Vocabula A Flashcards
a ή ab
a μακρό, από, μακριά από, από (ποιητικό αίτιο)
abeo
o μακρό, φεύγω, αναχωρώ
absconditus
κρυμμένος, μυστικός
absens
e μακρό, επίθ. Απών
absum
απουσιάζω, λείπω
abundantia
αφθονία
accedo
e, o μακρό, πλησιάζω, προσεγγίζω
accipio
o, μακρό, παίρνω, δέχομαι
accommodo
τρίτο ο, μακρό, προσαρμόζω
accusator
u, δεύτερο a, μακρό, κατήγορος
accuso
u, o, μακρό, κατηγορώ
acer
a, μακρό, οξύς, πρόθυμος, αυστηρός, άγριος
acerbitas
δεύτερο a, μακρό, σκληρότητα
acerbus
σκληρός, πικρός
acies
e, μακρό, αιχμηρή άκρη, προθυμία, γραμμή μάχης
acriter
a, μακρό, επίρρ. πρόθυμα, άγρια
ad
πρόθεση+αιτιατική, προς, μέχρι, κοντά σε
addisco
o, μακρό, μαθαίνω επιπλέον
adduco
u, o, μακρό, οδηγώ προς, σαγηνεύω
adeo
o, μακρό, πηγαίνω προς, πλησιάζω
adfero
o, μακρό, φέρνω σε
adficio
o, μακρό, επηρεάζω, προσβάλλω, εξασθενίζω
adicio
o, μακρό, προσθέτω
adiuvo
o, μακρό, βοηθώ, συντρέχω, ευχαριστώ
admiror
i, μακρό, απορώ, θαυμάζω
admitto
o, μακρό, παραδέχομαι, δέχομαι, επιτρέπω σε κάποιον την είσοδο
admoneo
δεύτερο ο, μακρό, moneo-
adnuo
o, μακρό, συγκατανεύω
adopto
δεύτερο ο, εύχομαι, επιλέγω, υιοθετώ
adsum
είμαι κοντά, είμαι παρών, βοηθώ
adulatio
u, a, o, μακρό, έπαινος, κολακεία
adulescens
e, e, μακρό, νεαρός άνδρας, νεαρή γυναίκα
adulescentia
e, μακρό, νιότη, νεαροί άνδρες
adultus
μεγαλωμένος, ώριμος, ενήλικας
aduro
u, o, μακρό, βάζω φωτιά σε, καίω, πυρπολώ 🔥🔥🔥
advenio
o, μακρό, έρχομαι (σε), φθάνω
adversus
ενάντιος, αντίπαλος
adversus
Προθ. + Αιτ., προς, έναντι, εναντίον
advesperascit
δεύτερο a, μακρό, απροσ., έρχεται το βράδυ, σκοτεινιάζει
aedificium
κτήριο, κατασκευή
aegre
δεύτερο e, μακρό, επίρρ., με δυσκολία, μόλις και μετά βίας
aequitas
δεύτερο a, μακρό, δικαιοσύνη, ισότητα
aequus
επίπεδος, ήρεμος, ίσος, δίκαιος, ευμενής
aes
Χαλκός
aestas
δεύτερο a, μακρό, καλοκαίρι
aestus
ζεστή, παλίρροια
aetas
δεύτερο a, μακρό, χρονική περίοδος, ζωή, ηλικία, εποχή, χρόνος
aeternus
αιώνιος
ager
αγρός, πεδιάδα
ago
o, μακρό, οδηγώ, ηγούμαι, ενεργώ, πράττω, για χρόνο ή ζωή, περνώ, ξοδεύω gratias agere + δοτ., ευχαριστώ
agricola
αγρότης, γεωργός
agricultura
i, δεύτερο u, μακρό, γεωργία
ait
a, μακρό, λέει, λένε, βεβαιώνει
alienus
ex μακρό, αυτός που ανήκει σε κάποιον άλλο, ξένος, παράξενος, διαφορετικός
alioqui
o, i, μακρό, αορ. αντωνυμικό, επίθ., κάποιος
aliquis
αορ.αντ. κάποιος, κάποια, κάτι
aliter
επίρρ., διαφορετικά
alius
Άλλος, κάποιος άλλος
alo
o, μακρό, τρέφω, υποστηρίζω, διατηρώ, αυξάνω, περιθάλπω
alter
άλλος (μεταξύ δύο), δεύτερος
altus
ψηλός, βαθύς
ambitio
o, μακρό, η αναζήτηση ψήφων, φιλοδοξία, κολακεία
ambulo
o, μακρό, περπατώ
amen
a,e, μακρό, επίρρ. Από εβραϊκά, αμήν, πραγματικά, αληθινά, έτσι να γίνει
amica
i, μακρό, φίλη
amicitia
i, μακρό, φιλία
amiculum
ιμάτιο, χιτώνας
amicus, a, um
i, μακρό, φιλικός
amicus, i
i, μακρό, φίλος
amitto
a, o, μακρό, διώχνω, χάνω, αφήνω κάποιον/κάτι να φύγει
amo
ο, μακρό, αγαπώ, αρέσω
amabo te
Δεύτερο a, o, e, μακρό, σε παρακαλώ