δισχίλοι
two thousand
διτάλαντος
worth two talents
διῡλίζω
filter; clarify
διυφαίνω
weave
διφθέρα
prepared hide; tanned skin; piece of leather
δίφραξ
seat; chair
διφρεύω
sit
δίφρος
chair; seat
διχομηνία
fullness of the moon
διχοτόμημα
any portion of a thing cut up; divided part
δίψα
thirst
διψώδης
thirsty
διωθέω
push asunder; tear away; thrust through
διώροφος
with two stories
διῶρυξ
digging or cutting through; trench
διωστήρ
instrument for pushing out; pole
δοκιμαστής
approved; tested
δοκίμιος
examined; tested; test
δόκωσις
roof
δολίως
treacherous; crafty
δόμος
course; layer
δόξασμα
glory
δοξαστός
glorified; glorious
δοξικος
glorious
δοξολογέω
glorify