12.2 Грамматика Flashcards
Окончания парататикос 1 спряж. страд. залога
-όμουν(α), -όσουν(α), -όταν(ε), -όμαστε(ταν), -όσαστε(αν), -ονταν(ε)
Парататикос 1 спряж. страд. залога на примере знакомиться
γνωριζόμουν, γνωριζόσουν, γνωριζόταν,
γνωριζόμαστε, γνωριζόσαστε, γνωριζόνταν
Окончания парататикос 2 спряж. 1 и 2 группы страд. залога
такие же как и у глаголов 1 спряжения
Парататикос 2 спряж. 1 группы страд. залога на примере встречаться
συναντιόμουν, συναντιόσουν, συναντιόταν,
συναντιόμαστε, συναντιόσαστε, συναντιόνταν
Парататикос 2 спряж. 2 группы страд. залога на примере считаться
θεωρόμουν, θεωρόσουν, θεωρόταν,
θεωρόμαστε, θεωρόσαστε, θεωρόνταν
У глаголов в парататикос страд. залога в 3м лице ед.ч. часто используется 3 лицо мн.ч. (студент готовился к экзаменам - 2 варианта)
Ο φοιτητής ετοιμαζότανε για τις εξετάσεις/Ο φοιτητής ετοιμάζονταν για τις εξετάσεις.
Склонение сущ. ср.р. с окончаниями -σιμο, -ψιμο, -ξιμο на примере удаление
το βγάλσιμο, του βγαλσίματος, το βγάλσιμο, βγάλσιμο,
τα βγαλσίματα, των βγαλσιμάτων, τα βγαλσίματα, βγαλσίματα
Склонение прилаг. на -ύς, -ιά, -ύ, м.р. глубокий
ο βαθύς, του βαθιού, το(ν) βαθύ, βαθύ,
οι βαθιοί, των βαθιών, τους βαθιούς, βαθιοί
Склонение прилаг. на -ύς, -ιά, -ύ, ж.р. глубокая
η βαθιά, της βαθιάς, τη(ν) βαθιά, βαθιά,
οι βαθιές, των βαθιών, τις βαθιές, βαθιές
Склонение прилаг. на -ύς, -ιά, -ύ, ср.р. глубокое
το βαθύ, του βαθιού, το βαθύ, βαθύ,
τα βαθιά, των βαθιών, τα βαθιά, βαθιά
Наречия от прилаг. типа глубокий - глубокий, глубоко
βαθύς - βαθιά
Склонение прилаг. острый (-ύς, -εία, -ύ) м.р.
ο οξύς, του οξέος, το(ν) οξύ, οξύ,
οι οξείς, των οξέων, τους οξείς, οξείς
Склонение прилаг. острый (-ύς, -εία, -ύ) ж.р.
η οξεία, της οξείας, τη(ν) οξεία, οξεία,
οι οξείες, των οξειών, τις οξείες, οξείες
Склонение прилаг. острый (-ύς, -εία, -ύ) ср.р.
το οξύ, του οξέος, το οξύ, οξύ,
τα οξέα, των οξέων, τα οξέα, οξέα
Склонение прилаг. многий м.р.
πολύς, πολύ/πολλού, πολύ, πολύ,
πολλοί, πολλών, πολλούς, πολλοί
Склонение прилаг. многий ж.р.
πολλή, πολλής, πολλή, πολλή,
πολλές, πολλών, πολλές, πολλές
Склонение прилаг. многий ср.р.
πολύ, πολύ/πολλού, πολύ, πολύ,
πολλά, πολλών, πολλά, πολλά
Прилаг. многий всегда употребляется с сущ … ! много детей, много стран, много студентов
без артикля! πολλά παιδιά, πολλές χώρες, πολλοί φοιτητές
Субстантивированный прилагательные, напр. больной, пленный, варварский (варвар)
άρρωστος - ο άρρωστος, αιχμάλωτος - ο αιχμάλωτος, βάρβαρος - ο βάρβαρος
Эта комната для больных.
Αυτό το δωμάτιο είναι για τους αρρώστους.
Склонение сущ. м.р. больной
ο άρρωστος, του αρρώστου, το(ν) άρρωστο, άρρωστε,
οι άρρωστοι, των αρρώστων, τους αρρώστους, άρρωστοι
Определ. местоимение сам (3 лица)
ο ίδιος, η ίδια, το ίδιο