Week 2 Day 1 Flashcards
περασμένος -η -ο
last
η πρακτική
internship
καθαρίζω, θα καθαρίσω, καθάρισα
clean/tidy
κανέναν καφέ, κάμια φορά
a coffee, a time [unspecific]
ο πονοκέφαλος
headache
η επανάληψη
revision
εξασκούμαι, θα εξασκήθω, εξασκήθηκα σε
practise
η εξέταση, οι εξετάσεις
exam, school exam
επείγων
urgent
πιάνω, θα πιάσω, έπιασα
grab
έχω κέφι να
in a mood to
δεν έγινε και τίποτα
no big deal
η σπηλιά
cave
χαλαρωτικός -ή -ό
relaxing
βολικός -ή -ό
convenient
αποφοιτώ, θα αποφοιτήσω, αποφοίτησα
graduate (verb)
ειδικά
especially, specifically
ο εργοδότης
employer
χαλάω, θα χαλάσω, χάλασα
break/be broken
αμέσως
immediately
η παράσταση
play (theatre)
η συναυλία
concert
αποφασίζω, αποφασίσω, αποφάσισα
decide
λατρεύω, θα λατρέψω, λάτρεψα
adore/worship
κοιτάζω, θα κοιτάξω, κοίταξα
have a look
κλείνω, θα κλείσω, έκλεισα
book, close
θερινός, -ή, ό
summer (adj.)
η προβολή
screening
κάνω κράτηση
make a reservation
ζωντανός -ή -ό
alive, live (TV)
κριτσανιστός -ή -ό
crunchy
το είδος
genre
κατά τη διάρκεια +gen.
during
διψάω, θα διψάσω, δίψασα
be thirsty
δείχνω, θα δείξω, έδειξα
show
το φυλλάδιο
flyer
η προσφορά
offer/bargain
περιλαμβάνω, θα περιλάβ, περιέλαβα,
include
για να δω
let me see
ενώ
whilst
η πρεσβεία
embassy
ανανεώνω, θα ανανεώσω, ανανέωσα
renew
εξαρτάται από
depends on
το μέρος
place
last
περασμένος -η -ο
internship
η πρακτική
clean/tidy
καθαρίζω, θα καθαρίσω, καθάρισα
a coffee, a time [unspecific]
κανέναν καφέ, κάμια φορά
headache
ο πονοκέφαλος
revision
η επανάληψη
practise
εξασκούμαι, θα εξασκήθω, εξασκήθηκα σε
exam, school exam
η εξέταση, οι εξετάσεις
urgent
επείγων
grab
πιάνω, θα πιάσω, έπιασα
in a mood to
έχω κέφι να
no big deal
δεν έγινε και τίποτα
cave
η σπηλιά
relaxing
χαλαρωτικός -ή -ό
convenient
βολικός -ή -ό
graduate (verb)
αποφοιτώ, θα αποφοιτήσω, αποφοίτησα
especially, specifically
ειδικά
employer
ο εργοδότης
break/be broken
χαλάω, θα χαλάσω, χάλασα
immediately
αμέσως
play (theatre)
η παράσταση
concert
η συναυλία
decide
αποφασίζω, αποφασίσω, αποφάσισα
adore/worship
λατρεύω, θα λατρέψω, λάτρεψα
have a look
κοιτάζω, θα κοιτάξω, κοίταξα
book, close
κλείνω, θα κλείσω, έκλεισα
summer (adj.)
θερινός, -ή, ό
screening
η προβολή
make a reservation
κάνω κράτηση
alive, live (TV)
ζωντανός -ή -ό
crunchy
κριτσανιστός -ή -ό
genre
το είδος
during
κατά τη διάρκεια +gen.
be thirsty
διψάω, θα διψάσω, δίψασα
show
δείχνω, θα δείξω, έδειξα
flyer
το φυλλάδιο
offer/bargain
η προσφορά
include
περιλαμβάνω, θα περιλάβ, περιέλαβα,
let me see
για να δω
whilst
ενώ
embassy
η πρεσβεία
renew
ανανεώνω, θα ανανεώσω, ανανέωσα
depends on
εξαρτάται από
place
το μέρος