Words Flashcards
Defy
Αψηφώ
Mitigate
Μετριάζω
Tailor
Προσαρμόζω
Entice
Δελεάζω, παρασύρω
Commodities
komOditi] ουσ. αγαθό, εμπορεύσιμο αντικείμενο πρακτικής χρησιμότητας ή αξίας, “είδος”: household commodities οικιακά είδη § spare time is a precious commodity for me ο ελεύθερος χρόνος είναι είδος πολυτελείας για εμένα # (διαπραγματεύσιμο) εμπόρευμα: commodities market χρηματιστήριο εμπορευμάτων # (αναλώσιμο) προϊόν # ΦΡ. commodity price index οικον. δείκτης τιμών χονδρικής πώλησης (αναλωσίμων) § basic / primary commodity οικον. βασικό (αναλώσιμο) προϊόν § staple commodities οικον. είδη πρώτης ανάγκης
Annuities
eniUiti] ουσ. (σταθερό) ετήσιο επίδομα ή ετήσια πρόσοδος: he receives a modest annuity παίρνει ένα μέτριο ετήσιο εισόδημα # είδος ασφάλισης που εξασφαλίζει ετήσιο εισόδημα
Πρόσοδος.
Intrinsic
εγγενής, ενύπαρκτος, “φυσικός”
Downturn
Ύφεση
Herd
Κοπάδι
Surefire
Αλάνθαστος
Impediment
Εμπόδιο
Aversion
Αποστροφή
Quirk
Ιδιοτροπία
Exploit
ekspLOit] ρ. εκμεταλλεύομαι, επωφελούμαι, αξιοποιώ: exploit solar energy εκμεταλλεύομαι την ηλιακή ενέργεια # εκμεταλλεύομαι αθέμιτα, καπηλεύομαι, “μεταχειρίζομαι”: don’t let the bosses exploit you μη αφήνεις τα αφεντικά να σε εκμεταλλεύονται
Reluctant
Διστακτικός